Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Νίκη Τρουλλινού: «Η λογοτεχνία κάνει καλύτερους τους ανθρώπους»

«Η Λογοτεχνία πιστεύω πως έχει δύναμη να κάνει καλύτερους τους ανθρώπους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο κόσμος θα αλλάξει: η εναλλαγή του φωτεινού και σκοτεινού εαυτού μας θα είναι πάντα εδώ». Η Νίκη Τρουλλινού δεν έχει αυταπάτες αλλά δεν σταματά να πιστεύει στα όνειρα – της νύχτας και της καθημερινότητας, όπως λέει. Αυτά αποτέλεσαν και την πρώτη ύλη για το νέο της βιβλίο “Δημοκρατία των ονείρων”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις “Ποταμός”.

Μια έκδοση που έδωσε την αφορμή για να μιλήσουμε με τη Χανιώτισσα συγγραφέα για τα όνειρα και τα παιχνίδια της μνήμης, την αγάπη της στη φόρμα της νουβέλας και του διηγήματος, αλλά και τη λειτουργία των συγγραφέων ως ένα «αλλόκοτο είδος ληξιάρχου»…

“Δημοκρατία των ονείρων” το νέο σου βιβλίο Νίκη. Τι βιβλίο είναι; Πώς θα το περιέγραφες;

Τυπικά μιλώντας θα έλεγα ότι πρόκειται για εβδομήντα δύο μικρά κείμενα που ο αναγνώστης καλείται να τα διαβάσει όπως αυτός ή αυτή αποφασίσει. Δηλαδή σαν μια νουβέλα με αρχή, μέση και τέλος ή αντιθέτως σαν κείμενα ατάκτως σκορπισμένα και εκείνος να επιλέξει την σειρά τους. Γι’ αυτό και δεν θα βρείτε χαρακτηρισμό του βιβλίου στο εξώφυλλό του. Προσπάθησα να “παίξω” με τις μνήμες μου, με τα όνειρα, -αυτά της νύχτας και τα άλλα της καθημερινότητας- αλλά και με την μυθοπλασία: Ό,τι και όπως κι αν διαβαστεί δεν σημαίνει απαραιτήτως την προσωπική μου ιστορία. Αυτό που περισσότερο θα ήθελα είναι να διαβαστεί το βιβλίο σαν η συλλογική εμπειρία μας εμάς που μεγαλώσαμε στα Χανιά, σπουδάσαμε τα χρόνια της δικτατορίας, κι αγαπήσαμε τα διαβάσματα το ίδιο με τα κοινωνικά – πολιτικά μας όνειρα.

Όταν διάβασα τον τίτλο στάθηκα στη λέξη όνειρα. Έχω μια αίσθηση ότι όλο και λιγότερη θέση έχουν τα όνειρα (με την έννοια της επιθυμίας για μια άλλη ζωή) στη σημερινή πραγματικότητα κι όλο και λιγότερο τολμούμε να μιλήσουμε γι’ αυτά. Ποια είναι η δικιά σου αίσθηση;

Η ανάγκη να γραφεί το συγκεκριμένο βιβλίο ξεκίνησε από τις απώλειες πολλών ανθρώπων μου τα τελευταία δυο τρία χρόνια. Το λάκτισμα ήταν μια φράση του μεγάλου, πιστεύω, συγγραφέα Μπρούνο Σουλτς -Εβραίος της Πολωνίας δολοφονηθείς το 1942 από Ναζί-, στο ομότιτλο διήγημά του {…} τα όνειρα δεσμεύουν την πραγματικότητα, γίνονται οφειλή και απαίτηση, χρεωστικός λογαριασμός που αξιώνει να καλυφθεί. Κι εδώ, όπως στο σύνολο σχεδόν των γραφτών μου, τον πρώτο λόγο έχουν τα κείμενα των συγγραφέων που αγαπώ, μοιάζει να λειτουργώ περισσότερο ως αναγνώστρια που ταλανίζεται από τα σπουδαία κείμενα των άλλων. Όσο για τα όνειρα που υποψιάζομαι ότι εννοείς, εντάξει, δύσκολοι οι καιροί. Πολλές οι ματαιώσεις, η τεχνολογία αλλάζει το τοπίο με ρυθμούς που μάλλον δεν τους προλαβαίνουμε ώστε να κάνουμε καλύτερη τη ζωή μας, ωστόσο η ανάγκη να ονειρευόμαστε παραμένει σταθερή στα ανθρώπινα όντα. Σε τελευταία ανάλυση ο καθένας μας αναμετριέται και με την πίστη του/της σε ένα μέλλον καλύτερο για τους περισσότερους, αν όχι για όλους, και όχι τους λίγους, τους ελάχιστους. Το τελευταίο είναι αυτό που βλέπουμε γύρω μας, και πληγώνει, αν η ελάχιστη ενσυναίσθηση σε σπρώχνει στην όχθη των πολλών.

Στο βιβλίο η πρωταγωνίστρια επιστρέφει στο παρελθόν, ανασκαλεύει αναμνήσεις. Είμαστε ό,τι θυμόμαστε τελικά;

Σε μεγάλο βαθμό θα έλεγα, ναι, ωστόσο κι εδώ πρέπει να βάλουμε κάτω την κριτική σκέψη απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας. Και να θέτουμε ερωτήματα σε εμάς τους ίδιους/ες. Θυμάμαι σωστά; Θυμάμαι αυτό που πράγματι συνέβη; Ή φιλοτεχνώ πορτρέτα πασπαλισμένα ναρκισσισμό; Οι ιστορίες των άλλων ήταν έτσι; Εδώ είναι και το ενδιαφέρον της γραφής, της λογοτεχνικής γραφής πάντα: όταν η μνήμη εισδύει στην μυθοπλασία και η μυθοπλασία χτίζει εικόνες και συναισθήματα. Πάλι, όμως, νομίζω ότι η σημασία του έγκειται στο αν μπορείς να συνομιλήσεις με το “εμείς”. Και φυσικά γράφοντας πάντα λογοτεχνία, δηλαδή κείμενο στο οποίο οι κανόνες της ελκυστικής γραφής, της δουλεμένης γλώσσας περνούν από το προσωπικό φίλτρο του συγγραφέα και αφήνουν τα ίχνη τους ή κάποια έστω ίχνη στο σώμα της λογοτεχνίας ενός τόπου και της γλώσσας του.

Αγαπάς τη μικρή φόρμα στο γράψιμο, τα διηγήματα και τις νουβέλες. Πώς προέκυψε αυτή η προτίμηση;

Ναι, αγαπώ την μικρή φόρμα, ίσως γιατί έχω διαβάσει αρκετά διήγημα και ποίηση, ίσως γιατί αντιμετωπίζω με δέος τους μεγάλους κλασσικούς συγγραφείς, – η τύχη το έφερε να τους διαβάσω από νέα. Συχνά σκέφτομαι ότι έχουν όλα γραφεί από τους Μεγάλους, κι ύστερα υπάρχει αυτό που έλεγε ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης: το τοπίο δεν είναι μόνο το μεγάλο πανέμορφο δάσος, αλλά και τα ταπεινά λουλούδια, οι μικροί θάμνοι. Δεν παραλείπω να σκέφτομαι ότι στην γραφή μπήκα σε σχετικά μεγάλη ηλικία, οι επαγγελματικές ασχολίες μού κατάπιναν τον χρόνο και ήταν κάπως “εύκολο” να γράφω διήγημα, ακόμη και τα μυθιστορήματά μου μικρά είναι. Πάντως, δεν είναι εύκολο το διήγημα όπως πολλοί νομίζουν όσοι μένουν στον αριθμό των σελίδων – η μικρή φόρμα θέλει λεπτοδουλειά, δύναμη στην περιγραφή, εσωτερίκευση της εμπειρίας, και της προσωπικής και της αναγνωστικής, συμπύκνωση και υπαινικτικότητα στη γλώσσα, και να έχεις την επίγνωση και το κουράγιο, να πετάς, να αφαιρείς, να πετάς.

Πιστεύεις ότι με τα χρόνια έχεις γίνει πιο εξομολογητική στα βιβλία σου. Γράφεις πιο ελεύθερα;

Όχι, δεν είναι θέμα εξομολόγησης, η σχετική λέξη έχει ένα βάρος που μου είναι ξένο, (ίσως γιατί ως χαρακτήρας ήμουν συνήθως ανοικτή στην κουβέντα, δεν μου έχει λείψει η επικοινωνία) απλώς μεγαλώνοντας, εάν και όσο τα έχει βρει ο συγγραφέας με τον εαυτό του, κλείνει λογαριασμούς. Αν θέλεις να το πω πιο ωμά, είναι ο φόβος του θανάτου. Επείγεσαι να γράψεις πράγματα και των άλλων, λειτουργείς σαν ένα αλλόκοτο είδος ληξίαρχου: στις σελίδες σου κάποτε οι αναγνώστες θα βρουν την μητέρα που αγάπησες, τους ανθρώπους σου που έφυγαν νωρίς, ακόμη και το μπαλκόνι ενός σπιτιού όταν η μπουλντόζα θα το έχει από χρόνια γκρεμίσει. Αυτά δεν είναι όμως εξομολόγηση, η λέξη “θρησκεύεται” και δεν με αφορά.

Σκέφτομαι καμιά φορά ότι οι λογοτέχνες έχουν το προνόμιο να πλάθουν τον κόσμο από την αρχή και συγχρόνως να τον βάζουν, με έναν τρόπο, σε τάξη. Ποια είναι κατά τη γνώμη σου η δύναμη της λογοτεχνίας;

Θα σου έλεγα, Δημήτρη, ότι αυτό δεν ισχύει μόνο με τους λογοτέχνες και την γραφή, αλλά με κάθε είδους δημιουργία. Σκέψου το απίστευτα απλό: πόσο χαίρεται η γηραιά κυρία που πλέκει κοπανέλι και καμαρώνει, η ίδια αλλά και γενιές μετά από αυτήν την δημιουργία των χεριών της, σκέψου τον γλύπτη και τον ζωγράφο, τον κηπουρό, αλλά και τον επιστήμονα που στέφεται με επιτυχία ένα δύσκολο πείραμά του. Αυτό είναι ο άνθρωπος, η ομορφιά του, το αποτύπωμά του στο χρόνο. Πόσες φορές έχεις σταθεί μπροστά σ’ ένα πέτρινο σπίτι και καμαρώνεις τα πελέκια του; Και η πιο ταπεινή δουλειά μπορεί να είναι δημιουργία όταν γίνεται με μεράκι και επίγνωση της διαφοράς του ωραίου από το πρόχειρο, το τσαπατσούλικο. Όσο για την Λογοτεχνία, ναι, πιστεύω πως έχει δύναμη να κάνει καλύτερους τους ανθρώπους, – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο κόσμος θα αλλάξει: η εναλλαγή του φωτεινού και σκοτεινού εαυτού μας θα είναι πάντα εδώ.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα