Θα σου πω κάτι: αυτό το μυθιστόρημα δεν θα είναι αστυνομικό, αλλά μια ιστορία αγάπης.
Η αφήγηση κάθε ιστορίας δύο ανθρώπων ολοκληρώνεται από δύο, τουλάχιστον, διηγήσεις, με τον τρόπο, βέβαια, που εκείνοι επιθυμούν να ολοκληρωθεί, με έναν τρόπο καθόλου αντικειμενικό, παρά την πιθανή υποκειμενική ειλικρίνειά του. Ειδικά μια ιστορία αγάπης ή μια απολογία.
Ο Μανουέλ, Κολομβιανός φοιτητής φιλοσοφίας, θα συλληφθεί στην Μπανγκόκ για κατοχή ναρκωτικών. Εκείνος αρνείται τις κατηγορίες και ισχυρίζεται πως πρόκειται για πλεκτάνη· στο πλευρό του θα βρεθεί ο πρόξενος της Κολομβίας, και σε εκείνον θα αποφασίσει να διηγηθεί την ιστορία του.
Θ’ αρχίσω απ’ τα χειρότερα, κύριε πρόξενε. Απ’ τη χειρότερη περίοδο της ζωής μου, που ήταν η παιδική μου ηλικία. Αν και τώρα πια, έπειτα από τόσα και τόσα, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πια τι είναι το χειρότερο.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, το αυταρχικό και στενόμυαλο οικογενειακό περιβάλλον, η πολιτική πραγματικότητα της χώρας, η ανάγκη για διαφυγή, τα βιβλία και οι ταινίες παράθυρα σε έναν άλλον κόσμο. Μόνο στήριγμα του Μανουέλ η αδερφή του, μεγαλύτερη σε ηλικία, η Χουάνα και η υπόσχεση που του είχε δώσει πως μια μέρα θα το σκάσουν μαζί. Τέσσερα χρόνια πριν, εκείνη εξαφανίστηκε, ξαφνικά. Αναζητώντας τη Χουάνα ο Μανουέλ θα βρεθεί στη Μπανγκόκ.
Ο Γκαμπόα απλώνει αριστοτεχνικά την αφήγησή του σε πέντε πόλεις, την Μπογκοτά, το Δελχί, την Μπανγκόκ, το Τόκιο και την Τεχεράνη, δίνει τον λόγο σε τρεις αφηγητές, τον πρόξενο, τον Μανουέλ και τη Χουάνα, εγκιβωτίζει αρκετές μικροϊστορίες που θα μπορούσαν να σταθούν και αυτόνομα μα που ταυτόχρονα εξυπηρετούν πλήρως την πλοκή και την κορύφωση του σασπένς. Αντιμετωπίζει με σεβασμό τον κάθε δευτερεύοντα χαρακτήρα της ιστορίας του. Κάνει καλά αυτό που πάντα απολαμβάνω στα μυθιστορήματα, συνδυάζει την υψηλή λογοτεχνία με την αγωνία να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Επιτυγχάνει να γράψει ένα μυθιστόρημα κολομβιανό χωρίς να εγκλωβίζεται στην εσωστρέφεια, επιχειρώντας να καταστείλει την ενοχή με την οποία βαρύνονται αυτός και οι συμπατριώτες του, το στίγμα του να είσαι Κολομβιανός, λέξη σύμφυτη με τη διακίνηση ναρκωτικών, ανάμεσα σε άλλα. Με πλήθος αναφορών σε δημιουργούς, ανάμεσα στους οποίους ο σκηνοθέτης Γουόν Καρ Γουάι και ο συγγραφέας Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Με τον πρόξενο -άλτερ έγκο του συγγραφέα- να θυμίζει κάτι από τον πρόξενο Τζόφρεϋ Φέρμιν ( Κάτω από το Ηφαίστειο). Ένα μυθιστόρημα σφιχτοδεμένο παρά την έκταση της ιστορίας που διηγείται.
Αν και η σύγκριση με τον επίσης Κολομβιανό και αγαπημένο Βάσκεζ (Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, Οι πληροφοριοδότες), ο οποίος κάνει ένα πέρασμα στο μυθιστόρημα, είναι προφανής, παρότι ο Γκαμπόα επενδύει λιγότερο στο στυλ, εκείνος που μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας τις Νυχτερινές ικεσίες ήταν ο Χιλιανός Αλεχάντρο Σάμπρα, κυρίως η νουβέλα του Μπονσάι.
Μια αναγνωστική απόλαυση.