Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.
(Το “Πούσι” του ποιητή)
“Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων”…
Ν.Κ.
Ο Καββαδίας άρχισε να γράφει από το Δημοτικό Σχολείο.
Εγραφε στη “Διάπλαση των Παίδων” με το ψευδώνυμο “Ο μικρός ποιητής”. Τον Ιούνιο του 1933 εξέδωσε την ποιητική συλλογή “Μαραμπού”. Το 1947 εκδίδει την ποιητική συλλογή “Πούσι” και το 1975 το “Τραβέρσο”. Το 1954 εξέδωσε το πεζογράφημα “Βάρδια”. Στα καθαρά πολιτικά ποιήματα περιλαμβάνονται τα “Federico Garcia Lorka”, “Guevara” Αθήνα 1943, “Aντίσταση”.
…Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας, στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, από γονείς Ελληνες (Κεφαλονίτες).
Το 1914, στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χαρίλαος Καββαδίας (πατέρας του ποιητή) έφερε την οικογένεια, διασχίζοντας τα Ουράλια με τον Υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο, στην Ελλάδα (Κεφαλονιά). Το 1921 εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά.
Μόλις 11 χρονών παίρνει το βάπτισμα της θάλασσας, ακολουθώντας τον πατέρα του στο καράβι “ΠΟΛΙΚΟΣ”.
Τον Οκτώβρη του 1929 μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό “ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ”. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει να πολεμά στο μέτωπο της Αλβανίας ως στρατιώτης στον Στρατό ξηράς:
“Ολους τους ναυτικούς μας είχανε ρίξει στα μουλάρια. Εκαμα όλη την Αλβανία με τα ποδάρια, ίσαμε τη Χειμάρρα. Και στο γυρισμό τα ίδια”. Λέει ο ίδιος· τον Οκτώβριο του 1945 μπαρκάρισε ξανά ως ασυρματιστής.
Ονομάζει τον ασύρματο “Θεία Γκρέτα” από την Γκρέτα Γκάρμπο.
Φόραγε πάντα τα ίδια ρούχα:
Ενα μαύρο πουλόβερ, παλιό και φθαρμένο παντελόνι και ένα σκούφο στο κεφάλι.
…Η αλληλεγγύη του για τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η ευαισθησία του για τους αδικημένους και τους απόκληρους της γης, η συμπάθειά του για τους ναυαγούς της θάλασσας και της ζωής είναι από τα χαρακτηριστικά του Ν. Καββαδία…
Αγαπούσε με πάθος την ελευθερία, που τον είχε οδηγήσει στην απόφαση να μπαρκάρει. Σε συνεντεύξεις του ανέφερε: “Παρ’ όλο που λένε πως τα καράβια είναι σκλαβιά εγώ ένοιωθα εκεί μια ελευθερία, που προσπαθούσα να μεταδώσω στους άλλους…”.
…Αγαπούσε τη ζωγραφική. Την εποχή του Διαφωτισμού. Ντιντερό, Ρουσσώ, Βολταίρος, Μοντεσκιέ, Κοραή, Φεραίο, Γαζή.
Αγαπούσε τον Τσε Γκεβάρα, τον Λόρκα, τον Μπολιβάρ τον Ελευθερωτή, τον Χοσέ Μαρτί, τον λατρεμένο ήρωα της Κούβας.
…“Είναι ο ποιητής που πλάτυνε το Εγώ του και χώρεσε μέσα του το διπλανό του. Δεν είναι καθόλου νάρκισσος όπως όλοι σχεδόν οι άλλοι, μα το εναντίον, σβήνει το εγώ του μπροστά στους άλλους. Ετσι θα μπορύσε να τον πει κανείς «Χριστιανό», ένα χριστιανό δίχως θεούς, που αισθάνθηκε και αυτός κατάβαθα όλη τη γοητεία του κακού και του άσκημου και του ανήθικου”… γράφει, μεταξύ άλλων, ο Ανδρέας Καραντώνης για τον Θαλασσινό των στίχων…
Επίμετρο:
Δέκα του Φλεβάρη, του παγωμένου Φλεβάρη στα 1975, έφυγε ο ποιητής της εν γένει θαλασσινής υπόστασης… Του νερού, του λεκτικού ιδιώματος που την αφορά, των πελάγων, των πόντων, των εμπειριών στα λιμάνια της υφηλίου και των στεναγμών της νοσταλγίας στα Barco και στα arodo του “εγκλωβισμού” της! Ουδείς άλλος τραγούδησε αυτή την υπόσταση και την αλευρισμένη θαλασσινή ψυχή όσο εκείνος… Ουδείς! Δέκα του Φλεβάρη… λοιπόν. Σαν σήμερα.