6.4 C
Chania
Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου, 2025

ΝΗΣΙΔΑ ΣΟΥΔΑΣ 1911

Συνεχίζουμε και σήμερα με το υπόλοιπο του άρθρου για την εκδρομή στη νησίδα της Σούδας που πραγματοποίησε για λογαριασμό του περιοδικού “Ατλαντίς” ο Κων. Σταυρίδης το 1911. Το άρθρο αυτό “ανακάλυψε” και μου απέστειλε ο ιστορικός κ. Μανώλης Βουρλιώτης. Όπως με πληροφόρησε η φιλόλογος κα Αργυρώ Μαυρεδάκη, ο Σταυρίδης ήταν ανταποκριτής του ελληνοαμερικανικού αυτού περιοδικού στα Χανιά για αρκετά χρόνια και αυτός έστειλε την ανταπόκριση που δημοσίευσε το περιοδικό αυτό από τις εκδηλώσεις της Eνωσης της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913.
«Από την ρίζαν ενός βράχου κάτωθεν των τειχών, μία συκή προβάλει τον φαιόν σκελετόν της, μόλις φέροντα τα πρώτα φύλλα και δεικνύει το μέρος εις στο οποίον δύναται κανείς να αποβιβαστεί παρά την πρασινωπήν άμμον. Ογκόλιθοι ατάκτως ερριμμένοι εκεί χρησιμεύουσιν ως πρόχειρος αποβάθρα.
Ευρίσκομαι ήδη επί του εδάφους το οποίον μόνον, φιλοξενεί από δωδεκαετίας την σημαίαν του απελαθέντος κατακτητού.
Στενή λιθόστρωτος οδός ελαφρώς ανωφερής, φέρει δια μέσου λιθίνων συντριμμάτων ερειπίων και χλόης προς την έξω πύλην του φρουρίου.
Υπέρ αυτήν και επί των μεσαιωνικών επάλξεων καθήμενος είς Ρώσος πεζοναύτης κινεί ρυθμικώς τους αιωρουμένους πόδας του και αφήνει εις το κενόν του τόνους ενός μελαγχολικού άσματος της πατρίδας του, προσομοιάζοντας άλλοτε με θρηνωδίαν και άλλοτε με βυζαντινήν ψαλμωδίαν.
Από της πρώτης ερήμου πύλης ατραπός ελικοειδής διά μέσου ακανθώδους βλαστήσεως, παρά τα υψηλά τείχη και ερείπια εκατέρωθεν αποπνικτικά, φέρει προς ετέραν εσωτερικήν πύλην μετά θόλου εν είδει στοάς, διανοιγομένης αφ’ ενός προς την κυρίαν της έξοδον προς ανατολάς εις το εσωτερικόν εις το οποίον υψούνται αι σημαίαι και αφ’ ετέρου ευθύ προς νότον, οπόθεν εις απόσταση ολίγων μέτρων, εγείρεται λευκός οικίσκος χρησιμεύων ως φυλακείον της φρουράς της νησίδος, την οποίαν αποτελούσιν εκάστοτε επτά άνδρες εκ των πληρωμάτων των φυλακίδων εναλλάξ κατά δεκαπενθημερίαν εξ εκάστης των προστατίδων.
Είναι τώρα η δεκαπενθημερία των Ρώσσων και δι’ αυτό κανέν εμπόδιον δεν παρουσιάσθη κατά την αποβίβασίν μου. Εάν ήσαν Άγγλοι πάσα απόπειρα προσεγγίσεως θα ήτο ματαία.
Ούτε φρούρησις, ούτε λόγχαι, ούτε σίδηρος άλλος απαστράπτει επί της ερημικής νησίδος, οι αγαθοί έξ Ρώσσοι πεζοναύται καταγίνονται εντός του φυλακείου παρασκευάζοντες το φαγητόν των ή κάθηνται υπό τον ήλιον επί της χλόης. Ο αξιωματικός των, είς συμπαθής ξανθός με όλην την χαρακτηριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής του, καθήμενος ακόμη επί των επάλξεων, εξακολουθεί ψάλλων το μονότονον και μελαγχολικόν του άσμα και, ως μη αισθανόμενος τίποτε άλλον περί εαυτόν, έχει προσηλωμένους τους γλαυκούς του οφθαλμούς προς την αχανήν θάλασσαν, τις οίδεν που μεταφέρων την σκέψιν του εις την μακρυνήν πατρίδα του.
Η ασυνήθης επίσκεψις έδωκε πέρας εις τον ρομαντισμόν του και μετά ένα καλοκάγαθον χαιρετισμόν μου δυκνείει τας αντικρύ υψωμένους σημαίας οιονεί γνωρίζον τι με έφερεν επί της νησίδος. Μετά τους πρώτους χαιρετισμούς όλα τα ρωσσικά μου εξηντλήθησαν και από την παντομίμαν την οποίαν ήρχισεν ο Ρώσσος, ηννόησα ότι ήτο καταμαγευμένος με την πέριξ απλουμένην φύσιν, ο δυστυχής ούτε να ονειρευθεί δεν θα ηδύνατο τοιαύτην θέαν εις την παγωμένην μονοτονίαν της πατρίδος του. Μου δυκνείει ενθουσιών τον μειδιώντα ουρανόν, τα Λευκά Όρη απαστράπτοντα με τας λυομένας χιόνας των, την θάλασσαν απλουμένην προς ανατολάς αχανή και γαληνιαίαν, τον όρμον προς το βάθος με το τέρμα του απροσδιόριστον, αλλά ο ενθουσιασμός του κορυφούται όταν αντικρύζει την Ίδην προς τα νοτιοανατολικά της οποίας η λευκή κορυφή αναφαινομένη μακράν προβάλει ύπερθεν του Κεφαλά οξεία και υπερήφανος, φερομένη προς τον γλαυκόν ουρανόν…
Εγγύς του φυλακείου υπό το οποίον τερματίζεται η εξωτερική περιτείχισις της νησίδος, απλούνται επί της γης συνεχή και παράλληλα τέσσαρα τετράγωνα εν είδει μωσαϊκών ή κηπαρίων εις σχήμα και μέγεθος τάφων, προκαλούντα την περιέργειαν. Δεν είναι ούτε κηπάρια ούτε τάφοι, αλλ’ έχουν παράδοξον ιστορίαν. Οι Ρώσσοι πρώτοι, άλλοτε, κατά την φρούρησίν των εσκάλισαν επί της γης εν τετράγωνον, το διεχώρισαν με λευκούς λίθους εις παραλλήλους γραμμάς και με μαύρα λιθάρια εσημείωσαν επί της γης εν είδει μωσαϊκού, ρωσσιστί: “Ζήτω η Ρωσσία”. Οι Γάλλοι κατά την επομένην δεκαπενθημερίαν φρουρούντες δεν υστέρησαν των συμμάχων τους και εις παρόμοιον παράπλευρον τετράγωνον εσημειώθη και παρ’ αυτών κατά τον αυτόν τρόπον: “Ζήτω η Γαλλία”. Το αυτό συνέβη και με τους Ιταλούς και με τους Άγγλους, οι οποίοι παραδόξως εις το ζήτημα αυτό ηκολούθησαν τελευταίοι τους άλλους. Και ούτως από των εν σχήματι τάφων τετραγωνιδίων αναπέμπονται ευχαί ζωής υπέρ των προστατίδων.
Η ακτή εκείθεν κατακάθετος εις ύψος δεκάδος μέτρων υπέρ την θάλασσαν, μη λαβούσα ως εκ τούτου ανάγκην περιτειχίσματος, διευθύνεται ακανονίστως προς τα νοτιοανατολικά, χαμηλουμένη προς το νοτιότερον άκρον, το αντικρύ ακριβώς προς του φρουρίου Ιτζεδδίν επί της αντίπερας παραλίας του Αποκορώνου, από της οποίας απέχει εν περίπου μίλιον.
Νέον τείχος πρανές και υψηλότερον των άλλων εγείρεται επί του χαμηλουμένου αυτού μέρους της νησίδος. Εσωτερική κατωφερής υπόγειος σήραγξ, μήκους τριάκοντα περίπου μέτρων, οδηγεί εις την εσωτερικήν βάσην του τείχους τούτου, προ του οποίου εις τριών η τεσσάρων μέτρων ύψους υπέρ την θάλασσαν απλούται ημικυκλοειδής έκτασις ακτίνας περίπου δέκα πέντε μέτρων περιβαλλομένη υπό ετέρου παχέος κυκλοτερούς περιτειχίσματος, από του οποίου ανοίγονται κατ’ ίσας αποστάσεις εξ μεγάλαι κανονιοθυρίδες. Άνωθεν αυτών, λεπτυνομένου του εξωτερικού τείχους, διέρχεται λίθινος διάδρομος υπέρ τον οποίον μικραί τετράγωναι θυρίδες εχρησίμευον διά τυφεκιοβολισμόν.
Εις τον ημικυκλοειδή αυτόν τον εν είδει χερσονήσου προμαχώνα περικλείετο επί της ενετοκρατίας το ισχυρότερον πυροβολικόν της νησίδος, προστατεύον την μεταξύ αυτής και της απέναντι ακτής του Αποκορώνου κυρίαν είσοδον του όρμου της Σούδας. Μέχρι το μέσον του παρελθόντος αιώνος παρέμεναν εκεί τα μεγάλα αυτά πυροβόλα, διά την γόμωσιν εκάστου των οποίων απητείτο εις στατήρ (καντάρι) πυρίτιδος, ένεκα του οποίου και ο κυκλοτερής αυτός προμαχών ωνομάζετο υπό των Τούρκων “Κανταρλίκ”.
Πυκναί άκανθαι καλύπτουν τώρα την ημικυκλικήν του επιφάνειαν και μόνος σίδηρος ευρισκόμενος εις τον επίφοβον άλλοτε προμαχώνα είναι ο εσκωριασμέναι στρόφιγγες των κανονιοθυρίδων, διά μέσου των οποίων ακριβώς φαίνεται επί της αντίπερας ακτής εγειρόμενον το άλλοτε ισχυρόν φρούριον Ιτζεδδίν, χρησιμεύον ήδη ως σωφρονιστήριον βαρυποίνων καταδίκων.
Από του άκρου του Ιτζεδδίν και εις μήκος εκατόν περίπου μέτρων διαφαίνεται από τον παραπλέοντα, εις ολίγων μέτρων βάθος υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης, τείχος ύφαλον διευθυνόμενον προς την νησίδα, είναι έργον Ενετών, οι οποίοι απεσκόπουν όπως περιορίσουν την ευρείαν νότιον είσοδον του όρμου ανεγείροντες το τείχος αυτό επί της θαλάσσης εις μήκος μεγαλύτερον των φαινομένων ιχνών.
Επί του τείχους της νησίδας, υπό το οποίον ευρίσκεται το “Κανταρλίκ”, εγείρεται φάρος σταθερού φωτός εντάσεως δώδεκα μιλίων, υπηρετούμενος παρ’ Οθωμανού φαροφύλακος.
Εκείθεν η ακτή, απότομος και κρημνώδης, εις ύψος είκοσι περίπου μέτρων υπέρ την θάλασσαν στρέφεται προς βορράν με ελαφρούς ελιγμούς, διαγράφουσα την ανατολικήν και υψηλοτέραν πλευράν της νησίδος.
Ολίγον απωτέρω του φάρου, διπλή σειρά τειχωμάτων, φερομένη παράλληλος προς την ανατολικήν πλευράν της νησίδος και εις απόστασιν δέκα πέντε περίπου μέτρων απ’ αυτής, χωρίζει το άκρον αυτό από του παρακειμένου εσωτερικού εδάφους, το οποίον χαμηλούται κατ’ ολίγα μέτρα…»
Αρκετά για σήμερα όμως. Θα ολοκληρώσουμε την ερχόμενη βδομάδα, κάνοντας και κάποια σχόλια. Το φωτογραφικό υλικό του άρθρου όμως το εξαντλούμε σήμερα, την επόμενη βδομάδα θα έχουμε φωτογραφικό υλικό από άλλες πηγές, στο οποίο θα συμπεριληφθεί και στιγμιότυπο με Ρώσους πεζοναύτες στη νησίδα.
Στην πρώτη φωτογραφία, τμήμα του στρατιωτικού κτηριακού συγκροτήματος της “Πλατείας των όπλων” (Piazza di armi) που κατά μέρος κτίστηκαν στη βενετοκρατία και συμπληρώθηκαν την τουρκοκρατία.
Στη δεύτερη, τμήμα του βενετσιάνικου στρατώνα, που σώζεται και σήμερα αναδομημένος εν μέρει.
Στην τρίτη, οι σημαίες των “Προστατίδων Δυνάμεων” μαζί με την Τουρκική (που συμβόλιζε τη σκιώδη σουλτανική εξουσία στην Κρήτη) στο ανατολικό άκρο του νησιού.
Στην τέταρτη, το εσωτερικό του επιθαλάσσιου προμαχώνα της ημισελήνου, που οι Βενετοί ονόμαζαν mezzaluna και οι Τούρκοι “Κανταρλίκ”.
Στην πέμπτη τέλος, το εξώφυλλο της “Ατλαντίδος”, ενός λαμπρού περιοδικού των αρχών του 20ου αιώνα, που εξέδιδαν ομογενείς της Αμερικής.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα