Η νύχτα παγωμένη σαν την καρδιά της…
Έβαλε με προσοχή τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες πάνω στο βελούδινο τραπεζομάντηλο, ίδια συνταγή, σαν τότε που το σπιτι αντιλαλούσε τα ξεφωνητά των παιδιών, αλευρωμένες μυτούλες κ χεράκια μες τα ζυμάρια. Τώρα μόνη, μετράει τα χρόνια που έφυγαν τα παιδιά. Τις χαρές που έμειναν στα αζήτητα.
Φωνές και ποδοβολητά. Αχ, αυτά τα προσφυγάκια ησυχία δεν έχουν, στο διπλανό διαμέρισμα. Έσυρε βαριά τα βήματα, ως το τζαμι, χαρούμενες φωνές ακούγονταν στο δρόμο… που όταν σταμάτησαν, η σιωπή έπνιξε πάλι το δωμάτιο.
Σε μια προσπάθεια καλής θέλησης, χτες στόλισε το δεντράκι που ήταν καταχωνιασμένο στην αποθήκη. Κάθε στολιδάκι κάτι της θύμισε από παλιές, ευτυχισμένες στιγμές. Τα λαμπιόνια μόνο δεν άναψαν. Η υγρασία βλέπεις…
Κάθισε στην ξεφτισμένη πολυθρόνα της, με τα μάτια καρφωμένα στο τηλέφωνο. Περίμενε να της τηλεφωνήσουν απόψε, η Μαρία από το Βανκούβερ, ο Γιώργος από τη Δανία. Όμως η ώρα περνούσε… Έχουν και αυτά τη ζωή τους, τα δικαιολόγησε.
Ένας θόρυβος. Το άστρο έπεσε από το δέντρο. Δεν έφτανε να το στερεώσει καλά. Το έσφιξε στην παλάμη της και εκανε μια ευχή. Ένα κουδούνισμα. Ένα μελαμψό μουτράκι ξεπρόβαλε. Κρατώντας το χέρι της, την οδήγησε δίπλα. Χαμογέλασε, αυτή τη νύχτα γίνονται θαύματα…