Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Νηρηίδων, Ναϊάδων και Αµαδρυάδων οδυρµός…

…Κίνησε η Νηρηίδα η Αµφιτρίτη για το Παλάτι του συζύγου Ποσειδώνα, θεού της θάλασσας και του υγρού στοιχείου όπου Γης. Από κοντά η Θέτις, η µάνα του ηµίθεου εκείνου Αχιλλέα, να συντροφεύει τη στενή της φίλη εις την ακρόαση του `Αρχοντα. Είχαν πολλά ν’ αφηγηθούν, να παραπονεθούν και να απαιτήσουν την παρέµβαση του Αφέντη του νερού. Εκείνα που αντίκριζαν τα µάτια τους τα τελευταία χρόνια στην απεραντοσύνη των θαλασσών, τις είχαν εξοργίσει…

 

..Κολυµπώντας γοργά σιωπηλές και δακρυσµένες, δεν άργησαν να φτάσουν στο Παλάτι. Τις δέχτηκε ο Ποσειδώνας εις τη µεγάλη Αίθουσα του θρόνου όπου καθόταν µε µάτια-βρύσες από δάκρυα που κύλαγαν και έσµιγαν µε την αλµύρα του θαλασσινού νερού όπου τους τύλιγε. Κι εκείνες, υποκλίθηκαν µε ταπεινότητα και κίνησε η Αµφιτρίτη να µιλήσει. Την έκοψε µε µια του κίνηση ο θεός:
«Ξέρω τι θα µου πεις Αρχόντισσα…Πέρα που διάβασα τη σκέψη και των δυο σας, οδύροµαι κι εγώ για την κατάντια του υγρού στοιχείου που διαφεντεύω αιώνες και χιλιετίες ατελείωτες…Και για την κατάντια τούτη, ένας και µοναχά είναι ο αίτιος: Ο άνθρωπος! Γιόµισε το υγρό Βασίλειό µου µε δηλητήρια και απορρίµµατα που φαρµακώνουν τους άκακους κατοίκους του υγρού στοιχειού, ψάρια, και βλάστηση θαλασσινή, µ’ ακόµη και τις φάλαινες και τα δελφίνια που τόσο αγαπούν τον άνθρωπο ετούτο, τον αλλόγνωµο! Και τι να κάνω να σταµατήσω το κακό; Τίποτα Αρχόντισσές µου! Πεθάναν Λαιστρυγόνες µα και Κύκλωπες, η Σκύλλα και η Χάρυβδη νεκρώσαν, και’ γώ, όσο να τα ταράζω τα νερά µε τούτη την αιώνια µου τρίαινα, δεν το µπορώ να τον νικήσω, σαν έχει µέσα “δολερά” και τις προβλέπει τούτες τις θαλασσένιες ταραχές. Ας έχουν αποθάνει εκείνοι οι µάντεις, ο Κάλχας και ο Τειρεσίας…∆εν τους χρειάζεται…Τέτοιο κακό δεν έχει µαταγίνει, κι όσο πληθαίνει η σπορά τ’ ανθρώπου στη στέρια Γη, τόσο θα αποθαίνουν θάλασσες µα και νερά, µέχρι να αποθάνουν εντελώς…µα τότες θα αποθάνει και ο κουτός ο άνθρωπος…και δεν το βλέπει!…»
Σιώπησε ο θεός, µε µάτια-βρύσες να σµίγουν τη ροή τους µε τ’ αλµυρό νερό όπου τους τύλιγε…Οι δυο οι Νηρηίδες δακρυσµένες, βούτηξαν στα βαθιά, αποµακρύνθηκαν, µε τις ψυχές τους έµφορτες από του οδυρµού το βάρος!

…Κάπου κοντά και λίγο πιο µακριά στη στέρια Γη, στην όχθη ενός ποταµού-εκβολή µιας κρήνης, η Ναϊάδα η Αρέθουσα µε τις θεόµορφες τις φίλες , µε ξέπλεκα τα µακριά τους τα µαλλιά, οδύρονταν.
Στον οδυρµό της, η Αρέθουσα, έλεγε: «…Γιόµισε το νερό της κρήνης δηλητήριο…και οι άνθρωποι που έρχονται για να λουστούν, να ξεδιψάσουν και να γιατρευτούν, µολύνονται…πεθαίνουν…µα και οι λίµνες και οι ποταµοί γιόµισαν νεκρά ψάρια και θάνατο…Και τούτα είναι –λέει- έργα των ανθρώπων…Παράξενοι στ’ αληθινά, που είναι οι ανθρώποι!…»…
Μια κουστωδία από Αµαδρυάδες τις πλησίασε, έκοψε της Αρέθουσας τον οδυρµό στη µέση. Μαζί τους, ο τραγοπόδαρος ποιµενικός θεός, ο Πάνας, συνοφρυωµένος, µε τον αυλό στο χέρι.

Μίλησε µια θεόµορφη Αµαδρυάδα, απευθυνόµενη στην Αρέθουσα:
«Σε ακούσαµε καλή µου…Ίδιος και ο δικός µας ο πόνος, καθώς, οι κατοικίες µας, τα δέντρα στα δάση, όλο και λιγοστεύουν…καίγονται ολοχρονίς…κόβονται ολοχρονίς…και τούτα είναι έργο του ίδιου του δικού σας καταστροφέα: Του ανθρώπου! Και οι αδελφές µου πεθαίνουν µαζί µε τα δέντρα τους…αλίµονο!…Πεθαίνει όµως και το οξυγόνο και θα’ ρθει η µέρα που ο κουτός ο άνθρωπος θα πεθάνει κι εκείνος, χωρίς οξυγόνο, πνιγµένος στα απορρίµµατά του, καθώς, και το αγέρι και η βροχή µυρίζουν θάνατο…παράξενος που είναι ο άνθρωπος στ’ αλήθεια αδερφές µου!..»
Από τον ποταµό, αναδύθηκε η Αµφιτρίτη, συντροφιά µε τη Θέτιδα. Ναϊάδες και Αµαδρυάδες τις καλοδέχτηκαν. Όλες µαζί, αγκαλιαστήκαν, οδύρονταν για την κατάντια της µάνας-Φύσης. Κι ο τραγοπόδαρος θεός, άρχισε να παίζει ένα θλιµµένο σκοπό στον αυλό του.

Τότε, Νηρηίδες, Ναϊάδες και Αµαδρυάδες στήσανε µοιρολόι-οδυρµό, ακολουθώντας τις νότες του Πάνα:
« Για ιδές παράξενοι που’ γίναν οι καιροί:
Να φαρµακώνει η θάλασσα,
να λιγοστεύει τ’ οξυγόνο,
να’ ναι θανατερό τ’ αγέρι.
Να φαρµακώνει το πρωτόβροχο,
να’ ναι θανατερή η Μάνα-Φύση.
Να τρέχει θάνατο η πηγή,
να’ χει τα βρόχια στήσει ο χάρος,
σε λίµνες κι ακροποταµιές.
Και τούτα είναι έργα των ανθρώπων,
παράξενοι που είναι οι ανθρώποι.
Κι όµως, τους έπλασε ίδιους µ’ Εκείνον ο Θεός,
παράξενος που είναι ο Θεός τους!…»…
…Κάπου κοντά και λίγο µακρύτερα, αδιάφορος ο άνθρωπος συνέχιζε το φθοροποιό έργο του σε βάρος της µάνας-Φύσης, στο όνοµα µια διφορούµενης “Ανάπτυξης”…

Νηρηίδες: Θαλάσσιες θεότητες, κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας ∆ωρίδος, που κατοικούσαν µαζί µε τον πατέρα τους στα βάθη της θάλασσας, σε χρυσούς θρόνους. `Ηταν 50-100 µε σπουδαιότερες την Αµφιτρίτη, γυναίκα του Ποσειδώνα και την Θέτιδα, µητέρα του Αχιλλέα και γυναίκα του Πηλέα.
Ναϊάδες: Νύµφες των ποταµών, των πηγών, των λιµνών κλπ. Ονοµάζονταν αντίστοιχα Ποταµίδες, Κρηνηίδες, Λιµνάδες κλπ. Ενσάρκωνα θεότητες και ήταν θνητές µε το προνόµιο να ζουν πολλά χρόνια. Είχαν σηµαντική θέση στους µύθους διαφόρων πόλεων.
Αµαδρυάδες: Νύµφες των δασών που γεννιόνταν και πέθαιναν µαζί µε το δέντρο που τους είχαν αφιερωµένο, επειδή, όπως πιστευόταν, αποτελούσαν την ψυχή του.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα