Εδώ και μέρες μελετώ την εξαιρετική, Ποιητική Συλλογή του εκπαιδευτικού κ. Μανόλη Λεφάκη με τίτλο «ΝΟΣΤΟΣ ΕΑΡΙΝΟΣ» (Εκδόσεις Έρεισμα) κι εντυπωσιάζομαι, όχι μόνο από τη μεστή γραφή και τον πλούτο της, αλλά κι απ’ τα πολλαπλά νοήματά της.
Τα κρυμμένα μηνύματα που τ’ ανιχνεύει κανείς «ανάμεσα στις γραμμές», καθώς λεν οι Αγγλοσάξωνες! Εκεί θα σταθεί κάθε ανήσυχη ψυχή -στο κενό, ανάμεσα σε λέξεις και φράσεις διαλεκτές- ακολουθώντας αυτό το κάτι που αδιόρατα πλανάται από στίχο σε στίχο για να στοχαστεί, ν’ αντιληφθεί, να νοιώσει, να θυμηθεί, να συγκινηθεί…
Ποίηση βαθιά που τραβά το ενδιαφέρον απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες, ξεκινώντας με το «Νόστος Εαρινός» που δίνει στίγμα σε όλη την συλλογή και μοιράζεται με τον αναγνώστη ανησυχίες κι αναζητήσεις σε τόπους και χρόνους μακρινούς, μα και τόσο κοντινούς μας: «Νομάδες της ψυχής μου,/ μέσα στο κάμα της ερήμου/ ψάχνετε χειμερινά μιαν όαση,/ σ’ έναν εαρινό αντικατοπτρισμό./ Κι ένας νόστος άνεμος/ με τραβάει απ’ το χέρι,/ ανάποδα γυρνώντας την κλεψύδρα,/ πηγαίνοντάς με στο πηγαίο λάλον ύδωρ.»
Χαρακτηρισμό δείγμα και το κομμάτι «Κουρασμένο καλοκαίρι», που δεν κουβαλά μόνο, πίσω απ’ τις λέξεις τη νοσταλγική μελαγχολία όσων φεύγουν, αλλά και την αναμενόμενη απομυθοποίηση από τον ενήλικα, των πολύτιμών του, του άλλοτε: «Άλλο ένα καλοκαίρι,/ πέταξε μεσ’ απ’ τα χέρια μας./Τα προσχήματα ισχυρά,/ ο χρόνος πανδαμάτορας,/ όμως τα καλοκαίρια δεν τα γνωρίζουν αυτά./ Κι έτσι, καθώς περνούν/ το ένα μετά το άλλο,/ πάνω στην παραλία/ που ζέσταινε τα παιδικά μας όνειρα,/ τα πολύχρωμα βότσαλα/ όλο και λιγοστεύουν/ κι απ’ τα λαμπερά κοχύλια/ μόνο ψήγματα./ Κι η υγρή άμμος,/ που κάποτε κολλούσε στα κορμιά μας,/ τώρα βούρκο μυρίζει.»
Η αγάπη για τη φύση αλλά και για το υπερφυσικό, ο ανθρώπινος εγκλωβισμός κι η συνεχής πάλη μέσα μας, το φως, το σκοτάδι κι η αποκαρδιωτική παραίτηση που μας κυριεύει φορές-φορές, θ’ απασχολήσουν τον ποιητή. Δεν θα παραλείψει ωστόσο να μας παροτρύνει, όπως στο «Το πείσμα του ονείρου», να μην εγκαταλείπουμε προσδοκίες κι επιθυμίες, αλλά να παλεύομε μέχρι να εκπληρωθούν: «Καθώς η μαυρίλα μου/ περιμένει τις καινούργιες χίμαιρες/για τη μάχη του ανεκπλήρωτου./ Κι η ψυχή μου/ ζωγραφίζει με χαρά/ τα όνειρα της ουτοπίας./ Εσύ παγερή μάντισσα,/ με όλη την αυστηρότητα/ μέσα από το παραβάν/ θα μου γνέφεις “φτάνει πιά”./ Όμως εγώ/ και πάλι δε θα σε ακούσω…»
Ενδιαφέρουσες κι οι «Χίμαιρες», εκεί όπου το εύθραυστο λουλουδάκι του αγρού, έρχεται να μας θυμίσει την απαντοχή, καθώς και τη συνεχή αναγέννηση των πάντων, καλών ή κακών: «Άγρια δυνατά λουλούδια/ του ήλιου, της ερημιάς και του ανέμου,/ με συνεχή ανανέωση/ από εποχή σε εποχή,/ από χρόνο σε χρόνο/ σε χιλιάδες αποχρώσεις,/ σε χιλιάδες μορφές,/ άφοβα μάχονται/ και απωθούν μακριά / την τραγική ανθρώπινη μοίρα,/ οι καθημερινές μας χίμαιρες.»
Είναι δύσκολο, σ’ ένα τόσο σύντομο σχόλιο, να εκφράσει κανείς με λόγια όσα αποκόμισε, και κυρίως τα συναισθήματα! Εξίσου δύσκολο να ξεχωρίσει δείγματα γραφής απ’ τη μεγάλη ποικιλία θεμάτων που εμπνέουν τον ποιητή.
Γι’ αυτό αφού συγχαρώ τον δημιουργό για το αξιόλογο έργο του και του ευχηθώ «Καλή Συνέχεια!» θα τελειώσω μ’ ένα εκλεκτό κομμάτι το «Ιερό Πορτραίτο», που είναι αφιερωμένο σε ό,τι πολυτιμότερο φυλάμε μέσα μας: «Χάραμα βγήκες έξω απ’ την πόρτα,/ που σου άνοιξε ο ήλιος της ανάγκης/ και κάθισες στην ασβεστωμένη πέτρα σου./ Χάιδεψες με τα μάτια/ τις πολύχρωμες ζωγραφιές σου./ Το σκυλάκι, ο κατιφές, το γλυκό ματάκι,/ το κατιμέρι, η γαριφαλιά, το ωραίο φύλλο…/Αγκάλιασες με τα δάχτυλα/ τα ακριβά σου αρώματα./ Ο βασιλικός, η μαντζουράνα, η μπαρμαρούσα,/ η μέντα, ο δυόσμος, το δεντρολίβανο…/Κι ύστερα κοίταξες/ τη φωτογραφία της μικρής κορνίζας,/ που τράβηξες απ’ το στήθος σου/ κι η ματιά σου χάθηκε ιχνηλάτης/ στον μακρινό ορίζοντα./ Εγώ όμως μάνα,/ θυμούμαι τα δικά σου χέρια/ να μυρίζουν ψωμί, γάλα και χώμα/ και το βλέμμα σου αθάνατο νερό,/ να με λούζει σε κάθε μου περπάτημα»!