Ο γνωστός ψυχίατρος-ψυχαναλυτής µιλάει στα “Χ.ν.” για
το φαινόµενο της βίας των ανηλίκων
«Γνωρίζοντας τον κόσµο του παιδιού και χωρίς να φοβόµαστε να είµαστε γονείς, δάσκαλοι, παιδαγωγοί, µπορούµε να αντιµετωπίσουµε και προληπτικά και αφού εκδηλωθεί τη βία των ανηλίκων, προς όφελος καθενός και όλων µας».
Αυτό επισηµαίνει ο ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας Νίκος Σιδέρης, ο οποίος θα βρεθεί στα Χανιά το Σάββατο 2 Μαρτίου ως κεντρικός οµιλητής στην ηµερίδα µε θέµα “Μορφές βίας µέσα στο σχολείο και λύσεις αγάπης µέσα από το βιβλίο”, που θα πραγµατοποιηθεί στο Πνευµατικό Κέντρο Χανίων.
Ο κ. Σιδέρης, µιλώντας στα “Χ.ν.”, αναφέρθηκε στο φαινόµενο της βίας των ανηλίκων εντός και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος, τις δυνατότητες εποικοδοµητικής παρέµβασης των µεγάλων στα ψυχαγωγικά ερεθίσµατα των παιδιών που περιέχουν βία αλλά και στο αντίδοτο της βίας που θα πρέπει να αξιοποιήσουµε.
• Έρχεστε στα Χανιά όπου θα µιλήσετε για το φαινόµενο της βίας µέσα στο σχολείο. Ποια είναι η εικόνα που έχετε για την έκταση του φαινοµένου και τι µορφές βίας συναντάµε στα σχολεία;
Η βία στο σχολικό περιβάλλον έχει πολλές µορφές: Αποκλεισµός, λεκτική ή σωµατική επίθεση έως κακοποίηση, διαδικτυακή παρενόχληση, κλοπή ή καταστροφή προσωπικών αντικειµένων, βανδαλισµοί… Η βία αυτή εκδηλώνεται όχι µόνο στον φυσικό χώρο του σχολείου, αλλά και σε άλλους χώρους µεταξύ συµµαθητών, συµπεριλαµβανοµένου και του ψηφιακού σύµπαντος των σόσιαλ µίντια.
Η έκταση του φαινοµένου είναι δύσκολο να υπολογιστεί αξιόπιστα, για τους εξής λόγους: Υπάρχει πάντα ένας απροσδιόριστος «µαύρος αριθµός» συµβάντων που δεν αναφέρονται. Η βία «χαµηλής έντασης» (κακά πειράγµατα, σκληρές κουβέντες, σπρωξιές «κατά λάθος εξεπίτηδες» κλπ.) επίσης δύσκολα καταγράφονται. Η αυτο- και ετερο-αναφορά περιστατικών βίας έχει έντονη συναισθηµατική φόρτιση, οπότε άλλοτε υποτιµώνται και άλλοτε υπερτιµώνται περιστατικά. Η εµπιστοσύνη των παιδιών στους γονείς και δασκάλους δεν είναι πάντοτε δεδοµένη, ούτε η βεβαιότητα ότι αν τους µιλήσουν για βία που υπέστησαν θα ακουστούν και θα προστατευθούν επαρκώς, ιδίως από τυχόν αντίποινα («καρφί», ένταση της επιθετικότητας κ.τ.ό.). Και µεθοδολογικοί περιορισµοί των ερευνών.
Με αυτές τις επιφυλάξεις, στην Ελλάδα φαίνεται ότι ένα ποσοστό περίπου 15% των µαθητών-τριών αναφέρει ότι έχει υποστεί εµπειρίες βίας (θύµα), ένα 6% ότι έχει ασκήσει βία (θύτης) και ένα 5% ότι και έχει υποστεί και έχει ασκήσει βία (θύτης-θύµα).
• Πότε η βία όπως εκδηλώνεται στην παιδική ή εφηβική ηλικία θα πρέπει να µας προβληµατίζει και να απαιτείται κινητοποίηση από την οικογένεια, το σχολείο ή και άλλους αρµόδιους φορείς;
Η πρόληψη της βίας εντάσσεται στους αυτονόητους στόχους της ανατροφής ενός παιδιού και καλό είναι να µας απασχολεί από πολύ νωρίς.
Είναι καλό να µας προβληµατίζει και να προκαλεί κινητοποίηση κάθε φορά που εκδηλώνεται. Για να µη χάσει όµως το νόηµά της η παρέµβαση και οι µεγάλοι ανακατεύονται συνέχεια στις διαφορές των παιδιών, καθιστώντας τα ανίκανα να διαχειριστούν τα ίδια τα όποια αρνητικά τους συναισθήµατα και τις όποιες διαφορές και συγκρούσεις ανακύπτουν στις µεταξύ τους σχέσεις, είναι σωστό θα γίνεται διάκριση ανάµεσα σε ολισθήµατα της παιδικής συµπεριφοράς χωρίς βάθος και πρόθεση πρόκλησης κακού στον άλλον (σπρωξιές, πειράγµατα, χοντράδες και κουβέντες όπου δεσπόζει το «µαλάκα», ακόµη και µεταξύ φίλων), και στις περιπτώσεις όπου κάποιο-α παιδί-ά εµπρόθετα ή και συστηµατικά υφίστανται ή ασκούν βία σε άλλα παιδιά, όπως και σε περίπτωση που η σοβαρότητα της βίαιης πράξης επιβάλλει άµεση παρέµβαση για την αποφυγή δυσάρεστων εξελίξεων.
Στην σηµερινή περίοδο, η πλαισίωση και καταπολέµηση της βίας των ανηλίκων έχει καταστεί αντικείµενο υψηλής προτεραιότητας και συνεχούς ενασχόλησης τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική σφαίρα.
• Συχνά καταγγέλλεται η βία που προβάλλεται µέσα από ταινίες, βιντεοπαιχνίδια κ.λπ. Πόσο επηρεάζουν τα ερεθίσµατα που δέχονται τα παιδιά µέσα από αυτές τις µορφές ψυχαγωγίας;
Αυτά τα ερεθίσµατα αποτελούν πλέον ένα αναπόφευκτο περιβάλλον που αργά ή γρήγορα τα παιδιά θα έρθουν σε επαφή µαζί του. Κατά κανόνα, η πρώτη γνωριµία τείνει να εξελίσσεται σε µακροχρόνιο δεσµό, µε το υλικό αυτό να συµµετέχει καθοριστικά στη διαµόρφωση του φαντασιακού σύµπαντος των ανηλίκων και της κοινωνικότητάς τους, καθώς βλέπουν ή παίζουν ή συζητούν, συχνά µε πάθος, για αυτά τα θέµατα.
Η καθοριστική παράµετρος εδώ είναι το αν το παιδί θα αφεθεί µόνο του να προσλάβει και να εντάξει στον ψυχικό του κόσµο αυτά τα ερεθίσµατα ή αν η επεξεργασία αυτών των ερεθισµάτων θα πλαισιωθεί επαρκώς από τον λόγο των µεγάλων. Αν οι µεγάλοι γνωρίζουν τον κόσµο του παιδιού, τότε µπορούν να σχολιάσουν µέσω της στάσης και του λόγου τους αυτή την εµπειρία του παιδιού κατά τρόπο εποικοδοµητικό. Εποικοδοµητικός τρόπος σηµαίνει ότι οι µεγάλοι δεν αρνούνται ή δεν διαγράφουν µε συνοπτικές διαδικασίες αυτές τις εµπειρίες των παιδιών, απορρίπτοντας έτσι ένα κρίσιµο συστατικό του παιδικού κόσµου, αλλά φροντίζουν να µοιραστούν µε τα παιδιά τέτοιες εµπειρίες και να µιλήσουν µαζί τους γι’ αυτές. Οι άξονες του πώς να µιλήσουν είναι τρεις: ∆ιάκριση καλού-κακού, σωστού και λάθους. ∆ιάκριση φαντασίας και πραγµατικότητας, µε έµφαση στο ότι στα γκέιµς ή τις ταινίες η βία, ο πόνος και το αίµα είναι ψεύτικα, ενώ στην πραγµατική ζωή είναι αλλιώς. Και κάτι πολύ σηµαντικό, που οι µεγάλοι µάλλον το αγνοούν: Αυτός ο κόσµος του παιδικού φαντασιακού περιλαµβάνει άφθονο όσο και αναξιοποίητο παιδαγωγικό υλικό ως προς την παρουσία της δύναµης και της βίας στη ζωή, αλλά και ως προς τη θεµιτή και αθέµιτη χρήση της. Αυτό το τελευταίο σηµείο είναι κεντρικό στη δική µου προσέγγιση.
• Σε έναν κόσµο που συναντά κανείς τη βία καθηµερινά γύρω του και σε όλες τις πιθανές κλίµακες, πχ από έναν πόλεµο µέχρι τσακωµούς στην καθηµερινότητα για µια θέση πάρκινγκ, πώς κανείς θα πρέπει να προετοιµάσει το παιδί για να αντιµετωπίσει αυτές τις καταστάσεις;
Αυτή η προετοιµασία γίνεται µέσα από το παράδειγµα και µέσα από τα λόγια των µεγάλων, καθώς και µέσα από τη βιωµένη εµπειρία του παιδιού. Και στα τρία αυτά πεδία, ισχύουν τέσσερις αρχές: ∆εν κάνω ποτέ στον άλλον αυτό που δεν θέλω να κάνουν σε µένα. Να παίζουµε µε κανόνες και να απαιτούµε και οι άλλοι να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού. Να κάνουµε κτήµα του παιδιού τη διάκριση ανάµεσα στην αθέµιτη βία, που την καταπολεµάµε, και την αναπόφευκτη βία των κοινωνικών και προσωπικών συγκρούσεων, την οποία προσπαθούµε να την πλαισιώσουµε µε κανόνες και οδηγίες χρήσης που διασφαλίζουν την αυτοπροστασία µας. Και ακόµη, τα παιδιά να εµπιστεύονται στους γονείς τους και τους δασκάλους τους κάθε περιστατικό βίας που ξεπερνά της ικανότητες αυτορρύθµισης και αναχαίτισής της από τα ίδια τα παιδιά, µε τη βεβαιότητα ότι οι µεγάλοι θα ενεργήσουν ως επαρκείς προστάτες των παιδιών.
• Το αντίδοτο στη βία ποιο είναι και πού υπάρχει;
Υπάρχουν πολλά αντίµετρα και πολλές παρεµβάσεις που γίνονται ή µπορούν να γίνουν, αν και τα µέχρι τώρα αποτελέσµατα µοιάζουν κάπως απογοητευτικά. Το κύριο αντίδοτο είναι να κατανοήσουµε και να αντιµετωπίσουµε αυτό που αποκαλώ «η πυρηνική αντίδραση της βίας». Πρόκειται για µια αλυσιδωτή αντίδραση που απολήγει σε καταστροφική έκρηξη και µακρόχρονη µόλυνση του χώρου, των ψυχών και των σχέσεων. Αυτή συνίσταται στο εξής: Ο ναρκισσισµός, ως ατεχνία και έλλειµµα ανθρώπινης σχέσης και αγάπης, διαµορφώνει το λίκνο όπου φυτρώνει και θεριεύει η αίγλη της δύναµης, η σαγήνη της βίας και η απόλαυση του κακού.
Ωστόσο, υπάρχουν τρόποι για να ανακόψουµε αυτή την πυρηνική καταστροφή. Ορισµένους θα τους εκθέσω στην οµιλία µου, ενώ πολλούς άλλους τους παρουσιάζω σε βιβλία µου όπως τα «Bullying: Και όµως νικιέται!», «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!», «∆εν παίζεις µόνο εσύ. Υπάρχουν κι άλλοι» και «Πώς το παιδί µαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον». Ιδιαίτερη δε έµφαση αποδίδω πάντοτε σε τρόπους ανατροφής και παιδαγωγικής, οι οποίοι αξιοποιούν στοιχεία που ήδη ενυπάρχουν στις ψυχές και τον κόσµο των παιδιών, αντί να στηρίζονται στο «φύτεµα», στην εισαγωγή επείσακτων στοιχείων που πολεµάµε να τους τα βάλουµε στο µυαλό. Τέτοιες απόπειρες συχνά συναντούν τη δυσπιστία και την αντίσταση των παιδιών, οδηγώντας ακόµη και σε φαινόµενα µπούµερανγκ, όπως η καλλιέργεια στα παιδιά της διπρόσωπης συµπεριφοράς, της υποκρισίας ή της αµυντικής οχύρωσής τους απέναντι σε ό,τι θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει επιχειρήσεις αποικισµού του κόσµου τους από τους µεγάλους «που δεν µας καταλαβαίνουν».
Οπωσδήποτε, γνωρίζοντας τον κόσµο του παιδιού και χωρίς να φοβόµαστε να είµαστε γονείς, δάσκαλοι, παιδαγωγοί, µπορούµε να αντιµετωπίσουµε και προληπτικά και αφού εκδηλωθεί τη βία των ανηλίκων, προς όφελος καθενός και όλων µας.