Τετάρτη, 11 Δεκεμβρίου, 2024

ΝΗΣΙΔΑ ΣΟΥΔΑΣ 1911 (3) Νο. 458

51 νησίδα 1901 G.GOλοκληρώνουμε σήμερα την παρουσίαση του άρθρου για τη νησίδα της Σούδας που γράφτηκε στο περιοδικό “Ατλαντίς” το καλοκαίρι του 1911. Συνεχίζουμε από το σημείο που το είχαμε αφήσει:
«Το λευκάζον χρώμα των τειχωμάτων παρουσιάζει αυτά σχεδόν νωπά, καίτοι είναι κτίσματα ενετικά, αποτελούντα τον ανατολικόν προμαχώνα, όστις άλλοτε έφερε το όνομα του Ενετού στρατηγού Martinengo. Θύρα ανοιγομένη υπό το πρώτον τείχωμα, οδηγεί υπό τον προμαχώνα εις κρύπτας πολυδαιδάλους, θολωτάς, εκτισμένας έσωθεν με πελεκητούς λίθους και χρησιμευούσας διά πολεμικάς ανάγκας. Άνωθεν, επί της επιφανείας του προμαχώνος η γη χλοάζει και τίποτε δεν προδίδει τας εις τα έγκατα αυτής διαυλακουμένας σκοτεινάς κατακόμβας. Εις μίαν άκραν του προμαχώνος αυτού προς ανατολάς και παρά το χείλος της προς την θάλασσαν φερομένης κρημνώδους ακτής, επί αργιλλώδους επιφανείας την οποίαν καλύπτει αραιά χλόη, είναι αναστηλωμένοι πέντε ιστοί, δεδεμένοι από της γης δια σχοινίων συμπεπλεγμένων προς άλληλα ως γόρδιος δεσμός. Επ αυτών υψούνται αι σημαίαι των Προστατίδων και… ότι απέμεινεν εις την Κρήτην προς παρηγορίαν του απελαθέντος κατακτητού… μία σημαία τουρκική, εκ πανίου και αυτή ως αι λοιπαί. Ο φύλαξ του Φάρου, από πολλών ετών παραμένων εκεί, μου διέψευσε το κοινώς πιστευόμενον ότι άλλοτε η τουρκική σημαία ήτο εζωγραφισμένη επί τενεκέ καθηλωμένου επί του ύψους του ιστού. Εκάστη υψούται κατ’ αλφαβητικήν σειράν, αρχομένην εκ δεξιών του βλέποντος προς ανατολάς πρώτη η Αγγλική, κατόπιν η Γαλλική, η Ιταλική, η Ρωσσική και τελευταία η Τουρκική. Συνεσταλμέναι, μόλις κινούνται ελαφρώς εις τας μαλακάς θωπείας λεπτής αύρας. Εις την ερημικήν ακτήν των έχουν μόνους συντρόφους της θαλάσσης τον ρόγχθον και τα οξέα λαλήματα των χελιδόνων, αι οποίαι διώκουσαι αλλήλας περιφέρονται ταχείαι και φιλοπαίγμονες μεταξύ των ιστών.
47 Αγ. Νικόλαος 1898Κάτωθεν φέρεται κρημνώδης η κιτρινόλευκος πλευρά ποικιλλομένη από θάμνους και αγρίας συκάς επικρεμαμένας και κατεσκαμμένη παρά την θάλασσαν από την μανίαν των χειμερινών κυμάτων. Τώρα το κύμα την λείχει θωπευτικά, μόλις αναπαλλόμενον, ελαφρόν, ως αναπνοή παιδίου. Εις απόστασιν ολίγων μέτρων αναδύονται από της θαλάσσης ως φάσματα κιτρινωποί βράχοι με σχήματα παράδοξα, αφήνοντες τας λοξάς σκιάς των επί του σμαραγδένιου βυθού. Αντικρύ του προμαχώνος αυτού, επί της απέναντι δυτικής πλευράς, διανοίγεται η εσωτερική θύρα του φρουρίου, εις το μέσον δε εγείρονται εκατέρωθεν και αντικρύ αλλήλων τα ερείπια δύο στρατώνων, του ενός προς νότον κτίσματος τουρκικού και του ετέρου προς βορράν κτίσματος ενετικού.
Ευάριθμοι συκομορέαι και συκαί είναι ακόμη γυμναί φύλλων και μόνον η χλόη, άφθονος πάντοτε και πυκνή κατόπιν της εφετεινής πολυομβρίας, καλύπτει τα κατεσπαρμένα επί του εδάφους ερείπια και τα στόμια των παμμεγέθων ενετικών δεξαμενών ομβρίων υδάτων, αι οποίαι είναι κατεσπαρμέναι, υπέρ τας τριάκοντα, καθ’ άπασαν την έκτασιν της νησίδος και ιδία περί το κέντρον αυτής. Ενιαχού προβάλλουν εις ολίγων υφεκατοστομέτρων ύψος υπέρ το έδαφος τετράγωνοι οπαί με πλευράν ενός μόλις πήχεως μήκους, υπό τας οποίας χαίνει ευρυνομένη άβυσσος. Είναι αι απαίσιαι ενετικαί φυλακαί εν είδη φρεάτων, ο κατάδικος κατεβιβάζετο εις τα τάρταρα αυτά από της οπής, ήτις ήτο ο μόνος αγωγός φωτός και αέρος και αφήνετο εις τα υγρά βάθη εις τα οποία τω ερρίπτετο από της αυτής οπής ολίγη τροφή.
Εφόσον εκτείνεται η νησίς κατά το μήκος αυτής, προς βορράν, το έδαφος υψούται ανωφερές. Πέραν των ηρειπωμένων στρατώνων, επί μικράς αναπτυχής του εδάφους, εγείρεται ανατολικός ναός, κτισθείς άλλοτε επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου και μεταβληθείς εις τζαμίον μετά την τουρκικήν κατάκτησιν, μήκους δεκαπέντε περίπου μέτρων και στεγαζόμενος υπό θόλου έχει το σύνηθες σχήμα των εξοχικών εκκλησιδίων. Υπόστεγον εγειρόμενον προ της εισόδου του υποβαστάζεται υπό τετραγώνων λιθίνων στηλών, αι οποίαι προδίδουν τουρκικήν την κατασκευήν. Το εσωτερικόν του ναού είναι ηρειπωμένον, με τους τοίχους υγρούς και σκοτεινούς, υπέρ το ιερόν μόλις διακρίνονται συγκεχυμένα ίχνη αγιογραφίας. Κάτωθεν, επί του εδάφους, χαμηλός λοξός τοίχος παρά το ιερόν, κτισθείς παρά των Τούρκων ότε ήτο τζαμίον, εχρησίμευεν όπως προσανατολίζονται προς την ιεράν των γην, την Μέκκαν. Μικρά ερείπια τουρκικών κτισμάτων εγείρονται παρά την αριστεράν πλευράν του ναού, αντίκρυ της εισόδου του οποίου εκτείνεται σειρά χαμηλών ενετικών θόλων, τους οποίους αποφράττουν ενιαχού πολυσχιδείς συκαί. Εκείθεν άρχονται εκτεινόμενα προς βορράν τα ερείπια των οικιών, αίτινες απετέλουν άλλοτε τον τουρκικόν συνοικισμόν της νησίδος και αι οποίαι πάσαι κατηδαφίσθησαν προ τεσσαράκοντα ακριβώς ετών, ότε η νησίς μετεβλήθη εις καθαρώς στρατιωτικόν σταθμόν των Τούρκων. Αι εκατόν περίπου μουσουλμανικαί οικογένειαι, αίτινες απετέλουν έως τότε τον πληθυσμόν της νησίδος, αποζώσαι εκ της ναυτιλίας και της αλιείας και του σιτηρεσίου, το οποίον ταις παρεχωρήτω παρά της τουρκικής κυβερνήσεως έναντι της υποχρεώσεως του να φρουρώσι την νησίδα οι άνδρες κατά τας νύκτας ιδίως, μετωκίσθησαν εις τον παρά τον μυχόν του όρμου της Σούδας ανεγερθέντα παρά της τουρκικής κυβερνήσεως συνοικισμόν της Τούζλας, επί των παλαιών αλυκών, εις ολίγων εκατοντάδων μέτρων απόστασιν από της πολίχνης της Σούδας, μετά της οποίας σήμερον συνέχεται.
Βορειότερον και υπεράνω των ερειπίων του παλαιού αυτού συνοικισμού της νησίδος περικλειώμενα εντός του εξωτερικού τείχους και εις ύψος δέκα περίπου μέτρων υπέρ την επιφάνειαν αυτού, εγείρονται τα ερείπια τετραγώνου προμαχώνος, με κανονιοθυρίδας προς πάσαν διεύθυνσιν, και αποτελεί το υψηλότερον μέρος της νησίδος, ήτις εις το σημείον τούτο υψούται είκοσι πέντε περίπου μέτρα υπέρ την θάλασσαν.
Ο προμαχών αυτός, όστις φαίνεται μάλλον ότι ηγέρθη υπό των Τούρκων, ως ηγέρθησαν υπ’ αυτών ανάλογοι υψηλοί προμαχώνες επί των Ενετικών φρουρίων των Χανίων, ευρισκόμενος εγγύς του βορείου άκρου της νησίδος, επροστάτευε κυρίως την στενήν βόρειον είσοδον του όρμου, την μεταξύ του βορείου άκρου της νησίδος και της απέναντι ακτής του Ακρωτηρίου, απεχούσης περί τα πεντακόσια μέτρα.
Εις το μέσον ακριβώς εγείρονται ίσαλοι σκόπελοι, διακρινόμενοι εν νηνεμία και ολίγον υπερέχοντες της θαλάσσης, αλλά δυσδιάκριτοι εις πάντα κυματισμόν. Τούτο καθιστά επικίνδυνον τον διάπλουν εκείθεν και ως εκ τούτου μόνον η νότιος ευρεία είσοδος του όρμου χρησιμοποιείται, η μεταξύ του νοτίου άκρου της νησίδος και της ακτής του Ιτζεδδίν.
Από του βορείου τούτου προμαχώνος φαίνεται υποκείμενη πάσα κίνησης, ήτις εκτείνεται εις μήκος πεντακοσίων περίπου μέτρων από βορρά προς νότον και εις πλάτος κατά μέσον όρον διακοσίων περίπου απ’ ανατολών προς δυσμάς οξυνημένη κατ’ αμφότερα τα άκρα της. Απ’ εκεί διαφαίνεται ως εν πανοράματι πάσα η άφθονος ποικιλία των ερειπίων τειχών, προμαχώνων, στρατώνων, εκκλησιών, φυλακών, πυλών, δεξαμενών, υπογείων σηράγγων και κρυπτών, τα οποία πάντα συνεκέντρωσεν η φρουριακή τέχνη των Ενετών επί της μικράς αυτής νησίδος, η οποία παρέμεινεν ούτως πέντε αιώνας υπό την ενετικήν κυριαρχίαν και η οποία, μετά την κατάκτησιν της λοιπής Κρήτης παρά των Τούρκων, παραμείνασα εις χείρας των Ενετών επί πολύν χρόνον, εχρησίμευσεν ως καταφύγιον Χριστιανικών οικογενειών και ορμητήριον Κρητών αρματολών, έχουσα ως εκ τούτου αρκετήν την παρελθούσαν ιστορίαν της.
Μετά την άλωσιν τών Χανίων υπό των Τούρκων το 1646 επιχειρήθη νέα πολιορκία της νησίδος, αλλ’ άνευ αποτελέσματος και αύτη, καίτοι λοιμός είχεν ελαττώσει την φρουράν της εις μόλις διακοσίους. Όμοιαι ανεπιτυχείς απόπειραι προς άλωσιν της νησίδος εγένοντο υπό των Τούρκων καθ’ όλον το κατόπιν εικοσιπενταετές διάστημα της πολιορκίας του Ηρακλείου, μετά την άλωσιν του οποίου και την ολοσχερή της Κρήτης κατάκτησιν το 1669, η νησίς αύτη της Σούδας μετά της Γραμβούσης και της Σπιναλόγγας παρέμεινεν υπό την κυριαρχίαν των Ενετών, οι οποίοι ενίσχυσαν τα οχυρωματικά της έργα, συμπληρώσαντες και τελειοποιήσαντες τότε αυτά.
Ο Ενετός αρχιναύαρχος του Αιγαίου Μοροζίνης είχε τότε κέντρον την νησίδα αυτήν, ήτις υπήρξε τότε καταφύγιον προσφύγων Κρητών, φευγόντων τας ωμότητας των νέων κατακτητών. Ενίοτε συνεκεντρούντο επί της νησίδος περί τους 400 τοιούτους πρόσφυγες, ως αναφέρει ο Βρετανός Rendorf, επισκεφθείς την Κρήτην κατά το 1687. Πολλοί των προσφύγων αυτών, άνδρες επίλεκτοι, εξορμώντες από της νησίδος επέφερον θραύσιν εις τους Τούρκους και επανήρχοντο πάλιν εις αυτήν πολλάκις κομίζοντες και λάφυρα. Τόσον δε τρόμον προϋξένουν οι εξορμώντες από της νησίδος Κρήτες, τους οποίους οι Τούρκοι ωνόμαζον Χαΐνηδες, ώστε και ιδία ποινή είχεν ορισθεί διά τους συλλαμβανομένους υπ’ αυτών, ο ανασκολοπισμός. […]
Μετά την κατάληψη των κρητικών πόλεων προ δεκατετραετίας παρά των διεθνών αγημάτων, κατελήφθη υπ’ αυτών και η νησίς αύτη, επί της οποίας ανεστηλώθησαν αι ήδη υπάρχουσαι πέντε σημαίαι (επτά τότε, προ της αναχωρήσεως Αυστριακών και Γερμανών) και επί της οποίας παρέμεινε μετά των διεθνών αγημάτων και η συνήθης εξ εκατόν Τούρκων πυροβολητών φρουρά της νησίδος, ήτις απελαθείσα κατά τον Νοέμβριον του 1898 μετά των λοιπών Τουρκικών φρουρών της Κρήτης, απεκόμισε μεθ’ εαυτής και άπαντα τα επί της νησίδος πυροβόλα, μετά του επ’ αυτής υπάρχοντος πολεμικού υλικού…
Ο ήλιος φέρεται προς την δύσιν του βραδύς, κρυπτόμενος όπισθεν των βαθυχρόων ορέων της Κισσάμου και όλη η πέριξ απλουμένη φύσις αρχίζει να μεταβάλλει όψιν, λουομένη εις την γοητείαν όλης της κλίμακος των χρωμάτων τα οποία ως ασύλληπτος οπτασία απλούνται παντού, από του κυριαρχούντος ροδίνου και του βαθυκυάνου μέχρι του βαθέος ιώδους, το οποίον αρχίζει να καλύπτει όλην την γην με το σκιώδες του χρώμα. Ο ήλιος αφανής, στέλλει ακόμη τα τελευταία του φιλήματα, ως μυστικόν θερμόν αποχαιρετισμόν προς τας ροδιζομένας κορυφάς της Ίδης και των Λευκών Ορέων. Από του βάθους του όρμου μόλις φθάνει μέχρι της νησίδος, φερόμενος υπό της εσπερινής αύρας ασθενής και χαλαρός ο ήχος των πυροβολισμών και των σαλπίγγων, δια των οποίων χαιρετίζεται η υποστολή των σημαιών των φυλακίων. Εις Ρώσσος πεζοναύτης παραμερίζει την χλόην με το βαρύ και βραδύ του βήμα, φερόμενος προς τον προμαχώνα, επί του οποίου υψούνται αι σημαίαι. Αρχίζει το έργον του από της Αγγλικής, της οποίας παρακολουθεί την υποστολήν υψών την κεφαλήν του. Εξακολουθεί το μόνον έργον της φρουράς της νησίδος και λαμβάνων εκάστην υποστελλομένην σημαίαν υπό μαλης, βαδίζει προς τον ιστόν της παρακειμένης. Με ιδιαιτέραν προσοχήν, σχεδόν θωπευτικά υποστέλλει και λύει την σημαίαν της πατρίδος του και είτα εις τον ιστόν της Τουρκικής, την προσβλέπει εις την κορυφήν της παραδόξως επί τινα δευτερόλεπτα ως κάτι περίεργον και αρχίζει την υποστολήν της αποκομίζων είτα μετά των άλλων και αυτήν εις το φυλακείον, διά να αρχίσει πάλιν την πρωίαν το περίεργον αυτό έργον επί της ερημικής ακτής.
Αφήνομεν ήδη την νησίδα και αποπλέομεν φερόμενοι ταχύτερον υπό του εσπερινού ανέμου προς τον εσμόν των πρώτων φώτων, τα οποία αρχίζουν να αναφαίνωνται δειλά από των φυλακίδων και της παραλίας της Σούδας. Η θάλασσα έχει καταστεί ωχροκύανος και υπό το απλούμενον σκιόφως αι πέριξ γραμμαί αρχίζουν να καθίστανται απροσδιόριστοι και ασαφείς.
Η νησίς ολονέν απομακρύνεται όπισθέν μας και μετ’ ολίγον δεν διακρίνεται τίποτε άλλον εξ αυτής, ειμή το φως του φάρου της αφήνον μίαν μακράν φωτεινήν αύλακα, σπινθηρίζουσαν επί της θαλάσσης…».
Ευχαριστώ τον Σαμιώτη ιστορικό κ. Μανώλη Βουρλιώτη για την αποστολή του άρθρου, που γράφτηκε την άνοιξη του 1911 από τον Κωνστ. Σταυρίδη, ανταποκριτή της “Ατλαντίδος” στα Χανιά. Ο χώρος δυστυχώς δεν επιτρέπει σχόλια, αν και θα μπορούσαν να γίνουν αρκετά λόγω των ελλειπών ιστορικών πληροφοριών που υπήρχαν την εποχή εκείνη. Αξίζουν περισσότερο βέβαια οι άμεσες πληροφορίες που παραθέτει ο αρθρογράφος. Οσο για τις 3 φωτογραφίες που έγινε δυνατό να χωρέσουν, η πρώτη δείχνει τη νησίδα από τα νότια στις αρχές του 20ου αιώνα, η δεύτερη την εξωτερική δυτική πλευρά με το πρόπυλο που αναφέρεται στο άρθρο αλλά σήμερα έχει καταστραφεί και η τρίτη τους Ρώσους στο ναό του Αγ. Νικολάου με τον κατεστραμμένο μιναρέ.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα