Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, 2024

Νίνας Ρέιν: “Συναίνεση”

Καθόλου δεν ξάφνιασε το χανιώτικο κοινό η αρτιότητα της παράστασης Συναίνεση που παίζεται αυτό τον καιρό στο θέατρο «Κυδωνία».
Έχοντας ολοκληρώσει με μεγάλη επιτυχία μια θεατρική τριλογία για το πρόβλημα του πολέμου και της βίας, της προσφυγιάς και της αναγκαστικής μετανάστευσης, («Λαμπεντούζα» 2016, «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» 2018, «Άγγελέ μου» 2018) η Εταιρεία Θεάτρου «ΜΝΗΜΗ» επανέρχεται με τούτο το έργο στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα.
Το 2017 στα «Τέσσερα λεπτά και δώδεκα δευτερόλεπτα» και φέτος στη «Συναίνεση»  πυρήνας είναι ένας βιασμός και η μη δικαίωση του θύματος. Στο πρώτο έργο το περίβλημα ήταν η σχέση των γονιών με τα παιδιά τους και η ευθύνη για την αγωγή τους και στο φετινό είναι η σχέση των δύο φύλων εντός ή εκτός γάμου και το νομικό επάγγελμα. Και στα δύο υπόκειται το ζήτημα της συγκάλυψης ή μη της αξιόποινης πράξης. Στο πρώτο ο έφηβος βιαστής καλύπτεται από τον πατέρα του, στο δεύτερο ο άνδρας βιαστής καλύπτεται από τα νομικίστικα τεχνάσματα του συνηγόρου του.

Το έργο και τα πρόσωπα
Η βραβευμένη από το πρώτο έργο της αγγλίδα συγγραφέας Νίνα Ρέιν (γεν. 1975), έγραψε τη «Συναίνεση» το 2017 και είχε μεγάλη επιτυχία. Το ίδιο έτος βγήκε στην επιφάνεια η υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης γυναικών από τον κινηματογραφικό παραγωγό Γουάινσταϊν και φούντωσε το κίνημα «Me too».
Η συγγραφέας ζωντανεύει στη σκηνή με ωμά ρεαλιστικό τρόπο, που, νομίζω, φθάνει ως την υπερβολή, την κοινωνία της εποχής της, στην οποία, κατά τις οδηγίες της, όλα τα πρόσωπα είναι περίπου συνήλικοί της. Διαβάζουμε στο κατατοπιστικό πρόγραμμα με το κείμενο της παράστασης (επιμέλεια Λίλας Τρουλινού) την απόφαση της Ρέιν να «εξετάσει» με τη «Συναίνεση» τους άλλοτε «νέους επαγγελματίες» και «τον κόσμο τους τώρα που έχουν μεγαλώσει και κατέχουν υψηλότερες και πιο υπεύθυνες επαγγελματικές θέσεις», να συνδυάσει «αυτά τα στοιχεία με το νομικό επάγγελμα» και «να πει στον κόσμο ότι αυτά τα πράγματα είναι πολύπλοκα» (σ. 9).
Στο έργο τα πρόσωπα είναι οκτώ: Τέσσερεις δικηγόροι, δύο άνδρες (Τζέικ – ο Αντώνης Παλιεράκης και Έντουαρντ – ο Φώτης Κοτρώτσος) και δύο γυναίκες (Ρέιτσελ, σύζυγος του Τζέικ – η Στελλίνα Ιωαννίδου και Λώρα – η Βούλα Αντωνιάδου). Ένας δημόσιος κατήγορος (Τιμ – ο Παναγιώτης  Νικολιδάκης). Μια επιμελήτρια κειμένων (Κίττυ, σύζυγος του Έντουαρντ – η Ντία Κοσκινά). Μια ηθοποιός (Ζάρα – η Έλπίδα  Ζαμπετάκη). Και μια λαϊκή γυναίκα της εργατικής τάξης θύμα βιασμού (Γκέιλ – η Βούλα Αντωνιάδου, ο διπλός ρόλος της, και ως Λώρας, είναι οδηγία της συγγραφέως).
Η εξέλιξη της υπόθεσης του βιασμού αναμειγνύεται με την εξέλιξη της ζωής όλων των προσώπων του έργου. Τους παρακολουθούμε πότε στο σπίτι του ενός πότε του άλλου να συζητούν για τα μωρά τους, για τη συζυγική ζωή τους, για τα επαγγελματικά τους.
Στην αρχή φαίνονται ευτυχισμένοι, αλλά στη συνέχει αποδεικνύεται πως δεν είναι. Αλλά οι θεατές περιμένουμε από πρόσωπα σπουδασμένα, της «ανώτερης» κοινωνικής τάξης, που έχουν κύρος και  ασκούν εξουσία (στα δικαστήρια π.χ.) να διακρίνονται τουλάχιστον για την ηθική τους, για τις υψηλές ιδέες τους, για τα πνευματικά ενδιαφέροντά τους. Όμως κάθε άλλο. Αυτοί συμβουλεύονται μέντιουμ. «μαστουρώνονται» καπνίζοντας κρυφά χασίς, διαπράττουν μοιχείες και απιστίες, τσακώνονται και βρίζονται, πιάνονται στα χέρια.
Και πιστεύουμε ότι θα μιλάνε προσεγμένα και ευγενικά, με γλώσσα καλλιεργημένη και πλούσια. Όμως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ακούμε δικηγόρους και δικαστικούς, εύγλωττους στην έδρα, αλλά στην ιδιωτική ζωή τους να μιλούν διαφορερικά, με γλώσσα πεζοδρομίου, με λεξιλόγιο περιορισμένο και «διανθισμένο» σε κάθε σχεδόν φράση με χυδαίες λέξεις, σαν αυτό να είναι γι’ αυτούς το εντελώς φυσικό. Και δεν νιώθουν καμιά συστολή.

Η Γκέιλ – το θύμα του βιασμού
Η φυσική παρουσία της βιασμένης Γκέιλ είναι σκηνικά μικρής διάρκειας, (σκηνές 2η, 4η και στο τέλος της 9ης στην  Α΄ μόνο πράξη), αλλά διαρκής στη σκέψη και στα λόγια όλων των υπολοίπων. Γίνεται έτσι το κυρίαρχο πρόσωπο, που στοιχειώνει τις ζωές τους. Γι’ αυτό και η συγγραφέας την εμφανίζει στην αρχή της πρώτης σκηνής και στο τέλος της τελευταίας ως φάντασμα σιωπηλό, με «ψυχρό βλέμμα» αδικοχαμένου ανθρώπου, δημιουργώντας ένα σχήμα κύκλου, που συμβολίζει την ενοχή που θα έπρεπε να νιώθουν τα επί σκηνής πρόσωπα και που μόνο στο τέλος της παράστασης μπορούν να το αντιληφθούν οι θεατές.
Τελικά, παρά την τελική συμφιλίωση των δύο ζευγαριών (Τζέικ – Ρέιτσελ και Έντουαρντ – Κίττυς), το happy end είναι επιφανειακό. Η ενοχή για τη μη δικαίωση της βιασμένης και το απρόσμενο τέλος της θα τους βαραίνει για πάντα, αφού δεν θα έχουν τη δυνατότητα της επανόρθωσης.

Διακωμώδηση και κριτική
Η συγγραφέας έμμεσα στηλιτεύει τα κενά στο νόμο (π.χ. να μην έχει το θύμα του βιασμού συνήγορο), την μεροληπτική στάση του δημόσιου κατήγορου και τη φιλική σχέση μαζί του, τα νομικίστικα κόλπα του δικηγόρου υπεράσπισης, την πεποίθησή του ότι «ποτέ κανένα θύμα δεν είναι εντελώς αθώο» και την ευκολία με την οποία μπορεί να μετατραπεί ο βιασμός σε πράξη με συναίνεση.
Διακωμωδεί μέσω της δικηγόρου Λώρας (Β΄ πράξη, σκηνή 3η) τις αλλαγές που γίνονται στους νόμους, τάχα για εκσυγχρονισμό: «Δεν λέμε πια κηδεμονία» ενός παιδιού, «τώρα λέμε γονική επιμέλεια»!
Αποκαλύπτει δε και τα «ένδον» της ψυχής όλων, διακωμωδώντας τη συμπεριφορά τους. Ασκεί έμμεσα αυστηρή κριτική στην επιμελήτρια κειμένων Κίττυ, που διορθώνει κείμενα «παλαβιάρηδων συγγραφέων» (Α΄ πράξη, σκηνή 7η). Στη Ζάρα που προσπαθεί να γίνει μεγάλη ηθοποιός, αλλά ψάχνει να βρει άντρα για να κάνει παιδί «να την κοιτάξει άμα γεράσει» (Α΄ πράξη, σκηνή 3η). Στον Τιμ που θεωρεί την απόφασή του να γίνει δημόσιος κατήγορος «ηλίθια ιδέα» (Α΄ πράξη, σκηνή 3η). Στους Τζέικ, Ρέιτσελ και Έντουαρντ που ως δικηγόροι αναλαμβάνουν να υπερασπισθούν βιαστές και δολοφόνους «για τα λεφτά» (Α΄πράξη, σκηνή 6η), που ταυτίζονται μαζί τους, λέγοντας ‘εγώ’ και ‘εμείς’, όταν μιλάνε γι’  αυτούς» (Α΄ πράξη, σκηνή 9η), που διαστρεβλώνουν την αλήθεια και «ψεύδονται μπροστά σε όλον τον κόσμο», που οδηγούν εσκεμμένα τον αντίδικο με τις κατάλληλες «κλειστές ερωτήσεις» σε απαντήσεις-παγίδες, που χλευάζουν πίσω από την πλάτη τούς πελάτες τους και μιλούν με κυνισμό για τις υποθέσεις τους, που επηρεάζονται από τις προσωπικές φιλικές σχέσεις τους για τον χειρισμό των υποθέσεων, αδιαφορώντας για την απονομή του δίκιου.

Η παράσταση
Πρόκειται για μια επαγγελματική παράσταση που τιμά την πόλη μας με την ποιότητά της. Το έργο παίζεται στη ρέουσα η μετάφραση του Δημήτρη Κιούση, μόνιμου σχεδόν μεταφραστή του θεάτρου Κυδωνία, και σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη με βοηθό τη Λουτσίνα Κούκος.
Η υποκριτική τέχνη όλων των ηθοποιών, με την πειστικότητα και την ευσυνειδησία που υποδύθηκαν τους ρόλους τους, πρέπει να δικαίωσε τις προσδοκίες του σκηνοθέτη. Τα μουσικά σχόλια-ήχοι του Δημήτρη Ιατρόπουλου και οι φωτισμοί της Γαλάτειας Σαραντάκου συνέβαλλαν ουσιαστικά στη δημουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας.
Ο θεατής βγαίνει από την παράσταση με την πικρή γεύση της απογοήτευσης για το συχνά χυδαίο ήθος των προσώπων. «Αυτή είναι λοιπόν η υψηλή κοινωνία;» διερωτάται. Και επειδή δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια αλήθεια, σκέφτεται ότι πρόκειται για σκόπιμη υπερβολή της συγγραφέως, που τη φτάνει στα άκρα προκειμένου να σοκάρει τον θεατή, μήπως διά του προς αποφυγήν παραδείγματος κατορθώσει να τους οδηγήσει στην αρχαιοελληνική «κάθαρση».
Με αυτή την οπτική, μπορούμε να δούμε την παράσταση ως «διδασκαλία», με την αρχαία σημασία, αφού ένα έργο δεν «πρέπει να παίζει το ρόλο πολιτικού συνθήματος», όπως δηλώνει η Νίνα Ρέιν (σ. 9 του προγράμματος), αλλά να προβληματίζει και να «διδάσκει».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα