»Εκδόσεις Πολυτεχνείου Κρήτης, Χανιά 2020.
Σε τι μπορεί να χρησιμέψει μια έκδοση πάνω σ’ ένα ζήτημα, που μοιάζει εξειδικευμένο (οι αγροτικοί οικισμοί Κρήτης); Γρήγορα θα ανακαλύψει ο αναγνώστης ότι δεν πρόκειται για τις λυρικο-επικές περιγραφές, που βρίθουν σε δημοφιλείς εκδόσεις και λευκώματα. Ούτε όμως, από την άλλη, πρόκειται για τις «αυστηρά» επιστημονικές έρευνες-καταγραφές τύπων αρχιτεκτονικής, οι οποίες εξίσου αφθονούν χωρίς να καταπιάνονται με κεντρικά ερωτήματα, όπως από πού προέκυψαν αυτές οι μορφές, πού ανιχνεύεται η ιστορική τους συνέχεια, πώς συγκροτούνται τα οικιστικά σύνολα και τι σχέση μπορούν να έχουν αυτά με το γεωγραφικό τους πλαίσιο.
Για να φτάσουμε εκεί, χρειάζεται να δανειστούμε εργαλεία από την αρχαιολογία και την καθαυτό ιστορία, μπολιάζοντας έτσι ένα τέτοιο φαινομενικά χαοτικό κι απροσδιόριστο θέμα με μια θεωρητική πειθαρχία που μόνο εκείνη μπορεί να κατευθύνει σε στόχους με πρακτικό αντίκρισμα. Μέσα από μια τέτοια λογική, ένα βιβλίο σαν αυτό που επιμελήθηκε ο Ν. Σκουτέλης, δεν αρκείται στο να τεκμηριώσει, δοκιμάζοντας διαφορετικές κατευθύνσεις έρευνας, τα κύρια χαρακτηριστικά των Κρητικών οικισμών. Πάει μακρύτερα, σκοπεύοντας να θέσει τις βάσεις για ένα μοντέλο αντιμετώπισης των οικισμών στη σύγχρονη καθημερινότητα.
Αφενός λοιπόν έχει θεωρητική σημασία. Όπως ο επιμελητής γράφει στο δικό του κείμενο, όπου συσχετίζει οικισμούς με τύπους κατοικίας, «αυτή η απόδοση των χωρικών πλαισίων και των μεταξύ τους συνδέσμων, αποτελεί εργαλείο» που «μπορεί να έχει αντίκτυπο στην περαιτέρω εξέλιξη της έρευνας για το δομημένο περιβάλλον στην ύπαιθρο και στους εν δυνάμει σχεδιασμούς».
Αφετέρου, όπως ο ίδιος σημειώνει στο αρχικό του «σημείωμα», «οι υφιστάμενοι οικισμοί αποτελούν ανοιχτά αρχεία με πλούσιο υλικό για πολλαπλές αναγνώσεις» ικανό να βοηθήσει στη «διαχείριση […] και τους […] σχεδιασμούς» της Κρητικής υπαίθρου, σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών, οικονομικών και οικιστικών στο συγκεκριμένο νησί, ή γενικότερα, οπουδήποτε αλλού. Με άλλα λόγια, διαθέτει άμεσα πρακτικό αντίκρισμα.
Η διετής έρευνα που οδήγησε σε αυτό το βιβλίο, με τίτλο Το οικιστικό δίχτυ της Κρήτης. Γη και κοινωνίες, 13ος-20ος αι., ανατέθηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης το 2011-12 στους Ν. Σκουτέλη (υπεύθυνο) και Χ. Γάσπαρη (σύμβουλο). Το 2014 παρουσιάστηκε η έρευνα σε ημερίδα του ΚΑΜ (Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου) στα Χανιά, με συντονίστρια την Ε. Παναγιωτάτου. Το επόμενο βήμα ήταν να επιλεγούν οι τέσσερις συγγραφείς (Χ. Γάσπαρης, Ν. Ανδριώτης, Ν. Σκουτέλης και Δ. Διμέλλη) που θα συνέβαλαν με κείμενά τους στην έκδοση.
Ο Χαράλαμπος Γάσπαρης επικεντρώθηκε στην εξέλιξη των οικισμών της Κρήτης στην περίοδο της Ενετοκρατίας, την πρώτη για την οποία υπάρχει πλούσια πληροφόρηση, διερευνώντας και ερμηνεύοντας το διαθέσιμο αρχειακό υλικό πάνω στο μέγεθος, τον χαρακτήρα, τη διασπορά και τα συστατικά στοιχεία τους που γεφυρώνουν ό,τι προϋπήρχε (στο Βυζάντιο) με ό,τι ακολούθησε (Τουρκοκρατία). Από τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που προσκομίζονται, ας αναφερθούν όσα αφορούν τους συγκροτημένους οχυρούς οικισμούς, την ύπαρξη πύργων αλλά και ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων (αυλές).
Την κάλυψη της εκτεταμένης χρονικά συνέχειας από τον 16ο ως τον 21ο αι. ανέλαβε ο Νίκος Ανδριώτης, ο οποίος, καταγράφοντας τις βαθιές αλλαγές που επέφεραν πόλεμοι και κατακτήσεις, εναλλαγή καθεστώτων και συστημάτων διοίκησης, καταλήγει ότι «η Κρήτη παρουσιάζει μεγάλη οικιστική συνέχεια, μεγαλύτερη από άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου.» Αυτή η εντυπωσιακή «αντοχή στον χρόνο, παρά τους ποικίλους αρνητικούς παράγοντες που το επηρέασαν» είναι το κύριο χαρακτηριστικό του νησιού ενώπιον των σημερινών προκλήσεων που δημιούργησαν η οικονομική ανάπτυξη και ο τουρισμός.
Στη συμβολή του ο Ν. Σκουτέλης εξετάζει παράλληλα οικισμούς και τύπους κατοικίας, ένα ζήτημα που θα προκαλούσε αμηχανία στον τυπικό μελετητή τέτοιων φαινομένων. Για να το πετύχει, προσεγγίζει τους «τύπους οργάνωσης των οικισμών» μέσα από μια τριπλή συσχέτιση με «γεωμορφολογία, […] διοικητικές επικράτειες και […] ιστορικές συγκυρίες». Μια τέτοια ολιστική ματιά του επιτρέπει να μιλήσει για εξέλιξη από τη σπηλιά στο καμαρόσπιτο, «την όσμωση με τη ‘λόγια’ αρχιτεκτονική,» και την επιμονή «των σταθερών σχέσεων οργάνωσης του δομημένου χώρου» ενώ γύρω βράζουν οι «νεοτερισμοί».
Η Δέσποινα Διμέλλη ασχολείται με το σύγχρονο «οικιστικό απόθεμα» της Κρήτης οπότε κινείται σταθερά σε μια κλίμακα που εξετάζει το νησί συνολικά ως πλέγμα οικισμών που επηρεάζεται από σύγχρονες κυρίαρχες δυνάμεις όπως η άνισα κατανεμημένη τουριστική ανάπτυξη και η εγκατάλειψη της υπαίθρου. Σε αυτή την περίπτωση, οι αγροτικοί οικισμοί συνυπολογίζονται με τους μεγάλους οικισμούς που κυριαρχούν στο βόρειο τμήμα του νησιού. Αν και εξ ανάγκης λείπει το ιστορικό βάθος, με την παρεμβολή συνάψεων με το παρελθόν, θα ήταν δυνατό να νοηματοδοτήσει το χωροταξικό μέλλον της Κρήτης, όμως αυτή μάλλον θα είναι η επόμενη φάση της έρευνας.