Γι’ αυτούς το ξυπνητήρι χτυπά πάντα νωρίς. Aνθρωποι, που σηκώνονται χαράματα για να εργαστούν ή πάνε για ύπνο όταν ξυπνάνε οι άλλοι. Κάποιους από αυτούς παρουσιάζουν οι “διαδρομές” που “ξενύχτησαν” μαζί τους για να δουν τα δύσκολα της βραδινής ή πολύ πρωινής δουλειάς, λίγο πριν χαράξει η μέρα…
«Πατσάς αγνός» από τις 5:30 το πρωί
Δεκαοκτώ χρόνια από τις 5:30 το πρωί σερβίρει ζεστό πατσά για τους Χανιώτες ξενύχτηδες αλλά κι αυτούς που ξεκινούν για το μεροκάματο, ο Σταμάτης Μαρμαριτσάκης. Αν και οι δουλειές έχουν πέσει πλέον λόγω της κρίσης, το παραδοσιακό μαγαζί στην καρδιά της πόλης, συνεχίζει τη λειτουργία του από γενιά σε γενιά. «Το εστιατόριο λειτουργεί από το 1928 και εγώ είμαι εδώ καθημερινά από το 1995. Πιο παλιά ήταν ο παππούς μου, ο θείος μου κ.ά.. Οικογενειακή κατάσταση. Ξυπνάμε γύρω στις πέντε παρά κάθε πρωί. Ερχόμαστε εδώ στις πέντε το πρωί και η πρώτη μας δουλειά είναι να “αυγοκόψουμε” τον πατσά που σε ένα εικοσάλεπτο είναι έτοιμος για σερβίρισμα στους πρωινούς επισκέπτες μας, στους ξενύχτηδες κ.λπ.. Πεντέμιση ώρα ο πατσάς είναι έτοιμος».
Ξενύχτηδες -που τώρα λόγω της κρίσης έχουν λιγοστέψει- αλλά και εργαζόμενοι που ξεκινάνε από πολύ νωρίς για τη δουλειά, είναι οι πελάτες του εστιατορίου, όπως μας λέει ο κ. Μαρμαριτσάκης. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι ίδια όπως παλιά, και τίποτα δε θυμίζει τις καλές εποχές…
«Πλέον δεν ξενυχτάνε οι άνθρωποι και άμα ξενυχτήσουν θα πάνε στα “εύκολα”, στα ορθάδικα, στα σουβλάκια, στις κρέπες. Εχει αλλάξει η κατανάλωση. Η νέα γενιά δεν ξέρει από σούπες αλλά δεν πειράζει. Μετά τις επτά το πρωί έρχονται οι άνθρωποι που πάνε στο μεροκάματο, πιο παλιά έρχονταν πολλοί οικοδόμοι, όμως τώρα πια έχουν λιγοστέψει, γιατί ο κλάδος της οικοδομής έχει “καταρεύσει”. Λίγο αργότερα κάποτε έρχονταν οι συνταξιούχοι που κι αυτούς τους έχουν οικονομικά “πετσοκόψει”, οπότε έχουν λιγοστέψει κι αυτοί. Φτάνουμε μέχρι το μεσημέρι για τους ανθρώπους που σχολάνε από τις δουλειές, πιο νεαρούς σε ηλικία που θα προτιμήσουν τα μαγειρευτά φαγητά».
Όπως μας λέει ο ίδιος, με το πέρασμα του χρόνου τα πράγματα έχουν αλλάξει…
«Παλιά τα πράγματα ήταν καλύτερα, όχι από θέμα δουλειάς, αλλά ο κόσμος ήταν πιο “αεράτος”, ήταν “όξω νου”. Τώρα βλέπεις και οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται δεν βγάζουν μια κουβέντα παρά σκέφτονται το αύριο, τα άγχη τους, τα προβλήματά τους, τα ενοίκιά τους, πώς θα πληρώσουν. Παλιότερα ήταν χωρίς άγχος» ανέφερε.
«Λίγος παραδοσιακός, ζεστός πατσάς, φτιάχνει στο ξεκίνημα της ημέρας το στομάχι;» ρωτάμε τον κ. Μαρμαριτσάκη.
«Το στομάχι θα στρώσει σίγουρα με τον πατσά, η ψυχολογία δεν ξέρουμε αν θα στρώσει» μας απάντησε χαμογελώντας.
Μέρα – νύχτα στο τιμόνι
Οκτώ χρόνια επαγγελματίας οδηγός ταξί στα Χανιά η κα Νεκταρία Φραγγεδάκη, μητέρα τεσσάρων παιδιών, ξεκινά τη μέρα της νωρίς το πρωί, δουλεύοντας μέρα και νύχτα, ειδικά τα καλοκαίρια καθώς το χειμώνα όπως μας λέει «όποια θέση και να πιάσεις στη ρεμίζα, δεν βγαίνει το μεροκάματο».
«Δουλεύω και μέρα και νύχτα με το ταξί. Φυσικά οι συγκυρίες είναι κάπως περίεργες και ειδικά το χειμώνα δεν έχει νόημα να καθόμαστε αργά το βράδυ. Ο κόσμος δεν έχει λεφτά. Το Καλοκαίρι με τον τουρισμό είναι κάπως καλύτερα. Πλέον το επάγγελμά μας έχει γίνει καθαρά εποχιακό. Δηλαδή εάν μπορούσαμε να τα κλειδώνουμε τέλη Οκτωβρίου και να ξανιαπιάνουμε δουλειά πάλι τον Απρίλιο, θα ήταν μια χαρά. Ο Χειμώνας μόνο φθορά είναι για εμάς. Τίποτα παραπάνω».
Για μια γυναίκα εργαζόμενη, μητέρα, σύζυγο και νοικοκυρά, η δουλειά στο τιμόνι ενός ταξί σχεδόν όλη ημέρα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. «Στα Χανιά είμαστε δέκα γυναίκες οδηγοί ταξί. Οι δυσκολίες είναι πως οι περισσότερες είμαστε μητέρες, σύζυγοι οπότε χρειάζεται να αφιερώνουμε χρόνο στη δουλειά μας -πάνω από 12-15 ώρες σε αυτό το επάγγελμα για να μπορέσεις να βγάλεις ένα μεροκόματο- και φυσικά η δουλειά δε σταματά εδώ, διότι συνεχίζεις και στο σπίτι όλα τα υπόλοιπα! Εγώ έχω τέσσερα αγόρια και το μικρότερο είναι 12 ετών» μας είπε η κα Νεκταρία η οποία μας περιέγραψε μια τυπική ημέρα αφού ετοιμάσει το παιδί της για το σχολείο νωρίς το πρωί. «Το Καλοκαίρι το τελευταίο ταξί που περιμένει στη διπλή σειρά των Νέων Καταστημάτων φτάνει μέχρι το ΚΤΕΛ. Για να πιάσεις μια καλή θέση στη ρεμίζα εάν είσαι σε βραδινή βάρδια, ξεκινάς από τις 4 ή τις 5 το απόγευμα μέχρι και μπορεί να φτάσεις μέχρι τις 4-5 το άλλο πρωί που θα πιάσει δουλειά ο επόμενος».
Όσο για το πώς την αντιμετωπίζουν οι πελάτες που βλέπουν μια γυναίκα στο τιμόνι μας απαντά: «όταν είσαι τυπική στη δουλειά σου δεν ακούς σχόλια. Πάντως πολλοί πελάτες προτιμούν τις γυναίκες οδηγούς γιατί αισθάνονται ασφαλείς, θεωρούν πως οδηγούν πιο προσεκτικά, δεν είναι νευρικές στην οδήγηση κ.λπ.. Εχουν τύχει βέβαια και πελάτες που μπορεί να δείξουν κάποια δυσπιστία μόλις αντιληφθούν γυναίκα οδηγό, άλλωστε ήταν ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα, οπότε ορισμένοι άνθρωποι κάποιας ηλικίας δυσανασχετούν. Και τότε τους λέω, ότι μπορούν να κάνουν μια κούρσα με το ταξί και γυναίκα οδηγό και αν δεν τους αρέσει, μπορούν να κατέβουν χωρίς να πληρώσουν τη διαδρομή. Τους την κάνουμε δώρο!»
Τα τυχερά της δουλειάς
«Θυμάμαι πως είχε τύχει να μπει στο ταξί ένα ζευγάρι Άγγλων επισκεπτών από το αεροδρόμιο αλλά ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρουμε το ξενοδοχείο, δεν είχαν τηλέφωνο του ξενοδοχείου και επειδή είχαμε ταλαιπωρηθεί αρκετές ώρες, οι πελάτες με είχαν ανταμοίψει με το τριπλάσιο της ταρίφας. Εκτίμησαν με το παραπάνω την προσπάθεια. Πολλοί άλλοι χαίρονται που βλέπουν γυναίκα οδηγό ταξί και μου το λένε ή ζητάνε το νούμερο του ταξί για να με προτιμήσουν».
«Η νύχτα ακούει, η μέρα βλέπει»
Νυχτερινό ωράριο από τις 10:30 το βράδυ μέχρι τις 5 τα ξημερώματα για τη Χριστίνα Βουλγαρέλη που εργάζεται πέντε χρόνια σε βραδινά κέντρα διασκέδασης στα Χανιά, άλλοτε στο πόστο της μπάργουμαν και τελευταία στο πόστο της μετρ και της υπεύθυνης δημοσίων σχέσεων σε ένα από τα restaurant-bar της πόλης.
«Σε όποιο πόστο και εαν δουλέψεις χρειάζεται ευγένεια και χιούμορ. Η δουλειά ενός μετρ είναι να εξυπηρετεί και να οδηγεί στις θέσεις τους όσουν έχουν κράτηση στο κατάστημα. Δουλεύω Χειμώνα-Καλοκαίρι, τον Χειμώνα πιάνω δουλειά στις 10:30 μέχρι τις 5 τα ξημερώματα ενώ το Καλοκαίρι μπορεί να χρειαστεί φύγω και στις 6:30-7 το πρωί, όταν εργάζομαι ως μπάργουμαν. Αυτό που μου λείπει είναι ο ύπνος. Κοιμάμαι το πρωί μόλις γυρίσω σπίτι από τη δουλειά μέχρι τις 2-3 το μεσημέρι και μετά το μόνο σίγουρο είναι πως θα ξανακοιμηθώ για λίγο το απόγευμα, έτσι ώστε να είμαι ξεκούραστη πριν την δουλειά. Προσπαθώ να κερδίσω ύπνο κατά τη διάρκεια της ημέρας» μας είπε.
Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει και τον χώρο της βραδινής διασκέδασης, όπως ανέφερε. «Οι περισσότεροι θαμώνες πλέον θα προτιμήσουν να διασκεδάσουν μόνο σε ένα κέντρο που να έχει πολλές επιλογές -καφέ, ποτό, φαγητό- και δεν θα συνεχίσουν σε άλλο» σημείωσε.
Οσο για το εάν έχει ακούσει κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο ή “πείραγμα” κατά τη διάρκεια της δουλειάς της, όπως μας είπε «αυτά έχουν να κάνουν κυρίως με το ότι συνήθως είμαι χαμογελαστή και ευγενική με τον κόσμο. Μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί κάτι που να με έχει φέρει σε αμηχανία».
«Μες την νύχτα μπορείς να δεις πολλά που δεν βλέπεις την ημέρα;» τη ρωτάμε. Και μας απαντά: «Φυσικά, η νύχτα “ακούει”, η μέρα “βλέπει”». Δίπλα της ο συνάδελφός της μετρ Νίκος Γαλαριώτης, που εργάζεται δεκαπέντε χρόνια σε κέντρα βραδινής διασκέδασης, πρόσθεσε πως «η μεγαλύτερη “δυσκολία” της δουλειάς είναι κυρίως τα κεράσματα με ποτά που δεν μπορείς να αποφύγεις από ευγένεια όταν κάποιοι πελάτες θέλουν να σου ανταποδώσουν την καλή εξυπηρέτηση με ένα σφηνάκι. Αλλά… το συνηθίζεις όπως συνηθίζεις και το ξενύχτι».
Η μπουγάτσα της…πρωινής παρέας
Είκοσι επτά χρόνια από τις 5 το πρωί προσφέρει ζεστή μπουγάτσα από το κατάστημα που διατηρεί η οικογένεια της στο κέντρο των Χανίων, η κα Ιωάννα Ακασιάδου.
Από νωρίς το πρωί όπως μας λέει «πάντα ερχόμουν στο μαγαζί όπου είναι και το εργαστήριο μπουγάτσας. Πέντε το πρωί πρέπει να είμαστε “απίκο” γιατί η μπουγάτσα σερβίρεται φρέσκια και ζεστή για όλο τον κόσμο, από τους ξενύχτηδες -συνήθως τα Σαββατοκύριακα- μέχρι τους ανθρώπους του μόχθου τις καθημερινές. Ερχονται άνθρωποι οποιασδήποτε ηλικίας, κοινωνικής τάξης ή μορφωτικού επιπέδου. Ολος ο κόσμος εδώ γίνεται μια παρέα, ανεξαρτήτως επιπέδου οποιασδήποτε μορφής» μας λέει.
Η κρίση αναπόφευκτα έχει επιφέρει μείωση στην κατανάλωση αλλά και στην ψυχολογία του κόσμου, σύμφωνα με την ίδια. «Επειδή με τους πελάτες μας που έρχονται στο ξεκίνημα της ημέρας τους κάθε πρωί, όλα αυτά τα χρόνια, έχουμε αναπτύξει μια φιλική, ιδιαίτερη σχέση, μας λένε ότι είναι αγανακτισμένοι με την κατάσταση που βιώνει η χώρα μας, έχουν οργή και θέλουν να κουβεντιάσουν, να πουν τα παράπονά τους. Ετσι τις περισσότερες φορές δημιουργείται ένα κλίμα συζήτησης από νωρίς στο μαγαζί. Υπάρχουν και άνθρωποι που έρχονται πολύ νωρίς και θέλουν απλά να κάτσουν να φάνε τη μπουγάτσα τους και να φύγουνε για τις δουλειές τους. Οι περισσότεροι βέβαια είναι αυτοί που θα ρθουν να πουν μια καλημέρα, “τι κάνεις”, να πουν τι τους στεναχώρησε ή χαροποίησε, συζητάνε μαζί μας τα θέματά τους» επεσήμανε η κα Ακασιάδου.
Ενα… στρέμμα μπουγάτσα
Όσο για τα ευτράπελα, η κα Ακασιάδου μας είπε χαμογελώντας «επειδή το κατάστημα μπουγάτσας που διατηρούμε είναι τόσα χρόνια στην πόλη -τέσσερις γενιές πίσω στο χρόνο- και αφεντικά κι υπάλληλοι παραμένουμε όλοι εδώ, ένας πολιτικός μας είπε μια μέρα πως θα μας “κηρύξει διατηρητέους όλους”. Επίσης καθημερινά ακούμε πολλά όταν κάποιοι πελάτες δεν ξέρουν να προσδιορίσουν ακριβώς πώς θα ζητήσουν το ολόκληρο κομμάτι τη μπουγάτσα το οποίο είναι τέσσερις μερίδες. Το έχουν πει “ντάκο”, “ταψί”, “παντόφλα” μέχρι και… “στρέμμα”. Μάλιστα κάποιος μας είπε: “βάλε μου αυτό το στρέμμα, όργωσέ το και λίπανέ το”. Δηλαδή βάλε ένα ολόκληρο κομμάτι, κόψτο και βάλε του ζάχαρη».
Ωράριο δουλειάς 12 τα μεσάνυχτα με 7 το πρωί
Δύσκολη η δουλειά του φούρναρη και αυτό το καταλάβαμε όταν ρωτήσαμε τον κ. Γιάννη Πλακόπουλο τι ώρα πιάνει δουλειά για να επισκεφθούμε το κατάστημα που διατηρεί η οικογένειά του, εδώ και χρόνια στο κέντρο των Χανίων. «Από τις 12 τα μεσάνυχτα μέχρι τις 7 το πρωί» μας απάντησε.
«Εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, από 18 χρονών ασχολούμαι επαγγελματικά με την οικογενειακή επιχείρηση φουρνίζοντας ψωμί από τις 12 τα μεσάνυχτα μέχρι τις 7 το πρωί. Είναι η διαδικασία του ψωμιού τέτοια, για να είναι φρέσκο και ζεστό, που πρέπει να σηκωνόμαστε πολύ νωρίς.
Είναι άλλοι φούρνοι που ξεκινάνε τη διαδικασία στις 3 ή 4 τα ξημερώματα. Εμείς ξεκινάμε νωρίτερα γιατί έχουμε μεγάλη παραγωγή και για να βγει πρέπει να είμαστε νωρίς στο φούρνο» ανέφερε.
«Το ξενύχτι είναι μια συνήθεια» μας λέει, «δεν έχω πρόβλημα. Μου φαίνεται πια φυσιολογικό. Αλλωστε και τόσο νωρίς να μην ξυπνούσα, πάλι νωρίς θα ξεκίναγα την μέρα μου, θέλω να βλέπω τον ήλιο να βγαίνει στο ξεκίνημα της μέρας».
«Στη κρίση καταναλώνεται και παραπάνω ψωμί»
«Οι πρώτοι πελάτες, μπορεί να έρθουν και από τις πέντε ή τις έξι το πρωί στον Φούρνο, που είναι ανοικτά για να πάρουν ψωμί ή τυρόπιτες. Ο φούρνος είναι μεγάλος και βγαίνουν όλα νωρίς» μας λέει ο κ. Πλακόπουλος που όπως μας εξηγεί «αυτήν τη δουλειά δεν την έχει επηρεάσει η κρίση. Στην κρίση, καταναλώνεται και παραπάνω ψωμί. Ομως η κρίση έχει επηρεάσει τις παραγγελίες από τα μαγαζιά, τις ταβέρνες. Αλλά ο κόσμος παίρνει περισσότερο ψωμί για το σπίτι». « Η ζωή είναι ένας αγώνας καθημερινός. Κάθε μέρα προκύπτουν δυσκολίες αλλά τα αντιμετωπίζονται» σημείωσε.