Αδερφοχτέ τη ρίμα σου, μου ‘δωσ’ ο Παναγιώτης
και νόμισα πως βρίσκεσαι, εις τον ανθό τση νιότης.
Αφού περνάς τον ποταμό, μ’ ένα πηδηματάκι,
μη βρέξεις τα μπατζάκια σου, στο λιγοστό νεράκι.
Πολύ στεναχωρέθηκα, για τούτο που ‘χεις πάθει,
γι αυτό σου λέω θα κρατώ, στ’ εξής μικρό καλάθι.
Κομμάτι να ξεκουραστείς, λίγο να ηρεμήσεις,
το πρόβλημα που σου ‘λαχε, να αντιμετωπίσεις.
Πιο αραιά θα σε τσιγκλώ, το δάχτυλο να γιάνει,
να βγάλεις και το νάρθηκα, να βγαίνεις και σεργιάνι.
Μα ‘χε το νου σου σαν περνάς, από το ποταμάκι,
που τρέχει παραδίπλα σου, στο κάτω Σφηναράκι.
Μια παροιμία των παλιών, θυμήσου που μας λέει,
πως ο παθός είναι μαθός, έπαθε και κατέει.
Με τσι χοχλιούς το ‘παθα ‘γω, που πήγα να μαζώξω,
και γλίστρησα και έπεσα κι είδα τ’ ουράνιο τόξο.
Χέρι και πόδι έσπασα και τα ‘βαλα στο γύψο
κι ήταν αιτία κι αφορμή, από κρασιές να λείψω.
Μα ήτανε περαστικά και ξέχασα ντα ούλα
και το αυτό επιθυμώ, για σένα και με βούλα.
Να το ξεχάσεις γρήγορα, όπως και όλ’ οι άλλοι,
φίλοι του Αννουσάκειου, απού περνούν …κανάλι.
Μα φυλαχτό να βάλετε, να μη σας πιάνει μάτι,
στο δρόμο να φυλάγεστε και από μαύρο γάτι.
Αυτά και σας εχαιρετώ και να ‘χετε υγεία
και βοηθός σας πάντοτε, να ‘ναι η Παναγία.
Ο αδερφοχτός σου