«Στη µετάφραση πάντα κάτι χάνεται. Εγώ είµαι ευχαριστηµένος αν καταφέρω να µεταφέρω το 80%. Εάν αυτό το ποσοστό πέσει πιο χαµηλά αρχίζω και σκέφτοµαι µήπως δεν κάνω καλά που µεταφράζω αυτό τον ποιητή. ∆εν θέλω να δώσω µια εντύπωση στον Άγγλο αναγνώστη ότι ένας µεγάλος ποιητής που γράφει στα ελληνικά δεν είναι το ίδιο µεγάλος όταν µεταφράζεται στα αγγλικά».
Ο Ντέιβιντ Κόνολι, κορυφαίος σύγχρονος µεταφραστής Ελλήνων ποιητών και λογοτεχνών στα αγγλικά, ερωτεύτηκε την Ελλάδα από παιδί κι αφιέρωσε τον εργασιακό του βίο στη σύγχρονη ελληνική γραµµατεία. Με σπουδές αρχαίας, µεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας, µέσα από τις µεταφράσεις του έδωσε “φωνή” σε σπουδαίους Έλληνες ποιητές και πεζογράφους, όπως οι Ελύτης, ∆ηµουλά, Βρεττάκος, Κοντός, ∆ούκα, Γαλανάκη, στο εξωτερικό, ενώ συγχρόνως δίδαξε µετάφραση σε ελληνικά πανεπιστήµια.
Τα τελευταία χρόνια, µετά τη συνταξιοδότησή του από το ΑΠΘ, αποφάσισε να µετακοµίσει και να ζήσει στην Ούµπρια της Ιταλίας. Ωστόσο, µε κάθε ευκαιρία, επιστρέφει πάντα στην Ελλάδα και στο περιθώριο µιας τέτοιας επιστροφής -όπου κλήθηκε να µιλήσει στο 3ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων- τον συναντήσαµε και µιλήσαµε µαζί του για την αγάπη του για τους Έλληνες ποιητές, τις δυσκολίες της µετάφρασης αλλά και τη “βαριά σκιά” της αρχαίας κληρονοµιάς που συχνά σκεπάζει τη σύγχρονη δηµιουργία.
Τι σας έκανε να αγαπήσετε τα ελληνικά γράµµατα;
Είναι µια πολύ καλή ερώτηση αλλά δεν έχω µια έτοιµη απάντηση. Παραµένει η απορία αυτή και για εµένα. Θυµάµαι µικρό παιδί είχαµε έρθει για διακοπές στην Ελλάδα µε τους γονείς µου κι από την αρχή της εφηβείας µου κάτι έγινε µέσα µου. Έψαχνα τότε στη νεότερη ελληνική πραγµατικότητα, αλλά και στην αρχαία ελληνική γραµµατεία, για απαντήσεις σε µεγάλα ερωτήµατα που µας απασχολούν όταν είµαστε έφηβοι. Οι απαντήσεις που έδιναν σε αυτά οι αρχαίοι φιλόσοφοι µε είχαν βοηθήσει πολύ. Έκτοτε ερχόµουν στην Ελλάδα µε κάθε ευκαιρία, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι. Ερωτεύτηκα τη νεότερη Ελλάδα. Ήθελα να µάθω περισσότερα για τη νεότερη ιστορία και λογοτεχνία κι αγόρασα ό,τι βιβλία υπήρχαν τότε µεταφρασµένα στα αγγλικά. Στην πραγµατικότητα δεν υπήρχαν πολλά εκείνη την εποχή αλλά υπήρχε ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης. Υπήρχαν επίσης βιβλία από ανθρώπους που είχαν ζήσει εδώ παλαιότερα, όπως ο Λόρενς Ντάρελ ή ο Πάτρικ Λι Φέρµορ. Έτσι όλο και περισσότερο ένιωθα µια σύνδεση µε την Ελλάδα κι από τότε το µόνο που ήθελα ήταν να έρθω να ζήσω εδώ. Στο µεταξύ, σπούδασα Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεοελληνική Λογοτεχνία.
Οι περισσότεροι ξένοι που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα αγαπούν την αρχαία Ελλάδα, αλλά δεν κάνουν το βήµα να γνωρίσουν τη σύγχρονη. Εσείς πώς και το κάνατε αυτό;
Έχετε δίκιο, είναι πολλοί που αγαπούν την αρχαιότητα αλλά απογοητεύονται από τη νεότερη Ελλάδα. Φαντάζοµαι επειδή έχουν κάποιες προσδοκίες κι επειδή πιστεύουν ότι η νεότερη Ελλάδα µοιάζει µε την αρχαία. Αυτό ήταν εµφανές στους λεγόµενους φιλέλληνες, που έρχονταν τον 19ο αιώνα. Για εµένα, όµως, δεν έγινε έτσι. Μπορώ να πω ότι η πρώτη µου αγάπη ήταν η νεότερη Ελλάδα. Θέλοντας βέβαια να καλύψω όλο το εύρος ξεκίνησα να µελετάω την αρχαιότητα για να καταλήξω στο σήµερα.
Ο µεταφραστής σε τι πρέπει να µένει πιστός, στο γράµµα ή στο πνεύµα του λόγου εκείνου που µεταφράζει;
Έχουν γραφτεί τόµοι πάνω στο θέµα αυτό. Κι εγώ έχω γράψει αρκετά επιστηµονικά βιβλία για το συγκεκριµένο ζήτηµα. Είναι κάτι που δίδασκα στο πανεπιστήµιο, το Ιόνιο, το Καποδιστριακό και το ΑΠΘ, από όπου και τελικά πήρα σύνταξη. Το ερώτηµα είναι ως προς τι πρέπει πρέπει να µείνει κανείς πιστός; Ένα λογοτεχνικό κείµενο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. ∆εν είναι µόνο το σηµασιολογικό, δηλαδή το µήνυµα. ∆εν διαβάζουµε τους συγγραφείς µόνο για το τι µάς λένε, αλλά και για το πως µάς το λένε. Εποµένως, και το ύφος είναι εξίσου σηµαντικό. Ο µεταφραστής θα πρέπει, λοιπόν, να µεταφέρει όχι µόνο το µήνυµα αλλά και το ύφος του συγγραφέα, αυτό που λέµε στην ποίηση “ποιητική φωνή”. Ούτε όµως τελειώνει εκεί το θέµα. Γιατί ένα λογοτεχνικό κείµενο έχει κι ένα συναισθηµατικό αποτέλεσµα πάνω στον αναγνώστη και θα πρέπει να µεταφερθεί κι αυτό. Πολλές φορές µάλιστα µεταφέρουµε το αποτέλεσµα που έχει το κείµενο πάνω σε εµάς στους µεταφραστές, µη παραβλέποντας συγχρόνως και τι προσπαθεί να κάνει ο συγγραφέας. Υπάρχει τέλος και µια τέταρτη παράµετρος. Το µεταφρασµένο κείµενο, το “µετάφρασµα” όπως λέµε, που πρέπει να λειτουργεί κι ως δείγµα δηµιουργικής – λογοτεχνικής γραφής στη γλώσσα την οποία µεταφράζουµε. Όλες αυτές οι διαφορετικές παράµετροι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όµως συχνά έρχονται µεταξύ τους σε σύγκρουση.
Πάντα είχα την απορία η µουσικότητα της γλώσσας του Παπαδιαµάντη ή του Καβάφη µπορεί να περάσει σε µια άλλη γλώσσα ή µήπως κάτι χάνουµε πάντα;
Κάτι πάντα χάνεται. Εγώ είµαι ευχαριστηµένος αν καταφέρω να µεταφέρω το 80%. Εάν αυτό το ποσοστό πέσει πιο χαµηλά αρχίζω και σκέφτοµαι µήπως δεν κάνω καλά που µεταφράζω αυτό τον ποιητή. ∆εν θέλω να δώσω µια εντύπωση στον Άγγλο αναγνώστη ότι ένας µεγάλος ποιητής που γράφει στα ελληνικά δεν είναι το ίδιο µεγάλος όταν µεταφράζεται στα αγγλικά. Πρέπει δηλαδή ο µεταφραστής κάνοντας µια επιλογή να γνωρίζει τι θα περάσει στην άλλη γλώσσα, για να µην υποβιβάσει το έργο ενός ποιητή.
Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος Έλληνας ποιητής που έχετε µεταφράσει;
Ήταν η µοίρα µου να ασχοληθώ µε δύσκολους. Ο Ελύτης ήταν δύσκολος και η ∆ηµουλά το ίδιο αλλά για άλλους λόγους. Έχω ακόµα µεταφράσει Γιώργο Βέλτσο που ήταν πολύ δύσκολος. Από την άλλη δεν υπάρχουν εύκολες µεταφράσεις. Οι ποιητές που χρησιµοποιούν την ίδια τη γλώσσα ως φορέα για την ποίηση είναι δύσκολοι, ενώ ποιητές που γράφουν αφηγηµατικά είναι πιο εύκολοι. ∆εν θέλω να παρεξηγηθώ, αλλά ο Καβάφης, που είναι ίσως ο πιο µεταφρασµένος ποιητής, είναι ίσως ο πιο εύκολος. ∆εν είναι εύκολο να αποδώσεις τη µικτή του γλώσσα, γιατί χρησιµοποιεί δηµοτική και καθαρεύουσα, αλλά αν θες να περάσεις µόνο το µήνυµά του είναι εύκολος.
Τα ελληνικά µιλιούνται από λίγους ανθρώπους παγκοσµίως κι ίσως αυτό να αδικεί τους σύγχρονους λογοτέχνες και ποιητές µας γιατί αποτελεί εµπόδιο να τους γνωρίσουν περισσότεροι άνθρωποι. Θεωρείτε ότι η σύγχρονη ελληνική γραµµατεία είναι αδικηµένη στο εξωτερικό;
Κι αυτό είναι ένα µεγάλο ζήτηµα. Ευτυχώς ή δυστυχώς η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία αδικείται από την αρχαία γραµµατεία. Πολλοί έχουν ταυτίσει την Ελλάδα µε την αρχαιότητα. Όλοι ξέρουν λίγο πολύ τον Όµηρο, τους τραγωδούς, τη Σαπφώ, τους λυρικούς ποιητές. Πολλές φορές όταν πήγαινα στο εξωτερικό κι έδινα διαλέξεις για την ελληνική λογοτεχνία έπρεπε να διευκρινίσω ότι θα µιλήσω για τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. ∆ιαφορετικά το µισό κοινό που έρχεται νοµίζει ότι η διάλεξη αφορά την αρχαία ελληνική γραµµατεία.
Είστε µεταφραστής αλλά έχετε γράψει και ο ίδιος ποίηση. Αλήθεια τι σας δίνει µεγαλύτερη χαρά, ένα δικό σας ποίηµα ή µια καλή µετάφραση που θα κάνετε;
Έχω εκδώσει κάποια ποιήµατα αλλά όλες οι δηµιουργικές προσδοκίες εξαντλούνται στη λογοτεχνική µετάφραση. Από εκεί και πέρα, η µεταφραστική διαδικασία είναι βασανιστική, δεν µού δίνει καµία χαρά. Όµως το αποτέλεσµα, όταν κάθοµαι µετά και διαβάζω το µετάφρασµα καµαρώνω για τη δουλειά µου. Όχι επειδή είµαι κανένας φαντασµένος, αλλά γιατί αισθάνοµαι ότι είναι κάτι καλό, κάτι όµορφο. Η µετάφραση είναι µια περιπέτεια, δεν ξέρεις όταν ξεκινάς αν θα βγει και πως θα βγει. Γι’ αυτό και χαίροµαι όταν βγαίνει κάτι καλό.
Υπάρχουν λογοτέχνες και ποιητές που δεν έχετε µεταφράσει και θα θέλατε να ασχοληθείτε;
Στην αρχή της καριέρας µου ήµουν εγώ που ζητούσα να µεταφράσω. Θυµάµαι όταν κυκλοφόρησε “Τα Ελεγεία της Οξώπετρας” ο Ελύτης, το ΄91, είχα διαβάσει τη συλλογή και έλεγα ότι θέλω να µεταφράσω αυτά τα 14 δισέλιδα και τρισέλιδα ποιήµατα. Εγώ ζήτησα να έρθω σε επαφή µε τον Ελύτη κι έτσι προέκυψε µια ωραία συνεργασία που κράτησε 2 χρόνια. Πήγαινα στο σπίτι του κάθε Τετάρτη απόγευµα 19:30 – 21:00 και συζητούσαµε για τα πάντα, για κάθε ποίηµα και για κάθε λέξη σε κάθε ποίηµα. Για εµένα ήταν µια µαθητεία, να βρίσκοµαι δίπλα του. Το ίδιο είχε συµβεί και µε τον Βρεττάκο. Αυτές ήταν οι πρώτες µεταφράσεις που είχα κάνει. Από εκεί και ύστερα οι ίδιοι οι συγγραφείς και ποιητές µε έψαχναν. Κι αυτό, το ό,τι τους γνώριζα και συνεργαζόµουν µαζί τους, ήταν µεγάλη χαρά για εµένα.
Σχεδόν µε όλη τη λεγόµενη γενιά του ’70 και του ’80 δούλεψα. Από εκεί και πέρα, θα ήθελα να ασχοληθώ πιο πολύ µε τους υπερρεαλιστές (Εγγονόπουλος, Εµπειρίκος, Κακναβάτος κ.ά.), γιατί υπήρξε στην Ελλάδα ένα πολύ ζωντανό κίνηµα που δεν είναι γνωστό στο εξωτερικό, όπως και µε η λεγόµενη πρώτη µεταπολεµική γενιά, όπου έχω µεταφράσει Αναγνωστάκη -έναν ποιητή που τον εκτιµώ αφάνταστα- αλλά υπάρχουν κι άλλοι µεγάλοι ποιητές αυτής της γενιάς.