Εκεί που είχανε μαζώξει οι ομορφοκοπελιές με τις σκουρόχρωμες σκανταλιάρικες φουστίτσες πιάτα, ποτήρια, δισκάκια και τα λιγοστά μπουκαλάκια μπρούζικο κρασί που είχαμε καταναλώσει κάτι μερακλήδες, στο έτσι, για χώνεψη, κι εκεί που είχαμε χαλαρώσει με την αναγγελία πως ο καιρός είναι καλός στη Βαρκελώνη κι ετοιμαζόμασταν για την κατάχτηση της Ιβηρικής χερσονήσου και την πρώτη γνωριμιά μας με Καταλάνους και Βάσκους, με το εθνικό άσμα «Να η ζωή που δεν τη νιώθει…» να κρέμεται στα χείλη μας, κράαακ, ένας τρομαχτικός κρότος κι ένα εφιαλτικό τράνταγμα μας έδωσε την αίσθηση της Δευτέρας Παρουσίας και την αινιγματική ερώτηση, αν, και πού, θα βρεθεί το κοκαλάκι μας.
Κρεμάστηκε η συμβία μου Φωτεινή στο λαιμό μου, την αγκάλιασα να νιώσει πως υπεράνθρωπες δυνάμεις διέθετα, άκουσα το μουρμουρητό της, κάτι ανάμεσα προσευχή, τροπάρι ή απολυτίκιο Αγίου, είδα τα πανικόβλητα μάτια της να ανταμώνουν τη δικιά μου απόλυτη αναισθησία, “ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει”, ξέκρινα ολόγυρα κιτρινισμένους, σφιγμένους τους ταξιδιώτες, είδα με φρίκη απ’ το μικρό ελλειψοειδές με τριπλά τζάμια παραθυράκι μοχθηρά, κατράμι μαύρα, σωρός καμωμένα τα σύννεφα, διαισθάνθηκα την προσπάθεια του πιλότου να τα τρυπήσει καθώς έχανε ύψος στα πλαίσια της προδιαγεγραμμένης καθόδου του αεροπλάνου κι απάντεχα τη νίκη ή την καταδίκη, μπαίνοντας στο τελικό στάδιο της προσγείωσης.
Καινούργιο τράνταγμα όμως και σιδερικά καταχτυπούσαν κι ένας τρελός χορός που θύμιζε μεθυσμένους ή ταυρομάχους, μας έκοψε την ανάσα. Κι έβλεπα μια να κοντεύει μια να απομακραίνει απ’ τα μουντά σύννεφα το σιδερένιο μας πουλί που μετέφερε γύρω στους τριακόσιους νοματαίους απ’ την Αθήνα στη Βαρκελώνη. Ο πιλότος, όμως, έμπειρος ή πρωτάρης δεν ξέρω, τα κατάφερε, τρύπωσε στην πυκνή μάζα των υδρατμών, βρέθηκε από την κάτω μεριά με καθαρό τον ουρανό και τον ήλιο κρυμμένο, ανύπαρκτο, και το χαμόγελο, συγκρατημένο, ξανάρχονταν στα χείλη μας.
Καινούργιο όμως τράνταγμα, σωτήριο τούτη τη φορά, οι τροχοί καλά πατήσανε στη γης, μαύρες λουρίδες αφήκανε στην άσφαλτο τα σκληρά λάστιχα, σιγανή η τροχοδρόμηση στην πίστα, τα νεύρα λασκάρανε και με διάθεση σε πλάνο σιγουριάς κι ευδιαθεσίας, θαρρέψαμε πως Δον Κιχώτηδες και Σάντζοι, με ασπίδες τα μπουγαλάκια, ήμασταν οι νικητές ιππότες του Θερβάντες και καταχτούσαμε τη μισή Καταλονία.
Κι άρχισε η έφοδος να βρεθούμε πρώτοι στο χώρο συγκέντρωσης που θα μας περίμενε ο ξεναγός, στο σύγχρονο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, να ξεκινήσουμε την περιπέτεια στην άγνωστη χώρα με την μακραίωνη κι ενδιαφέρουσα ιστορία.
Όλα καλά πηγαίνανε μέχρι τη στιγμή που εξ αιτίας του άγχους, της αγωνίας και της λαχτάρας να δούμε Θεοτοκόπουλο, Πικάσο, Νταλί και μουσεία σε συσχετισμό με τα πολιτικής, αρχιτεκτονικής και θρησκείας επιτεύγματα, υπήρξε ανάγκη σωματική απ’ αριστερά.
– Πάω και δεν θα αργήσω, είπε η κυρά Ερασμία και χώθηκε στις τουαλέτες.
Τρεχάτη βγήκε, και, «κατοστάρηδες», βρεθήκαμε έξω από τον φυλασσόμενο χώρο των ταξιδιωτών, με το Γιάννη, τον αρχηγό-ξεναγό της εκδρομής, να μας καλωσορίζει. Η πρώτη του κουβέντα ήταν:
– Να προσέχετε πολύ γιατί το χόμπι τους εδώ είναι η κλεψιά. Τις τσάντες σας….
Πριν τελειώσει, κραυγή υστερική από την Ερασμία ακούστηκε.
– Η τσάντα μου! Την ξέχασα στην τουαλέτα. Πάω να τη βρω…
Όλοι μαρμαρώσαμε κι ο Γιάννης, απόλυτος.
– Δεν περνάς ούτε με σφαίρες. Μα κι αν περάσεις, η τσάντα σου κυρία μου έχει κάνει φτερά.
Αυτή όμως με άρπαξε, σαν πολυμαθή που με θεωρούσε απ’ το χέρι, ριχτήκαμε στα μετόπισθεν, χωρίς ίχνος Ισπανικά που αποκλειστικά μιλάνε εδώ, και σε τέλεια εσπεράντο και μιμητική τέχνη, συνοδεία αστυνομικού οργάνου πήγαμε στις τουαλέτες. Όρμηξε η δικιά σου, μα βγήκε πιο κίτρινη απ’ ό,τι είχε μπει.
– Δεν είναι…
– Πάμε στα απολεσθέντα…, μίλησα ο εξυπνάκιας.
Γέλασε το Ισπανικό όργανο, μας οδήγησε εκεί, άδικα. Δέχτηκα αμαχητί ότι η τσάντα πάπαλα, αλλά το άμεσο θύμα σε απεγνωσμένη προσπάθεια ξαναπήγε στη διπλανή τουαλέτα. Τζίφος.
Πήραμε περίλυποι την άγουσα εκτός, όταν έμπηξε φωνή χαράς κι όρμηξε στον διπλανό αστυνομικό που τον πλησίαζε μια Γιαπωνέζα, να παραδώσει την τσάντα που είχε βρει!
Κι εκεί, έγινε… ο χαμός!
Χαρές, ευχαριστίες, αγκαλιές, φιλιά, απανωτά φιλιά κι απ’ τους δυο μας και πρόσκληση να τη φιλοξενήσουμε Ελλάδα κι άλλα τέτοια.
Κι είδα ρε παιδιά τη χαρά και τη γλυκιά γεύση της προσφοράς ζωγραφισμένη στο πρόσωπο αυτής της Γιαπωνεζούλας.
*gkamvysellis@yahoo.gr