Έφτιαξε ∆εκέµπρης απου λαλεί και τούτηνε τη χρονιά στα ξέτελά τζη, µουδέ ολάκερη η γ-ορά τζη δεν απόµεινε. Πότες εµπήκε και τηνε λέγαµε καινούργια, πότες ήρθε η Λαµπρή, οι µεγάλες κάψες, να το γαείρει σε ψιµοκαίρι και πότες φεύγει, µου φαίνεται µια ν΄ αστραπή. Ίσα για να φορτώσει σε µας τσι µεγαλωµένους, (δε µπορώ να το πω πλια µαλακά) το βάρος να κουβαλούµε στη ράχη ακόµης ένα χρόνο.
Ο παντέρηµος γλακά πλια ογλήγορα από ένα τσουρί στο χύτη, όπως ανοίγοµε και καµνιούµε τα µάθια µας περνά και φέβγει. Γλακά µε ούλο του το ντάνος να δώσει τα χαλινάρια του ντουνιά στον επόµενο, επειδής, οι χρόνοι απου αλλάζουνε συναλλήλως τωνε, κάνουνε κουµάντο κι εµείς αποµένει να αποδεχτούµε ό,τι καλό και να παλέψοµε ό,τι κακό φέρνει κάθα γεις.
Αναθιβάλλω τσι περαζούµενους χρόνους, απου τσι χρονιάρες αργαδινές, οι γ-άντρες τσι περνούσανε µε αποσπερίδες, πότες στου νιους και πότες στ΄ αλλουνού. Την αργαδινή, πριχού τω Χριστουγέννω και του Καινούργιου Χρόνου, οι γυναίκες εχαζιρέβγανε τα καλοχερίδια και τα φαητά τση ταχινής κι αποδέχουντωνε τα κοπέλια απου περνούσανε και λέγανε κάλαντρα. Ανε ρωτήξετε όµως για τσι πλια µεγαλωµένους, κουρέµετά ν-τωνε κι ετότε σας, κουρέµατά ντωνε κι εδά.
Ήτονε όµως πολλοί απου, σαν κι εδά, επγαίνανε για κουµάρι, προσπάντως την αργαδινή πριχού τη πρώτη του χρόνου. Στα Παλιά Ρούµατα όµως απου εξεχωρίζανε πολλώ λογιώ, εκάνανε τη βραδιά εκείνηνα γλέντι, για να µην πάνε οι γ-άντρες στο κουµάρι.
Ετούτουνε του χρόνου απου φεύγει, δεν έχοµε και πολλά καλά να του θυµούµαστωνε. Στο έµπα του ήτονε δυο πολέµοι αλλαργωπά απου µας αλλά στη γειτονιά µας κι αυτός εχερίκωσε άλλο λ΄ ένα απάνω στσι έρηµους τσι Σύρους.
Ανε πεις για το παραδοσάκουλο, είναι πλια όφκαιρο απου τον ίδιο καιρό του περυσινού χρόνου. Το λάδι είναι το µαξούλι απου έχουµε την απαντοχή για να µπαλώσοµε µερικές τρύπες κι οπέρυσις έπαιξε ένα καµπανό οθέ ν-τα πάνω. Οφέτος γαέρνει στα χαµηλώµατά ν-του, κι αφήνει ανεβασµένα µόνο τα µεροκάµατα. Να σκεφτώµαστωνε όµως κι εκείνονα απου το ψουνίζει, αλλά δε φταίµε εµείς. Άµα εµείς επουλούσαµε 8,5 εβρώ στο ψουνιστή εκόστιζε 15 και παράνω το κιλό, επειδής οι µεταπράτες δεν έχουνε Θεό και το γκουβέρνο κάνει τα στραβά µάθια. Και µια φορά απου ηµονε παωµένος στη Χώρα εσύντηχα στη στράτα µου ένα φίλο απου δεν είχε δικό ν-του λάδι. Εκάµαµε λακριντί κι ως ήτονε καλαµπουριτζής µού ΄λεγε: εκατάστησε να κοστίζει πλια πολύ το λάδι απου το λάδωµα.
Ετούτεσες το λοιπός οι σκολάδες θα κάµουµε το σιχτίρ πιλάφι του παλιού χρόνου και δεν είµαστωνε και κοπέλια να ανιµένουµε τον Άη Βασίλη να µας φέρνει πεσκέσια. Όπως σας έχω ξαναπωµένο, σε µάς µια πάρτη απου µουδέ στα κοπελάτα δεν έφερνε πράµα, εδά θα µασε φέρει;. Απου τα µάθια δεν εφέξαµε, απου τσι κουφάλες θα φέξουµε; Απού ΄λεγε και µια θειά µου.
Μπορεί να µην επέρνα επειδής δεν έβριστε το χωργιό γ-ή να µην έφεγγε επειδής δεν είχαµε ηλεκτρικό µε φώτα απάνω στσι στύλους. Εδά απου ήρθανε τα φώτα και στσι στύλους, µπορεί να περνά και να µη σταµατά επειδής δε βρίστει κοπέλια το χωργιό κι ετσά δεν έει πού να αφήσει τα πεσκέσια ν-του. Έει µόνο γερόντους το χωργιό κι είντα να τωνε δώσει. Χάπια τση πίεσης σάϊκα δεν έει στο µουζουροσάκκουλό ν-του, µουδέ χάπια να σταµατά τσι πόνους στσι κοκάλους.
Θα ν-εµπορούσανε οι γ-Αµερκάνοι να κάµουνε άλλο λ΄ ένα Άη Βασίλη, για τσι γερόντους, να τωνε πγαίνει φάρµακα για τσι αρώσειες και τσι πόνους. Σε µερικούς χρόνους στσι τόπους µας θα χρειγειάζεται αραί και που ο παλιός, απου φέρνει τα πεσκέσια στα κοπέλια και σε ούλες τση ζουγραφιές γελά. Άµα θειάξουνε Άη Βασίλη για τσι γερόντους, δε γ-κατέω είντα µούρη και σουσούµια θα του δώκουνε. Πλια πολύ µου φαίνεται πως θα µοιάζει του γιατρού.
Έχω ακουσµένα όµως πως µια γυναίκα 99 χρονών απου µπορεί να πιστέβγει θεληµατικά γ-ή άθελά τζη στο γεροντικό Άη Βασίλη, του ζήτηξε να τση δώκει µπάρε µου ένα χρόνο ζήσης ακόµης. Έλεγε πως το θέλει επειδής τα εγγόνια τση ευκηθήκανε να γενεί εκατό χρονώ και δε θέλει να στενοχωρεθούνε άµα δε πιάσει η γ-ευκή ν-τωνε. ∆εν ακούγεται αβάτζιο και λολάδα, δεν του ζήτηξε άντρα µουδέ να ζήσει άλλα ενενήντα εννιά χρόνια. Ελόγου µου τη µ-πιστέβγω γιάντα θέλει να πάει στσι εκατό χρόνους, ελόγου σας ξιά σας. Μαγάρι η γυναίκα να τσι φτάξει και να τσι ξαβατζάρει κιόλας. ∆ε τρώει το ψωµί µας και δε γλακούµε εµείς να τηνε γιατροπορέψουµε άµα είναι αρωσταρέ, γιάντα να µη γενεί και µεγαλύτερη, ακόµης κι άµα, το αληθινό πεθύµιο τζη, είναι να µη θέλει να φύγει απου τον απάνω κόσµο.
Τέθοια πράµατα αναθιβάλλοµε ετούτεσες τσι µέρες στο καφενείο κι έλεγε ο γεις το µακρύ του κι άλλος το κοντό του. Λέει ένας, όσο και να µη ζητούµε πολλά, δεν έχοµε και πολλά καλά να θυµούµαστε του χρόνου απου φεύγει. Ας έχοµε την υγειά µας, ψιλούς παράδες, ίσα να βάνοµε µερικά πράµατα στο ψυγείο κι αλάργο του πολέµου. Να µη µασε δώκει κιανένα τσουβαλάκι µε πολλούς παράδες και πάθοµε πράµα, δε θέλει πολύ κι η συφόρεση. Άλλα και το κεµέρι είναι µαθηµένο όφκαιρο κι άµα του βάλουµε πολλούς παράδες θα του κακοφανεί. Εδά είναι όφκαιρο κι αλαφρύ, άµα γεµώσει θα µασε πέφτει το πατελόνι.
Ετσά ΄ναι λέει ο άλλος. Εµείς είµαστε αναγκάδοι απου δεν έχοµε παράδες να πάρουµε τα χρειγιαζούµενα κι εκείνοινα απου έχουνε αναµαζωµένο το πλούτος έχουνε την ανάγκαση, είντα θα κάµουνε τσι παράδες τωνε. Όντε τρώνε φαΐ, µιας στιµής χορταίνουνε και σταµατούνε, επειδής ανε φάνε παράνω θα σκάσουνε. Όσους παράδες όµως και να βγάλουνε δε χορταίνουνε µουδέ φοβούνται πως θα σκάσουνε. Έχουνε όµως και µιαν άλλη ανάγκαση, πως θα βγάλουνε πλια πολλούς παράδες. Ετούτηνα η ανάγκαση είναι χειρότερη και δεν τσι αφήνει να χαρούνε τα έχει ν-τωνε.
Λέει ένας άλλος απου τον είχανε τσελεκώσει οι διχτάτορες κι είχε καµωµένη µια µεγάλη στραθειά στη Γυάρο: Υπάρχουνε φτωχοί και πεινασµένοι, όη επειδής εκείνανα απου βγάνει η γης δεν µπορεί να χορτάσει τσι αθρώπους του ντουνιά, παρά επειδής δεν χορταίνουνε εκείνοινα απου έχουνε αναµαζώξει το πλούτος. ∆εν τσι γνοιάζει πόσοι κακοπερνούνε και πόσο απου το δίκιο του κοσµάκη κατασταίνει να φαωθεί και να γενεί πλούτος τωνε. Ανε µπορούσανε θα µασε παίρνανε και τη µπουκιά απου το στόµα, για τούτονα δεν πρέπει να σταυρώνουµε τα χέρια. Απάλιο θέλει για να θειάξουµε όσο γίνεται καλύτερα τη ζήση µας. Μουδέ να ανιµένουµε απου τον Θιό να τα φέρει ντρέτα, ας κάµοµε εµείς εκείνανα απου πρέπει και να ζητήξοµε τα αποδέλοιπα, απου δε περνούνε απου τη χέρα µας. Και να δείτε πόσο θα λιγοστέβγουνε εκείνανα απου ζητούµε απου το Θιό, ανε κάµουµε εµείς εκείνανα απου πρέπει,.
Ένας απου έφευγε εκείνηνα την ώρα κι εγροίκα τη κουβέντα, αντιγαέρνει και λέει: ο παντέρηµος ντουνιάς δεν µπορεί νάναι πανηγύρι αλλά δεν πρέπει κιανείς να τσαγκουρνοµαδιέται µε όσα θωρούµε. Να µη µάσε παίρνει απου κάτω, να κλέφτοµε µια του χάρο µόλις µπορούµε και να το κατέτε, το αντίθετο του χάρο είναι η χαροκοπιά.
∆εν έχουνε τελειωµό οι κουβέντες των αθρώπω, παρά εγώ θα παραιτήσω το κοντυλοφόρο να πάω να αναµαζώξω κιανένα ξύλο για το κονάκι. ∆ε βαστώ τα µούρµουρα τση κεράς, αλλά το θωρώ κι αµοναχός µου. Ήρθε βαρύ το κρύγιος κι απου ξύλα στο κονάκι µου έχω µόνο τα µάσκουλα στσι πόρτες και τα δοκάρια µε τα µεσοδόκια.
Καλές σκολάδες να περάσοµε και σπολλάτη σε ούλους σας.
*O ΚατωΚεφαλιανός
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΜΠΟΛΑΚΗΣ*