Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

Νιαχωριανός & Σφηναριώτης

Μην πάρεις το για προσβολή αν κουζουλό σε πούνε,
των γνωστικών τα όνειρα οι κουζουλοί τα ζούνε.

Ο Σφηναριώτης επίθεση κάμει…
Θυμάσαι π’ αποκάλεσες, το φίλο ξενομπάτη;
ήτανε τούτο προσβολή, και σου βαστώ γινάτι.
Μα, ντρέτα πε μ’ αδερφοχτέ, γιάντ’ αποκάλεσές με,
έτσα λογιώ στη ρίμα σου και επροκάλεσές με;
Τον τσακωμό θ’ αρχίσουμε, όντε θα ξημερώσει,
μα γλάκα ‘συ στον έγγονα και πε του να σε σώσει.
Μυτιληνιός γεννήθηκα, μα Σφηναριώτης είμαι,
βουνά γκρεμνά και θάλασσα, στην αγκαλιά τους κείμαι.
Κι αν θες να μάθεις ήτανε, πριχού σαράντα χρόνια,
πρώτη βολά που βρέθηκα, Γενάρη με τα χιόνια,
Μεγάλο Κάστρο στα ΤΕΙ, κοπέλια να διδάξω,
κι αμέσως αποφάσισα, κονάκι μου να φτιάξω.
Μπολιάστηκα, με βάφτισαν, με λεν Καμβυσελλάκη,
π’ αγάπησα την Κρήτη μας, με πάθος και μεράκι.
Κι όντε προχτές εφάνηκες, μόνος στο Σφηναράκι,
πιαστήκαμε, χωρίσαμε, έφυγε το φαρμάκι.
Λιγάκι βεγγερίσαμε και στρώσαμε την τάβλα,
φιλιώσαμε και βάλαμε, τελεία και μια παύλα.
Κι ακόμ’ εσκεφτήκαμε, πως θάτανε ωραία,
…«μπεστ σέλερ» να σκαρώσουμε, γι αδεφοχτοί παρέα.
Ούλες τσι ρίμες που ‘χουμε, γραμμένες ως τα τώρα,
βιβλίο να στι κάνουμε κι αρχίσαμε με φόρα.
Λεφτά ν’ αναμαζώξουμε, για τούτη να την ώρα
κι ύστερα με τα έσοδα, θα …σώσουμε τη χώρα.
Και για να δείξω πάραυτα, πως κάκιωση δε σου ‘χω,
ήρθα ντε λόγο στην Κερά κι ανάμνηση θα το ‘χω.
Που ήταν τα εξάμηνα, Χρυσάνθης πρεσβυτέρας,
σαν άρχοντες φερθήκατε, και κλάσης ανωτέρας.
Σφηναριώτης

Κι ο ‘Νιαχωριανός αμύνεται
Πως θα με παρεξήγουνες, φίλε κι αδερφοχτέ μου,
που ξενομπάτη σ’ είπα ‘γω, δεν το ‘λπιζα ποτέ μου.
Τσι ξενομπάτες έχουμε, σ’ υπόληψη μεγάλη,
από τη Δυτική μεριά, τση Κρήτης ως την άλλη.
Αν όμως έχεις για καυγά, λυμένο το ζωνάρι,
δεν είν’ η πρώτη σου φορά και πήρα το χαμπάρι.
Το χαρακτήρα σου καλά, εγώ τονε γνωρίζω,
γιαυτό και στα τσιγκλίσματα, αδιάφορα σφυρίζω.
Εις το Σφηνάρι βρέθηκα, για τούτονα και μόνο
και εξηγήσεις δώσαμε, σε μιας φιλιάς τον τόνο.
Κι αφού σ’ όλα τα βρήκαμε, ήπιαμε κι ένα κράσο,
που θα περάσει κάμποσος, καιρός να τον ξεχάσω.
Στο μεταξύ εβράδιασε, δεν μ’ άφηνες να φύγω,
στο  τζάκι μπήκαν κάστανα, ρακή δεν θ’ αποφύγω.
Μια πρώτη ρίξαμε ματιά, στις ρίμες μας εν τάχει,
για να προκαταλάβουμε, λάθος να μην υπάρχει.
Γιατί πήραμ’ απόφαση, ν’ εκδώσουμε τσι πρώτες,
ρίμες της άδολης φιλιάς, μας το ζητούν Χανιώτες.
Κι άμα βρεθεί και χορηγός, μεγάλη θάν’ αβάντα,
χρήματ’ υπάρχουν λιγοστά, ως ήτανε και πάντα.
Ευτύχημα που κόβεται, άκουσα το χαράτσι
κι αφήσανε κι ελεύθερο, τση θάλασσας τ’ αλάτσι.
Λιγάκι περισσότερο, θα βάζουμε ακόμη,
πιο νόστιμες να γίνουνε, αν βγούνε κι άλλοι τόμοι.
Λίγ’ απ’ εδώ, λίγ’ απ’ εκεί, θα βρούμ’ εμείς τον τρόπο,
όλες να τσι εκδώσουμε κι ας κάνουμε και κόπο.
Πως η αρχή είναι το παν, μας λέει παροιμία
και θα τα ξεπεράσουμε, τα αδειανά ταμεία.
‘Νιαχωριανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα