«Οι εικόνες, λέει ο ζωγράφος, ενέχουν παγκοσµιότητα, οι λέξεις όχι. Εγώ όµως θα έλεγα ότι οι λέξεις ενέχουν αιωνιότητα, άρα αθανασία, σε αντίθεση µε τις εικόνες που απειλούνται από την φθορά».
Ο κινηµατογραφιστής και συγγραφέας Νίκος Λυγγούρης “µοιράζεται” ανάµεσα σε εικόνες και λέξεις. Ανάµεσα στη Γερµανία όπου ζει και την Ελλάδα όπου γεννήθηκε κι αποτελεί µόνιµη πηγή έµπνευσης γι’ αυτόν. Ανάµεσα στην καθαρότητα του βλέµµατος που χαρίζει η απόσταση από τον γενέθλιο τόπο και την αθωότητα που φέρνει µαζί της µια µατιά “από άλλου”.
Οι “διαδροµές” επικοινώνησαν µε τον Νίκο Λυγγούρη µε αφορµή το νέο του βιβλίο “Εφτά ιστορίες της Άνοιξης” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Άγρα” και θα παρουσιαστεί στα Χανιά την ερχόµενη Τετάρτη 2 Απριλίου στο βιβλιοπωλείο “Το Βιβλίο”. Μαζί του µιλήσαµε, µεταξύ άλλων, για τα ερωτήµατα που τον κινητοποιούν συγγραφικά και τις στιγµές της καλλιτεχνικής δικαίωσης, ενώ του ζητήσαµε και µάς σκιαγράφησε ένα κινηµατογραφικό πλάνο που κλείνει µέσα του τα “δικά του” Χανιά…
Ποια ανάγκη γέννησε τις “Εφτά ιστορίες της Άνοιξης”;
Χωρίς να θέλω να ακουστεί µεγαλεπήβολο: η ενασχόληση µε διαχρονικά και οικουµενικά ερωτήµατα όπως είναι το αίνιγµα της ανθρώπινης ύπαρξης, το αίνιγµα της ανθρώπινης µοίρας. Από πού ερχόµαστε, τι είµαστε, πού πάµε. Το αίνιγµα αυτό είναι στο βιβλίο ιδωµένο µέσα από ιστορίες ανθρώπων που γνώρισα και γνωρίζω που όµως µοιάζουν φανταστικές, παράξενες, ανοίκειες ή που ακόµα έχουν τη µορφή παραµυθιών και που όλες τους περιστρέφονται κρυπτικά γύρω από το µυστήριο του ανοιξιάτικου φωτός. Μιλώντας για παραµύθια εννοώ βέβαια παραµύθια για µεγάλους.
Ως ένας άνθρωπος της εικόνας πόσο εύκολο ήταν να βγείτε από τα παπούτσια του κινηµατογραφιστή και να αρκεστείτε στις λέξεις του λογοτέχνη;
Ήταν όχι µόνο εύκολο αλλά και µια συναρπαστική εµπειρία. Μια απελευθέρωση από τους χρονοβόρους και ψυχοφθόρους οικονοµικούς και άλλους καταναγκασµούς που συνεπάγεται η κατασκευή µιας ταινίας από τη στιγµή που γράφεται µέχρι να τελειώσει. Η διαφορά εικόνας και λέξης είναι εξάλλου και αντικείµενο ενός από τα διηγήµατα των “Εφτά ιστοριών της άνοιξης” στο οποίο ένας ζωγράφος συνοµιλεί µε έναν συγγραφέα. Οι εικόνες, λέει ο ζωγράφος, ενέχουν παγκοσµιότητα, οι λέξεις όχι. Εγώ όµως θα έλεγα ότι οι λέξεις ενέχουν αιωνιότητα, άρα αθανασία, σε αντίθεση µε τις εικόνες που απειλούνται από την φθορά.
Οι αναγνωστικές συνήθειες των ανθρώπων µοιάζουν να αλλάζουν τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότεροι νέοι αποφεύγουν να διαβάσουν µεγάλα κείµενα ή βιβλία, ενώ πολλοί προτιµούν να ακούν podcast από το να διαβάσουν ένα κείµενο. Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει στον τρόπο επικοινωνίας µας;
Από τη µια προσυπογράφω αυτό που λέει κάπου µια παλιά φίλη και εξαιρετική µεταφράστρια, ότι την θυµώνει η έλλειψη αληθινής κουλτούρας στην καθηµερινότητα, ότι για παράδειγµα δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο µετρό. Από την άλλη, πάντως, δεν νοµίζω ότι στην Ελλάδα ήµασταν ποτέ και κανένας ιδιαίτερα αναγνωστικός λαός. Λίγοι πάντα διάβαζαν, οι περισσότεροι προτιµούσαν το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Για να µην κατηγορούµε πάντως τις καηµένες τις νέες τεχνολογίες, ας πούµε ότι έχουν κι αυτές τα πλεονεκτήµατά τους, το podcast π.χ. είναι µια ωραία µορφή επικοινωνίας. Βέβαια αύριο θα έχουν παλιώσει κι αυτές. Το µέλλον κανείς δεν το ξέρει. Πάντως, η ανάγνωση αυτή καθεαυτή σαν φαινόµενο και λειτουργία δεν ξεπαστρεύεται τόσο εύκολα όσο νοµίζουµε. Υπάρχουν αναστάσεις. Το βινύλιο π.χ. επιστρέφει πάλι εκεί που όλοι το είχαν για νεκρό. Όλα αλλάζουν κι όλα παραµένουν τα ίδια.
Είχατε πει κάποτε ότι η Ελλάδα αποτελεί πηγή έµπνευσης για εσάς. Ως µόνιµος κάτοικος του εξωτερικού, αν δεν κάνω λάθος ζείτε στο Βερολίνο, η απόσταση πώς έχει επιδράσει στη σχέση σας µε το γενέθλιο τόπο;
Η απόσταση από τον γενέθλιο τόπο γεννάει από τη µια µια καθαρή και από την άλλη µια αθώα µατιά. Καθαρή, γιατί ζώντας έξω από τα πράγµατα υιοθετείς αναγκαστικά µια προοπτική χωρίς πάθη, δεν είσαι πλέον έρµαιο των δεινών της υποκειµενικότητας, η µατιά σου καθορίζεται περισσότερο από χιούµορ αλλά και µελαγχολία. Αθώα, γιατί όταν πατάς το πόδι σου στη χώρα βλέπεις πράγµατα που οι άλλοι δεν βλέπουν, εκπλήσσεσαι λίγο όπως ένα παιδί που ανακαλύπτει τον κόσµο και σε πιάνουν διαφόρων ειδών ενθουσιασµοί (ή βέβαια και αποτροπιασµοί). Η διπλή αυτή µατιά είναι πηγή έµπνευσης. Για την Κρήτη που είναι µετά την Αθήνα και το Βερολίνο η τρίτη µου πατρίδα έχω κάνει τρεις ταινίες. Στο δε προηγούµενο βιβλίο µου που έχει τίτλο “Έντεκα καλοκαιρινές ιστορίες”, τέσσερις από τις ιστορίες διαδραµατίζονται στα Χανιά.
– Είχατε πει κάποτε σε µια συνέντευξή σας ότι «ο χρόνος αποφασίζει για το τι είναι ωραίο κι αληθινό, κι όχι τα φεστιβάλ και τα βραβεία». Για εσάς τι σηµαίνει επιβράβευση; Ποια στιγµή αισθάνεστε δικαιωµένος καλλιτεχνικά;
Η στιγµή που κάποιος αναγνώστης σου λέει τρία λόγια που ανταποκρίνονται στις προθέσεις σου, η στιγµή που σου λέει κάτι που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι έχει νόηµα που έγραψες το βιβλίο. Αυτές τις στιγµές ζεις το βίωµα της συντέλεσης µιας ουσιαστικής επικοινωνίας. Κι επειδή οι ιστορίες που γράφω δεν ανήκουν στην λογοτεχνία της “θεµατίλας”, δηλαδή αυτής που ασχολείται µε θέµατα της µόδας, κοινωνικοπολιτικά, πολιτιστικά, ιδεολογικά ή ό,τι άλλο, αυτής που δίνει λύσεις και οδηγίες πώς να ζήσουµε και τι να πιστέψουµε, χαίροµαι όταν ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο να το κάνει όντας διαποτισµένος από αισθήµατα διανοητικής, αισθητικής και συγκινησιακής ευτυχίας. Αισθήµατα παρηγοριάς και ανάτασης και ταξιδιού που µας κάνουν να ξεχνάµε για ένα δευτερόλεπτο τον µάταιο τούτο κόσµο.
Αν θέλατε να κλείσετε τα “δικά σας” Χανιά σε ένα κινηµατογραφικό πλάνο. Τι θα έδειχνε αυτό;
Θα έδειχνε το πρόσωπο της εβδοµηντάχρονης υφάντρας Μαρίας Κουτάντου από την ταινία µου “Οι εραστές της Αξού”, που από µόνο του είναι ένα ολόκληρο τοπίο οµορφιάς και ευγένειας, να κοιτάζει µε νοσταλγία νοτισµένη από ανθρώπινη σοφία ένα αγαπηµένο χανιώτικο τοπίο, τη θέα από το παρκάκι της βίλας Κούνδουρου προς τη θάλασσα, τα Ταµπακαριά και στο βάθος το βουνό του Σταυρού. Πρόκειται για µια αρχετυπική εικόνα που βρίσκεται και στο κέντρο µιας από τις ιστορίες του προηγούµενου βιβλίου µου που έχει τον τίτλο “Μια ιστορία σε γαλάζιο”. Η εικόνα αυτή κάνει την καρδιά να χοροπηδάει από ευτυχία και έχει στο διήγηµα ως εξής: «∆εξιά βρίσκεται µια ασπροκίτρινη πλαγιά από ασβεστόλιθο, µε αλµυρίκια, χλόη κι αγριολούλουδα που κατεβαίνει κοφτά στην βοτσαλωτή παραλία. Κάτω, στη µέση των νερών, ένας κίτρινος βράχος. Βραχάκια πολλά, δυο τρεις κολυµβητές. Στο ορίζοντα λευκά ιστιοφόρα. Στην άκρη της παραλίας ένα παλιό ερειπωµένο κέντρο. Πάνω απ’ αυτό σπίτια, πεζούλια, δροµάκια, αθάνατοι, µαραµένες µαργαρίτες. Πιο πίσω µια δεύτερη παραλία µε κοτρώνες. Στην άκρη της, ένα µικρό αλιευτικό καταφύγιο, κάποια ερηµωµένα βυρσοδεψεία σαν γκρίζοι κύβοι πάνω στη θάλασσα. Ακόµα πιο πίσω: µια τρίτη παραλία σε χρώµα ρόδινο, ένα βουνό που το ροκάνισαν για οικοδοµικά υλικά και τώρα τα σωθικά του πέφτουν κατακόρυφα στα νερά. Στο βάθος ένα µωβ βουνό. Όλα σαν ζωγραφισµένα µε µαστοριά, µε λεπτοµέρειες, µέσα σε φως λαµπρό και κορεσµένο µέχρι τρέλας».
Βιβλιοπαρουσίαση
Το βιβλίο του Νίκου Λυγγούρη “Εφτά Ιστορίες της Άνοιξης” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 2 Απριλίου 2025 στις 19:30 στο βιβλιοπωλείο “Το Βιβλίο” (πλατεία Θ. Κολοκοτρώνη 29, Χανιά).
Για το βιβλίο θα µιλήσουν η φιλόλογος Άννα Λαµπαρδάκη και ο συγγραφέας του βιβλίου.