Με την επικείμενη τηλεοπτική συζήτηση θα δοθεί η δυνατότητα στους πολιτικούς αρχηγούς να αναπτύξουν τις θέσεις των κομμάτων τους και να αντιπαρατεθούν μεταξύ τους σαν σε έναν σκηνοθετημένο “θεατρικό διάλογο”. Είναι μια παραλλαγή αυτού που συνέβαινε πολύ παλαιότερα στους πολέμους, όταν ήθελαν ν’ αποφύγουν τις μάχες και αιματοχυσίες, που αποφάσιζαν να μονομαχήσουν οι δύο ηγέτες τους και ανάλογα με την ικανότητα του καθ’ ενός, τηρουμένων των αναλογιών, να κρινόταν η έκβαση του αγώνα.
Αυτή η τηλεοπτική συζήτηση των αντιπάλων είτε τηλεμαχία την πούμε, σκιαμαχία ή ντιμπέιτ, κατά την ξενόγλωσση εκδοχή, που συνήθως αρεσκόμεθα, να εντάσσουμε στο γλωσσικό μας σύστημα, έγινε πρώτη φορά το 1960 στις Η.Π.Α. μεταξύ Κένεντυ και Νίξον. Στη χώρα μας ήρθε καθυστερημένα το 2004, διανθίστηκε και υπερφορτώθηκε με κανονιστικές ρυθμίσεις, ανάλογα με τον συγκερασμό των προθέσεων των αρχηγών των κομμάτων και μετετράπη σε λαβύρινθο για τον απλό τηλεθεατή, να προσανατολισθεί και να κινηθεί χωρίς αυταπάτες στον σωστό χώρο της εξουσίας.
Στο πρώτο, λοιπόν, τηλεοπτικό “σόου” έλαβαν μέρος εκτός απ’ τον Γ. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλή, οι Α. Παπαρήγα, Ν. Κωνσταντόπουλος και Δ. Τσοβόλας, οι οποίοι ίσοι προς ίσους κατέθεσαν τις απόψεις και τις προτάσεις τους, που στόχο είχαν, πέραν των άλλων, να αναδείξουν ο καθένας την προσωπικότητά του. Εγιναν και άλλες τηλεοπτικές εμφανίσεις του είδους χωρίς τον καταγγελτικό λόγο του αντιπάλου γιατί πέριξ αυτού περιστρέφονται οι κουβέντες να γίνεται πειστικός.
Σ’ αυτή τη δύσκολη εκλογική αναμέτρηση επαναλαμβάνεται η ενδιαφέρουσα κατά τα άλλα τηλεοπτική ανταλλαγή διαμορφωμένων απόψεων των αρχηγών, στην προσπάθεια του καθενός ν’ αποδείξει ότι η προσωπικότητά του αποπνέει εμπιστοσύνη, σιγουριά και ικανότητα για την επίλυση σε βάθος με ασφάλεια των προβλημάτων της χώρας. Δεν αποκλείονται πιθανές εκπλήξεις, που θα ’χουν ιδιαίτερη σημασία στην προσπάθεια με τις θέσεις τους να κρατήσουν υψηλά την κομματική συσπείρωση και να προσελκύσουν τους αναποφάσιστους.
Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο θα προσεγγίσουν τον πυρήνα των δημοσίων πραγμάτων ή αν κανείς, ύστερα από πιέσεις, αναγκαστεί να γίνει απολογητικός, πράγμα πιθανό, αλλά με επικοινωνιακή στρατηγική, που μπερδεύει, αντί να ξεκαθαρίζει και ν’ αποσταθεροποιεί την κοινή γνώμη. Αυτές οι τηλεμαχίες αποκρυσταλλώνουν τις προϋπάρχουσες εκλογικές προτιμήσεις και σπανίως δημιουργούν νέες κατευθύνσεις, διότι η πολιτική καλλιέργεια των ψηφοφόρων έχει ωριμάσει.
Είναι γνωστό ότι κάθε ερώτηση είναι προειλημμένη και ότι οι επιλεγμένοι δημοσιογράφοι θ’ αποφύγουν ν’ αποδομήσουν την αξιοπιστία οποιουδήποτε εκ των συμμετασχόντων αρχηγών κομμάτων. Και αν ακόμη ζητηθούν διευκρινίσεις, γιατί το ΑΕΠ της χώρας από 235 δισ. ευρώ το 2009 έπεσε το 2013 στα 182 δισ. ευρώ ή πού πήγαν τα 110 και τα 130 δισ. ευρώ του πρώτου και δευτέρου μνημονίου, πού θα δοθούν τα 86 δισ. ευρώ του τρίτου και γιατί, παρά τον περιορισμό του κράτους και των εξόδων του, το δημόσιο χρέος, κατά τις εκτιμήσεις της Τ.τ.Ε., εκτιμάται στα 540 δισ. ευρώ, ευθείες απαντήσεις δεν θα δοθούν.
Βέβαιο, πάντως, είναι, ότι οι δημοσιογράφοι θα επιλεγούν, από τα κόμματα εν συνδυασμώ με τους καναλάρχες. Δεν ξέρουμε, όμως, αν οι τηλεθεατές αποσβολωθούν, ακούοντας το σύνηθες πολιτικό “ποίημα” των αρχηγών, όταν γίνεται καταφανής η παπαγαλία, χωρίς πρωτοτυπία και αν μπορέσουν να εντοπίσουν τις χαώδεις διαφορές τους, που μέχρι χθες συνέπλεαν και μετά τις εκλογές θα υποχρεωθούν να συγκυβερνήσουν. Τέτοια πολιτική δεν κερδίζει ούτε προσελκύει το ενδιαφέρον των πολιτών!