Κίνησε η Νηρηίδα η Αμφιτρίτη για το Παλάτι του συζύγου Ποσειδώνα, θεού της θάλασσας και του υγρού στοιχείου που Γης. Από κοντά η Θέτις, η μάνα του ημίθεου εκείνου Αχιλλέα, να συντροφεύει τη στενή της φίλη εις την ακρόαση του Αρχοντα. Είχαν πολλά ν’ αφηγηθούν, να παραπονεθούν και να απαιτήσουν την παρέμβαση του αφέντη του νερού. Εκείνα που αντίκριζαν τα μάτια τους τα τελευταία χρόνια στην απεραντοσύνη των θαλασσών, τις είχαν εξοργίσει…
Κολυμπώντας γοργά σιωπηλές και δακρυσμένες, δεν άργησαν να φτάσουν στο Παλάτι. Τις δέχτηκε ο Ποσειδώνας εις τη μεγάλη Αίθουσα του θρόνου που καθόταν με μάτια – βρύσες από δάκρυα που κύλαγαν και έσμιγαν με την αλμύρα του θαλασσινού νερού όπου τους τύλιγε. Κι εκείνες, υποκλίθηκαν με ταπεινότητα και κίνησε η Αμφιτρίτη να μιλήσει. Την έκοψε με μια του κίνηση ο θεός: «Ξέρω τι θα μου πεις Αρχόντισσα… Πέρα που διάβασα τη σκέψη και των δυο σας, οδύρομαι κι εγώ για την κατάντια του υγρού στοιχείου που διαφεντεύω αιώνες και χιλιετίες ατελείωτες… Και για την κατάντια τούτη, ένας και μοναχά είναι ο αίτιος: Ο άνθρωπος! Γιόμισε το υγρό Βασίλειό μου με δηλητήρια και απορρίμματα που φαρμακώνουν τους άκακους κατοίκους του υγρού στοιχειού, ψάρια, και βλάστηση θαλασσινή, μ’ ακόμη και τις φάλαινες και τα δελφίνια που τόσο αγαπούν τον άνθρωπο ετούτο, τον αλλόγνωμο! Και τι να κάνω να σταματήσω το κακό; Τίποτα Αρχόντισσές μου! Πεθάναν Λαιστρυγόνες μα και Κύκλωπες, η Σκύλλα και η Χάρυβδη νεκρώσαν και γω, όσο να τα ταράζω τα νερά με τούτη την αιώνια μου τρίαινα, δεν το μπορώ να τον νικήσω, σαν έχει μέσα “δολερά” και τις προβλέπει τούτες τις θαλασσένιες ταραχές. Ας έχουν αποθάνει εκείνοι οι μάντεις, ο Κάλχας και ο Τειρεσίας… Δεν τους χρειάζεται… Τέτοιο κακό δεν έχει ματαγίνει, κι όσο πληθαίνει η σπορά τ’ ανθρώπου στη στέρια Γη, τόσο θα αποθαίνουν θάλασσες μα και νερά, μέχρι να αποθάνουν εντελώς… μα τότες θα αποθάνει και ο κουτός ο άνθρωπος… και δεν το βλέπει!…» Σιώπησε ο θεός, με μάτια – βρύσες να σμίγουν τη ροή τους με τ’ αλμυρό νερό όπου τους τύλιγε… Οι δυο οι Νηρηίδες δακρυσμένες, βούτηξαν στα βαθιά, απομακρύνθηκαν, με τις ψυχές τους έμφορτες από του οδυρμού το βάρος! Κάπου κοντά και λίγο πιο μακριά στη στέρια Γη, στην όχθη ενός ποταμού – εκβολή μιας κρήνης, η Ναϊάδα η Αρέθουσα με τις θεόμορφες τις φίλες με ξέπλεκα τα μακριά τους τα μαλλιά, οδύρονταν. Στον οδυρμό της, η Αρέθουσα, έλεγε:
«…Γιόμισε το νερό της κρήνης δηλητήριο… και οι άνθρωποι που έρχονται για να λουστούν, να ξεδιψάσουν και να γιατρευτούν, μολύνονται… πεθαίνουν… μα και οι λίμνες και οι ποταμοί γιόμισαν νεκρά ψάρια και θάνατο…Και τούτα είναι -λέει- έργα των ανθρώπων… Παράξενοι στ’ αληθινά, που είναι οι ανθρώποι!…»… Μια κουστωδία από Αμαδρυάδες τις πλησίασε, έκοψε της Αρέθουσας τον οδυρμό στη μέση. Μαζί τους, ο τραγοπόδαρος ποιμενικός θεός, ο Πάνας, συνοφρυωμένος, με τον αυλό στο χέρι. Μίλησε μια θεόμορφη Αμαδρυάδα, απευθυνόμενη στην Αρέθουσα:
«Σε ακούσαμε καλή μου… Ίδιος και ο δικός μας ο πόνος, καθώς, οι κατοικίες μας, τα δέντρα στα δάση, όλο και λιγοστεύουν… καίγονται ολοχρονίς… κόβονται ολοχρονίς… και τούτα είναι έργο του ίδιου του δικού σας καταστροφέα: Του ανθρώπου! Και οι αδελφές μου πεθαίνουν μαζί με τα δέντρα τους… αλίμονο!… Πεθαίνει όμως και το οξυγόνο και θα’ ρθει η μέρα που ο κουτός ο άνθρωπος θα πεθάνει κι εκείνος, χωρίς οξυγόνο, πνιγμένος στα απορρίμματά του, καθώς, και το αγέρι και η βροχή μυρίζουν θάνατο…παράξενος που είναι ο άνθρωπος στ’ αλήθεια αδερφές μου!..»
Από τον ποταμό, αναδύθηκε η Αμφιτρίτη, συντροφιά με τη Θέτιδα. Ναϊάδες και Αμαδρυάδες τις καλοδέχτηκαν. Ολες μαζί, αγκαλιαστήκαν, οδύρονταν για την κατάντια της μάνας – Φύσης. Κι ο τραγοπόδαρος θεός, άρχισε να παίζει ένα θλιμμένο σκοπό στον αυλό του. Τότε, Νηρηίδες, Ναϊάδες και Αμαδρυάδες στήσανε μοιρολόι – οδυρμό, ακολουθώντας τις νότες του Πάνα:
«Για ιδές παράξενοι που’ γίναν οι καιροί: Να φαρμακώνει η θάλασσα, να λιγοστεύει τ’ οξυγόνο, να’ ναι θανατερό τ’ αγέρι. Να φαρμακώνει το πρωτόβροχο, να’ ναι θανατερή η Μάνα-Φύση. Να τρέχει θάνατο η πηγή, να’ χει τα βρόχια στήσει ο χάρος, σε λίμνες κι ακροποταμιές. Και τούτα είναι έργα των ανθρώπων, παράξενοι που είναι οι ανθρώποι. Κι όμως, τους έπλασε ίδιους μ’ Εκείνον ο Θεός, παράξενος που είναι ο Θεός τους!…».
Κάπου κοντά και λίγο μακρύτερα, αδιάφορος ο άνθρωπος συνέχιζε το φθοροποιό έργο του σε βάρος της μάνας-Φύσης, στο όνομα μια διφορούμενης “Ανάπτυξης”… * γεωπόνος – συγγραφέας Νηρηίδες: Θαλάσσιες θεότητες, κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδος, που κατοικούσαν μαζί με τον πατέρα τους στα βάθη της θάλασσας, σε χρυσούς θρόνους. Ηταν 50 – 100 με σπουδαιότερες την Αμφιτρίτη, γυναίκα του Ποσειδώνα και την Θέτιδα, μητέρα του Αχιλλέα και γυναίκα του Πηλέα. Ναϊάδες: Νύμφες των ποταμών, των πηγών, των λιμνών κ.λπ. Ονομάζονταν αντίστοιχα Ποταμίδες, Κρηνηίδες, Λιμνάδες κλπ. Ενσάρκωνα θεότητες και ήταν θνητές με το προνόμιο να ζουν πολλά χρόνια. Είχαν σημαντική θέση στους μύθους διαφόρων πόλεων. Αμαδρυάδες: Νύμφες των δασών που γεννιόνταν και πέθαιναν μαζί με το δέντρο που τους είχαν αφιερωμένο, επειδή, όπως πιστευόταν, αποτελούσαν την ψυχή του.