Μην πάρεις το για προσβολή αν κουζουλό σε πούνε, των γνωστικών τα όνειρα οι κουζουλοί τα ζούνε.
Αδολη φιλία πράξη 63η
Πολλές γυναίκες σήμερο,
όταν δουλειά δεν έχουν,
μιλούνε στο τηλέφωνο
με τσ’ ώρες όσ’ αντέχουν.
‘Νιαχωριανός
Με τσι γυναίκες γροίκα με,
κόντρες εσύ μην έχεις,
φύλ’ ασθενές δεν είναι μπλιο
και πρέπει να προσέχεις.
Σφηναριώτης
Για τσι γυναίκες ο λόγος
του Σφηναριώτη ‘πόψε.
Είπα απόψ’ αδερφοχτέ, τα πάθια μας να πούμε,
με τσι γυναίκες πλάι μας κι εκείνα που τραβούμε.
Εσύ θαρρώ ‘σαι τυχερός, με άντρες τρεις που έχεις
και παίζεις το πολλά βαρύς, κανέναν δεν προσέχεις.
Μα ρώτα ‘δά και μένανε, που ‘χω κορίτσια έξι,
με βλέπουν με νταντεύουνε, χιονίσει μα κι αν βρέξει.
Το βράδυ ανταμώνουμε, όλοι μαζί να φάμε,
κι ευτύς μου λέν με τσ’ όρνιθες, πως πρέπει να κοιμάμαι.
Που ‘ναι καλό ετούτο να, για ούλα τα ‘ργαλεία,
να στέκουν πάραυτα ορθά, σε κάθε ευκαιρία.
Κάθε βδομάδα η κυρά, θα βγάλει μια μπουγάδα,
τα ρούχ’ απλώνει στη σειρά, πάντα με τη λιακάδα.
Δύο σκοινιά γεμίζουνε, σουτιέν, καλτσόν και τάγκα
και άκρα-άκρα μοναχά, μία δικιά μου βράκα.
Μη καταντήσω λεν αυτές, στου ποιητή το χάλι,
με συβουλεύουν μα εγώ, μυαλό δεν έχω βάλει.
Κι όφου, εγώ ο τυχερός, πόσο με προστατεύουν,
ειντά θα φάω ντα θα πιω, εκείνες μου κελεύουν.
Κουκιά δεν επιτρέπονται, σκόρδο και μπακαλιάρο,
ρέγκα ψητή, σπληνάντερο και παστουρμά στιφάδο.
Για τούτο κι αποφάσισα να γίνω Ροβινσώνας,
φαγί ποτό ελεύθερα, θα ζήσω τρεις αιώνας.
Κι αν βρουν νιονιό ας έρθουνε, κι αυτές στην ερημιά μου,
κανένα δε θα βλέπουνε, εξόν την αφεντιά μου.
Μα έλα ντε που δε μπορώ, χωρίς γυναίκα μόνος,
κακό μη πεις για την κυρά, μπορεί να γίνει φόνος.
Που με παλεύει μια ζωή, πενήντα δυο χρονάκια,
την ερωτεύτηκα μικρή, με μίνι φουστανάκια.
Σφηναριώτης
Κι ο ‘Νιαχωριανός από κοντά.
Στα θηλυκά ο φίλος μου, μου ‘πε ν’ αναφερθούμε,
στην κόντρα τη σημερινή, μα άκρη που θα βρούμε.
Είντα να πρωτογράψουμε και τι να πρωτοπούμε,
αν πρώτα στα εσώψυχα, του καθ’ ενός δεν μπούμε.
Γιατί υπάρχει διαφορά, από το ένα στ’ άλλο
και πρέπ’ όλη την τέχνη μου, χωρίς φειδώ να βάλω.
Να προσπαθήσ’ όσο μπορώ, καλή να βγάλω ρίμα,
γιατί να τσ’ αδικήσουμε, θάναι μεγάλο κρίμα.
Είν’ η γυναίκα κεντρική, κάθε σπιτιού κολώνα
και για την οικογένεια, κάνει μεγάλ’ αγώνα.
Έχει την υποχρέωση, παιδιά να μεγαλώσει
κι ευθύνη στην ανατροφή, που στα παιδιά θα δώσει.
Στον άντρα της απέραντη, εκτίμηση να τρέφει,
να διαλύει εξ αρχής, όσα προβάλλουν νέφη.
Να τον ξετρέχει πάντοτε, σ’ ότ’ ήθελε του λάχει,
την εδική του στήριξη και κείνη πάντα να ‘χει.
Φίλε μου συ σε γυναικών, συνάφι μόνος είσαι
και κάθ’ επιθυμία σου, φροντίζουν στ’ άψε -σβήσε.
Η πιο καλή σου εποχή, είναι το καλοκαίρι,
π’ όλοι μαζί βρισκόσαστε, Εδέμ δεν διαφέρει.
Τον χρόνο τον μοιράζετε, σε Μυτιλήνη Κρήτη,
Για σε τα ωραιότερα, μέρη εις τον πλανήτη.
Αρσενικά και θηλυκά, εμέ βάζουν στη μέση,
κάθε φορά που σμίγουμε κι αυτό πολύ μ’ αρέσει.
Μα είναι σε πολύ μικρή, τ’ εγγόνια ηλικία,
Μόνο παιγνίδια θέλουνε κι έχουν αντιδικία.
Όμως στο νου μου φέρνουνε, τα παιδικά μου χρόνια,
Τότε που παίζαμε κι εμείς, στα λιόφυτα στ’ αλώνια
‘Νιαχωριανός