“Προς Νεοκρητικόν”
Να το πιστέψω προσπαθώ το βάπτισμα ενός πότη, Λέσβιο τον εγνώριζα και τώρα Σφηναριώτη. Τον Καμβυσέλλη εννοώ από τη Μυτιλήνη, τώρα τον βρίσκω Κρητικό, να γράφει και να πίνει. Μόλις προχθές εδιάβασα, σε ρίμα με μεράκι, να τον φωνάζει ο φίλος του: Γεια σου Καμβυσελλάκη. Ο ίδιος να το αγαπά, το νέο όνομά του, γιατί της Κρήτης το νησί, έχει στην αγκαλιά του. Φταίει ο Ερωτόκριτος κι’ ο Νίκος Καζαντζάκης, που του αλλάζει τ’ όνομα, ο φίλος του ο « ΄Ακης ». Αλεπουδέλλης έμεινε, ο Λέσβιος της Κρήτης, ακόμη κι’ αν υπέγραφε, ως «Ποιητής Ελύτης». Γι’ αυτό και γω σου συνιστώ, να μείνεις Καμβυσέλλης, κι’ ας υπογράφεις Κρητικός, αφού εσύ το θέλεις.
Ο Ταυρωνιτιανός Αδολης φιλίας πράξη 12η
Πως τη θωρώ την ξαστεριά, μου είπ’ ο Σφηναριώτης, κοπέλ’ είσ’ αισιόδοξο, εις τον ανθό της νιότης. Πάντοτε με το ματ’ αυτό, τα βλέπω τα τοπία, η κρίση να ξεπεραστεί, δεν είναι ουτοπία. Μονάχα καλή θέληση, να δείξουν οι ηγέτες, και να ορθώσουνε ξανά, σαν τσι παλιούς τσι μπέτες. Να δείξουν πως είν’ Έλληνες, κι έχουν πυγμή και θάρρος, και διαθέτουνε κι αυτοί, το ειδικό τους βάρος. Πάντα σε δύσκολους καιρούς, τον βρίσκουμε τον τρόπο και τον κρατούμε ζωντανό, τον εδικό μας τόπο. Κι άλλες φορές στο παρελθόν, μας το ‘χουν αποδείξει, γι αυτό και τώρα δε μπορεί, η Ελλάς να καταλήξει. Μια χώρα διαχρονική, ατίμητη σ’ αξία, με πίστη στην παράδοση και στην ορθοδοξία. Ο Παντοδύναμος Θεός, δεν πρόκειται ν’ αφήσει, από το χάρτη του ντουνιά, η χώρ’ αυτή να σβήσει. Δόγματα ξένα δεν μπορούν, να μας εξαφανίσουν και την Ελληνική ψυχή να την ποδοπατήσουν. Απ’ όλ’ αυτά εγώ αντλώ, την αισιοδοξία, έστω κι αν κάποιοι το θωρούν, σαν ματαιοδοξία. Υπό την προϋπόθεση, να πάρουν τα κλεμμένα, πίσω απ’ τους επιτήδειους, που τα ‘χουν …τσιμπημένα. Και νόμους να θεσπίσουνε, για την κλεψιά και μόνο, σ’ όσους επιχειρήσουνε, στον μέλλοντα το χρόνο. Στροφή απόψε έκανα, σ’τση ρίμας μου τη ρότα, παρ’ ότι τση πατρίδας μας, τα γίβεντα θωρώ τα. Νιαχωριανός (Γ. Μαλαξιαννάκης)
Απόκριση διπλή σε Ταυρωνιτιανό κι Εννιαχωρίτη
Στο φίλο Ταυρωνιτιανό και διπλοπατριώτη, οφείλω ένα ‘φχαριστώ κι ας είπε με, και πότη. Θωράτε πως μ’ αντροκαλεί, ομπρός μερά την πάρλα, τη θέση μου ξεκάθαρα, γροικάτε την για πάντα. Ποτέ μου δεν περίμενα, λόγια καλά ν’ ακούσω, από κοπέλι γνωστικό, καμπάνες θε να κρούσω. Με βάνει σε ονόματα ανάμεσα μεγάλα, που δε μπορώ ο δύστυχης, να έχω τέτοια ζάλα. Μυτιληνιός γεννήθηκα, ποτέ δεν τ’ απαρνούμαι, μα Κρητικός μπολιάστηκα, αυτό, μην το ξεχνούμε. Την Κρήτη την αγάπησα, με πάθος με μεράκι, και ο Δεικτάκης ο νουνός, μ’ είπε Καμβυσελλάκη. Είναι βαρά κληρονομιά, ετούτο το κατέω, τιμή οφείλω και στις δυο, πατρίδες μου το λέω. Αν οι Χανιώτες σε δεχτούν, αξιά έχει μεγάλη, και στην καρδιά μου ξέρουνε, όλους τους έχω βάλει. Κι εδά που ετελείωσα, Νιαχωριανέ, γυρίζω, που όλα είπες τα σωστά, κι ανάξαγα σφυρίζω. Πως η Ελλάδα συμφωνώ, όρθια θε να μένει, γιατί σκαρί είναι γερό, κι η Παναγιά προσμένει. Μ’ αρέσει που ‘σιοδοξείς, κι όλα τερπνά τα βλέπεις, πως τα κλεμμένα θε να βγουν, απ’ τα βαθιά της τσέπης. Μου φαίνεται λωλάθηκες, για νόμους που θα κάνουν με λόγια σε προσέλκυσαν, τους κλέφτες πως θα πιάνουν. Κι εμέ να μπλέξεις προσπαθείς, στα δίχτυα τα δικά σου, γροικώ το πως για δήμαρχος, πάει κι η αφεντιά σου. Σφηναριώτης (Γ. Καμβυσελλάκης)