Σε παλιότερες εποχές το παραμύθι ήταν αχώριστα δεμένο με το Χειμώνα. Σ’ εμάς τους μεγαλύτερους μένει νοσταλγική η εικόνα της γιαγιάς με τα εγγονάκια γύρω της να τους μιλεί για κόσμους μαγικούς, ενώ στο τζάκι τριζοβολούσαν τα κούτσουρα…
Από τότε μέχρι σήμερα άλλαξαν πολλά. Και η εικόνα της γιαγιάς που διηγείται παραμύθια, σβήνει και χάνεται κάθε μέρα, για να μην πω ότι έσβησε οριστικά..
Μα τα παραμύθια δεν χάθηκαν. Η μοναδική τους ομορφιά πέρασε στα βιβλία και σίγουρα θα αξιοποιηθεί και από τους μεγάλους και από τα ίδια τα παιδιά, τα σημερινά και τα αυριανά και θα τα ζεστάνει, όχι από το τζάκι του σπιτιού, αφού το χαλάσαμε, αλλά από το τζάκι της καρδιάς, με τις διηγήσεις για τις καλόκαρδες νεράιδες, τις ξωτικές, τα παγανά, τα λογής-λογής καλόγνωμα πνεύματα, ακόμη και τις μάγισσες και τους δράκους που πιστεύω πως είναι πιο αγαπητεροί, πιο ανθρώπινοι, από τους σκληρούς μάγους και τους μηχανικούς δράκους που πάνε να τους επιβάλλουν μέσω της τηλεόρασης, των tablets και των άλλων μηχανικών μέσων.
Αφορμή να γράψω τα παραπάνω μου έδωσε το ενδιαφέρον βιβλίο του χαρισματικού, του πολυτάλαντου συμπολίτη μας Νίκου Μπλαζάκη με τον ωραίο τίτλο «Υφαίνοντας παραμύθια στον αργαλειό του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης».
Αν η καταγραφή των συγκεκριμένων πνευματικών δημιουργημάτων του λαού μας θεωρείται σημαντικό έργο, καθώς αποτελεί τον κύριο τρόπο διάσωσης τους, εξ’ ίσου σημαντικό θεωρώ και το έργο της συγγραφής νέων παραμυθιών που να στηρίζονται στα παλαιά επειδή μου φαίνεται ότι επειδή αυτή η συγγραφή αντλεί χυμούς από τις παμπάλαιες ρίζες αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, μια καλή ανανέωση του είδους και με την εισαγωγή και άλλων στοιχείων διαιωνίζει το αιώνιο παραμύθι.
Αυτό ακριβώς έκαμε κι ο Μπλαζάκης: Αφουγκράστηκε τους παλιούς καιρούς, έστρε-ψε πάνω τους τούς προβολείς της φαντασίας του κι είδε όλα αυτά που στάθηκαν για αιώνες κομμάτια της ζωής των παππούδων και των γιαγιάδων μας και μαγεύτηκε. Κι άρχισε να «υφαίνει και να ξομπλιάζει». Δηλαδή, εμπνεύστηκε από την κύρια ιδέα γνωστών λαϊκών παραμυθιών και δημιούργησε δέκα δικά του ωραία παραμύθια. Τα διηγήθηκε, σε μικρούς και μεγάλους, είδε ότι άρεσαν και για να μην παραδοθούν στη λήθη, μας τα προσφέρει σε μια πολύ καλοτυπωμένη έκδοση 66 σελίδων. Στο τέλος κάθε παραμυθιού αναφέρει πως και από πού το εμπνεύστηκε κι έτσι μας γνωστοποιεί τη ρίζα από την οποία ξεφύτρωσε το δικό του δεντράκι.
Συμπαραστάτης του στάθηκε το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, και ιδιαίτερα ο προϊστά- μενός του Κωνσταντίνος Φουρναράκης, ο οποίος και μ’ αυτή του την ενέργεια, της έκδοσης δηλαδή των παραμυθιών του Νίκου Μπλαζάκη, απόδειξε την ευαισθησία του σε προσπάθειες που ενώ στηρίζονται στην παραδοσιακή μας ζωή, φέρνουν το νέο κι έτσι προάγουν τον πολιτισμό μας.
Ο λόγος του Μπλαζάκη, γλαφυρός, με πολλές λέξεις και εκφράσεις της κρητικής ντοπιολαλιάς, διαβάζεται ευχάριστα, δεν κουράζει και είναι εύκολος στη γρήγορη απομνημόνευση. Κι είναι πολύ σημαντικό αυτό επειδή έχομε ανάγκη ν’ ακουστεί και πάλι ο λόγος που γίνεται διάλογος σε εποχή παραμερισμού του.
Η εικονογράφηση εξ’ άλλου που αναδεικνύει κι αυτό το χάρισμα του δημιουργού, με την εκφραστικότητα, τη λιτότητα και την ομορφιά της συμπληρώνει το λόγο και δίδει την ευκαιρία σ’ αυτόν που θα πάρει το βιβλίο στα χέρια του να ευχαριστηθεί διπλά. Να χαρεί και το κείμενο, αλλά να χαρεί και το «ξόμπλιασμα» με το πενάκι.
Νιώθω ξεχωριστή χαρά μελετώντας τα παραμύθια του Νίκου Μπλαζάκη. Αισθάνομαι ότι γίνομαι κι εγώ σαν ένας παραμυθάς, ότι υφαίνω κι εγώ δικά μου παραμύθια όχι στον αργαλειό βέβαια του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης μα στο δικό μου άυλο αργαλειό που με ξεκουράζει και μου χαρίζει μια ξεχωριστή ζεστασιά.
Συγχαρητήρια τόσο στο συγγραφέα Ν. Μπλαζάκη όσο και στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης για την αξιόλογη προσφορά τους…