Ο γερμανικός νόμος για την καθιέρωση ειδικού τέλους κυκλοφορίας για τα αυτοκίνητα ιδιοκτητών από το εξωτερικό παραβιάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αυτή την απόφαση ανακοίνωσε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο, όπως αναφέρει η DW. Οι δικαστές δικαιώνουν την Αυστρία, η οποία με την υποστήριξη της Ολλανδίας είχε ασκήσει προσφυγεί υποστηρίζοντας ότι η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου στη Γερμανία θα συνιστούσε δυσμενή διάκριση, δεδομένου ότι το τέλος θα επιβάρυνε αποκλειστικά ιδιοκτήτες και οδηγούς οχημάτων που είναι δηλωμένα σε άλλες χώρες τις ΕΕ, επομένως και στην Ελλάδα.
Οι γερμανοί ιδιοκτήτες Ι.Χ. θα πλήρωναν επίσης αυτό το τέλος. Επειδή όμως παράλληλα θα μειωνόταν ο φόρος αυτοκινήτου στο ύψος του τέλους, στην πραγματικότα δεν θα είχαν καμία επιπλέον επιβάρυνση. Με άλλα λόγια, τα διόδια σε κράτη μέλη της ΕΕ όπως η Αυστρία, η Ιταλία και η Ελλάδα είναι συμβατά με το ευρωπαϊκό δίκαιο επειδή ισχύουν ανεξαιρέτως για όλους χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα για τους εντόπιους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων. Οι ευρωπαίοι δικαστές αποφάνθηκαν εκτός αυτού ότι ο νόμος παραβιάζει τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά της ΕΕ.
Αντιδράσεις των κομμάτων
Σε μια πρώτη αντίδραση εκπρόσωποι των Πρασίνων, των Φιλελευθέρων και του κόμματος Η Αριστερά χαιρέτισαν την απόφαση των ευρωπαίων δικαστών. Ο δε αντιπρόεδρος της Κ.Ο. των συγκυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών Σόρεν Μπάρτολ ανακοίνωσε την ακύρωση του μέτρου, το οποία ήταν να τεθεί σε ισχύει από το 2020. Επίσης, άσκησε κριτική στον υπουργό Μεταφορών Αντρέας Σόιερ από τους Χριστιανοδημοκράτες επειδή, χωρίς να περιμένει την απόφαση του δικαστηρίου, ανέθεσε σε ιδιωτική εταιρεία την είσπραξη του τέλους. Ο υπουργός θα πρέπει σύμφωνα με τον σοσιαλδημοκράτη Μπάρτολ «να διασφαλίσει ότι δεν θα δημιουργηθεί οικονομική επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό.»
Αξίζει να σημειωθεί τέλος ότι ο νόμος του ειδικού τέλους κυκλοφορίας είχε ψηφιστεί το Μάρτιο του 2017 χάρη στις επίμονες προσπάθειες των βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών του CSU και παρά την αρχική ένσταση των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών. Το CSU είχε θέσει το 2013 ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση την εφαρμογή αυτού του μέτρου.