«Το ζυμάρι του μυθιστορήματος το πλάθει ένα ζευγάρι χέρια για αυτό το κάθε βιβλίο έχει άλλη κύμανση, άλλη θερμοκρασία, άλλη γεύση ανάλογα τον πλάστη»
Ο Νικόλας Καλόγηρος (Τρίκαλα, 1989) έχει δημοσιεύσει τη νουβέλα Σλάλομ (Εκδόσεις Πανοπτικόν, 2013). Επ’ αφορμή της κυκλοφορίας του μυθιστορήματός του Κάιρο (Εκδόσεις Κέδρος, 2016) του ζητήσαμε να μας απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις. Ιδού τι μας απάντησε!
Πες μας δυο λόγια για το Κάιρο και για τη διαδικασία γραφής.
Τον Σεπτέμβρη του 2015 πήγα να διδάξω αγγλικά στην Αμπέτειο Σχολή Καΐρου, στο ελληνικό Γυμνάσιο και Λύκειο. Από εκεί είχε αποφοιτήσει ο Στρατής Τσίρκας. Περπάτησα σχεδόν όλη την πόλη και παράλληλα μελέτησα Τσίρκα και Καβάφη. Όσο περνούσε ο καιρός, στην φαντασία μου άρχισε να πλάθεται μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Συνάντησα αρκετούς ανθρώπους που είχαν ζήσει τα γεγονότα της αιγυπτιακής Επανάστασης και είχαν μια ιδιαίτερη σχέση με την πόλη και τους πήρα άτυπες συνεντεύξεις. Ύστερα, όταν γύρισα στην Ελλάδα, ξεκίνησα μια αρχειακή έρευνα που διήρκεσε δυο χρόνια για να αναζητήσω τα τεκμήρια της αναπαράστασης που είχα στο νου μου. Το γράψιμο μου πήρε άλλον ένα.
Ο Μηνάς πηγαίνει στο Κάιρο για να βοηθήσει χωρίς κανείς να του έχει ζητήσει τη βοήθειά του, με βάση τις ιδέες του. Αυτό κατά τη γνώμη μου διαμορφώνει το ταξίδι του ήρωα αλλά ταυτόχρονα θέτει και μια προβληματική γύρω από την έννοια της βοήθειας. Ποιος θέτει τους όρους της βοήθειας; Αν δεν θες πορτοκάλια κι εγώ σου προσφέρω πορτοκάλια, θα πρέπει εσύ να τα δεχτείς; Και αν δεν τα δεχτείς;
Πολλές φορές δεν πρόκειται απλά για βοήθεια. Συχνά υποκρύπτεται κάποια σχέση δύναμης που μεταφράζεται αλλιώς. Η σοφία, για παράδειγμα, του «λεφτά είναι ας τ’ αρπάξουμε» που δεν βλέπει τις σχέσεις αλλά τις πενταροδεκάρες αποδέχεται την πατερναλιστική χειρονομία. Από ωφελιμιστική άποψη είμαστε εντάξει αλλά από ηθική; Το πλέγμα και της έννοιας της αλληλεγγύης είναι με τη σειρά του πολύπλοκο διότι στο βιβλίο ο ήρωας πατά με το ένα πόδι στον οριενταλισμό. Εννοώ πως ένας άνθρωπος με μητέρα αιγύπτια και πατέρα έλληνα που μεγαλώνει στην Ελλάδα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ταυτότητά του χτίζει κάποια στιγμή την πεποίθηση πως ο λαός της Αιγύπτου τον χρειάζεται. Ζει τη φαντασίωση των εθελοντών κομμουνιστών που πίστευαν πως η νίκη της Β’ Ισπανικής Δημοκρατίας είναι θέμα όχι μόνο των Ισπανών αλλά όλης της προοδευτικής ανθρωπότητας. Όμως ζούμε στους καιρούς της προσομοίωσης και αυτό που φαντάζεται ως Διεθνείς Ταξιαρχίες απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα.
Πάντως, μπορεί να είναι ένας χαρακτήρας που ψάχνει συνέχεια τις ρίζες του και τον προσανατολισμό του αλλά δεν παύει η στάση του Μηνά για μένα να μοιάζει πατερναλιστική. Δηλαδή εκών άκων με τον τρόπο του μαζεύει «ψήφους», εξαγοράζει υποστήριξη ή κοινωνικό κύρος στον κύκλο του, συμβολικές ή υλικές σχέσεις, θέλει να δείχνει large. Με μια λέξη: δωροδοκεί.
Ποια είναι η σχέση σου με την Αίγυπτο;
Από παιδί με συνάρπαζε η αιγυπτιακή μυθολογία. Είχα έναν εικονογραφημένο τόμο γεμάτο Ρα, Όσιρι, Ίσιδα, Ώρο και Σεθ. Μαζί με την αρχαία Ελλάδα ήταν οι δυο μυθικοί χώροι των παιδικών μου χρόνων που τροφοδότησαν τη φαντασία μου. Αργότερα παρακολούθησα με ενδιαφέρον την αρθρογραφία και τις αναλύσεις για την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Όταν είδα τη θέση εργασίας στο Κάιρο έστειλα αμέσως. Ζώντας εκεί συνειδητοποίησα πως η ψυχή μου συντονίζεται αρμονικά με το ρυθμό του τόπου και των ανθρώπων του.
Είναι πιστεύεις εφικτό ο συγγραφέας να αφήσει τον εαυτό του έξω από το μυθιστόρημα;
Ακούω συγγραφείς που λένε πως το κάνουν. Μου φαίνεται δύσκολο και μάταιο. Το ζυμάρι του μυθιστορήματος το πλάθει ένα ζευγάρι χέρια για αυτό το κάθε βιβλίο έχει άλλη κύμανση, άλλη θερμοκρασία, άλλη γεύση ανάλογα τον πλάστη. Πέφτει το καρύκευμα του καθενός μέσα, κάποια θραύσματα της ζωής του και των γύρω του.
Διαθέτει κάποιο συμβολισμό για σένα το γεγονός πως το Κάιρο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος όπως και τα βιβλία του Στρατή Τσίρκα αποσπάσματα των οποίων έχεις ενσωματώσει στο μυθιστόρημα;
Είναι αποδεκτό πως οι Ακυβέρνητες Πολιτείες είναι το έργο που στρέφει πολλαπλά το ελληνικό μυθιστόρημα σε καινούριους δρόμους. Το αναδιατάσσει συνολικά κι αμετάκλητα. Έχω την εντύπωση πως αυτό ξεκινά ήδη με τη νουβέλα Νουρεντίν Μπόμπα όπου ο Τσίρκας διαπραγματεύεται τις κλίμακες της ετερότητας. Δυστυχώς, δεν προλάβαμε να δούμε ολοκληρωμένη την επόμενη τριλογία που σχεδίαζε, τα Δίσεκτα Χρόνια, το πρώτο μέρος της οποίας ήταν η Χαμένη Άνοιξη, ένα μυθιστόρημα που θαρρώ ότι παραγνωρίστηκε από την κριτική πρόσληψη.
Αυτό που έγραψα φιλοδοξεί να συνιστά ένα διακειμενικό νεύμα προς της Χαμένη Άνοιξη, δομικά στο αφηγηματικό πεδίο αρχικά και ύστερα σε επίπεδο πλοκής και χαρακτήρων με μια ανεστραμμένη αντιστοιχία. Ο Άρης Μαραγκόπουλος στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα Μανία με την Άνοιξη (εκδόσεις Τόπος, 2009) ακολουθεί την ίδια ηρωίδα, την Φλώρα, τριάντα χρόνια μετά σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Ευελπιστώ ο ιδιότυπος διάλογος να συνεχίζεται και στο Κάιρο κάμποσα χρόνια αργότερα έστω και λοξά.
Ο Κέδρος είναι ούτως ή άλλως συνδεμένος με κάποιες από τις πιο λαμπρές σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας και αυτό από μόνο του συνεπάγεται αίσθημα ευθύνης. Το να διακρίνεις τον έντονο συμβολισμό του πράγματος σε σχέση με τον Τσίρκα δε θα απαιτούσε κάποιον απαραίτητα φτασμένο μυστικιστή.
Οσο γράφεις, ζητάς τη γνώμη κάποιου ή κάποιων; Εχεις βρει τον ιδανικό σου αναγνώστη;
Ζητώ τις γνώμες αρκετών ανθρώπων ανάλογα τι γράφω κάθε φορά. Υπάρχει ένας κύκλος ανθρώπων που εμπιστεύομαι.
Τον εκάστοτε επιμελητή τον θεωρείς εν δυνάμει φίλο ή εχθρό;
Νιώθω σεβασμό για τους ανθρώπους που αφιερώνουν τόσες εργατοώρες πάνω στο χειρόγραφό σου κι έχω μια αίσθηση εγγύτητας μαζί τους. Είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κάνουν και απαιτεί προσήλωση. Θέλω με την ευκαιρία να ευχαριστήσω την Αλέκα Πλακονούρη για την πολύτιμη βοήθεια και για την υπομονή που επέδειξε μαζί μου.
Πώς είναι αλήθεια να γράφει κανείς στον ελάχιστο χρόνο που μια “κανονική” δουλειά του αφήνει; Επηρεάζει το γράψιμο την κοινωνική σου ζωή;
Αυτό που λέει ο Μάριος Χάκκας, «δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους» είναι ανεπανάληπτο. Ο χρόνος δε φτάνει ποτέ ούτε η ζωή μας η ίδια. Θες και να ζήσεις θες και να γράψεις. Σκηνοθετείς το καθημερινό σου αλαλούμ, στριμώχνεις και στριμώχνεσαι. Όχι μόνο όσοι γράφουν, ζωγραφίζουν, συνθέτουν ή κάνουν σινεμά αλλά όλοι μας.
Είμαι, βέβαια, τυχερός. Διδάσκω σε παιδιά και συμπυκνώνω χρόνο και ζωή μέσα σε αναπάντεχα βλέμματα, παλαβές ατάκες, παράλογες δηλώσεις, εκφραστικές γκριμάτσες κι αυθόρμητες αντιδράσεις. Το πιτσιρίκια, συχνά, έχουν εντελώς διαφορετικό φίλτρο της πραγματικότητας μέσω του παιδικού ματιού. Άσε που μαζί με αυτά μπαίνεις κι εσύ στην καλοκαιρινή ελευθερία του τζίτζικα.
Για το άλλο που με ρωτάς, νομίζω το γράψιμο βοηθιέται πολύ από την κοινωνία, τον τρόπο και τη γλώσσα της, τις ιστορίες, τις αφηγήσεις, τα λόγια των άλλων. Το να είμαι σε θέση να ακούσω όλες τις κουβέντες που γίνονται στις ταβέρνες, στα μπαρ, στις πλατείες, στα καφέ, στα κομμωτήρια, στις βεράντες και τις κρεβατοκάμαρες των σπιτιών με τις ορίτζιναλ εκφορές τους, τον τονισμό των λέξεων, με τις παύσεις και τα κρεσέντο τους σίγουρα θα πλάταινε το συγγραφικό μου ορίζοντα και θα με έκανε ευτυχισμένο. Θα ενεργοποιούσε τη λογοτεχνική μου διαθεσιμότητα. Ο δρόμος με βοηθάει κρίσιμα στη δημιουργία της ατμόσφαιρας και του σκαψίματος του γλωσσικού ορυχείου. Το ταξίδι επίσης. Οι κουβέντες με φίλους αλλά κι αγνώστους. Η εικονοποιία της μάνας φύσης, των ζώων και των τοπίων. Όταν το υλικό κάτσει μέσα και καταλαγιάσει το σπαρτάρισμα, αρχίζει η antisocial πίστα.
Κάτι καλό που διάβασες τώρα τελευταία;
Τελειώνω σε λίγο την Casa Μπιάφρα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και από τις μέρες της καραντίνας μου άρεσε πολύ που ξαναδιάβασα το “The Autobiography of My Mother” της Jamaica Kincaid.
Σε τριγυρνά κάποια καινούρια ιδέα;
Μου ‘ρχονται μουσαφίρισσες αρκετές. Έχω μια που επιμένει και τσιγκλάει. Οψόμεθα εις Φιλίππους.