Νύχτα βαθιά και περασμένη αρκετά η ώρα. Αυτό το καλοκαιριάτικο βράδυ βρέθηκα καθισμένη στην άκρη μιας δροσερής πεζούλας, κοιτώντας τον ουρανό. Τούτα τ΄ αστέρια τα γνώριμα και λαμπερά, μου φαίνουνται κατακαίνουργια και νιογεννημένα.
Σαν πήρε να βραδιάζει, ο Αποσπερίτης μου φάνηκε απόμακρος και ξεφτισμένος. Μα ξεχασμένη στις έγνοιες μου, έμεινα να σκέφτομαι και να λογαριάζω και τώρα σαν να ξύπνησα ξαφνικά σε κόσμον άλλο. Σαν καντήλια πολύτιμα, αναμμένα στη θολωτή εκκλησιά του Πλάστη μου φαίνουνται τ΄άστρα καθώς τα χωρίζει στα δυο το αχνό ατλάζι του γαλαξία. Τα τεράστια χέρια που κουνιούνται μέσα στη σιγαλιά και το γλυκό θρόϊσμα των φύλλων τους, δροσίζουν την καρδιά και το κορμί. ΄Ολη η κάψα της μέρας θαρρείς εξατμίζεται κι ανεβαίνει προς τον ουρανό, μα κάτω από τα πόδια μου, η γη, το χώμα, μένει ζεστό κι αναδίνει τη ζωντανή μυρωδιά του.
Πιο πέρα, δεξιά, τα χαλάσματα των παλιών αρχοντικών φαντάζουν στοιχειωμένα. Τοίχοι ψηλοί, δοκάρια τεράστια που κρέμονται τώρα σχεδόν στον αέρα, τζάκια και πυρομάχια που δεν έχουν ανάψει για χρόνια… και μνήμες – μνήμες πολλές που ξεχειλίζουν το νου και σε παίρνουν σε χρόνους μακρινούς και μισοξεχασμένους.
Σαν πρωτόρθα εδώ μπήκα μέσα στα χαλάσματα που μου διηγούνταν ιστορίες περασμένες : Για τους άρχοντες παππούδες, που τα σπιτικά τους ήταν πάντα ανοιχτά για όλους. Για τους χωριανούς που το θεωρούσαν τιμή να τους καλέσουν να τρυγήσουν τ΄ αμπέλια και να πατήσουν τον τριζάτο ολόγλυκο καρπό μέσ΄ το παλιό πατητήρι. Για τις παλιές ντόγες που γέμιζαν χυμούς που τραγουδούσαν κι ανάβραζαν μέσ΄ τους μαγατζέδες, παρέα με τα βαρέλια με το ευλογημένο ήρεμο λάδι. Για τα γλέντια και τις χαρές και τα πλούσια τραπεζώματα στις φαρδιές καθάριες αυλές που αντηχούσαν απ΄ τα τραγούδια και τα βαριοπατήματα του λεβέντικου χορού στις καλοστρωμένες πλάκες. Για τους οντάδες και τις ήρεμες γωνιές των γυναικών των σπιτιών που έγνεθαν, έπλεκαν, μαγείρευαν και κατάστεναν το σπιτικό τους, κρατημένες μακριά απ΄ τις αντρίκιες κουβέντες, μα που λογαριάζονταν σαν ίσες και τους έπαιρναν πάντα τη γνώμη τους για τα ζητήματα της φαμελιάς.
Και τώρα, αυλές χορταριασμένες, τρόχαλοι, χαλάσματα, που σαν στοιχειά κρατούν μέσα στα μισογκρεμισμένα τούτα σπίτια, τις άϋλες μορφές αυτών που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, αγάπησαν, αγαπήθηκαν και πέθαναν εκεί.
Κάπου μακριά ακούγονται σκυλιά να αλυχτάνε. ΄Οχι άγρια και θυμωμένα, μα σαν να είδαν κάποιον γνωστό και φίλο. Και τ΄ αλυχτίσματα αυτά είναι σαν φλόγες που ξεπετάχτηκαν για μια στιγμή απ΄ το απύθμενο βύθος της σκοτεινιάς και της ησυχίας και ξαναγύρισαν και ξανάπεσαν πάλι μέσα της για να ξανάρθει η γαλήνη.
Στην άλλη άκρη, το σημερινό χωριό, σφιχτοδεμένο, μισοκοιμισμένο. Φλογίτσες που τρεμοσβήνουν, μισοφωτίζουν τις γωνιές των παραθυριών. Κουρτινάκια τραβηγμένα για να μπορεί το αγέρι της νύχτας να μπαίνει απ΄ τις γρίλιες και να δροσίζει τα κουρασμένα κορμιά. Γειτονιές σκοτεινές, μακρινές, πάνω σε λοφάκια και μέσα σε λαγκαδιές όπου μουρμουρίζουν κελαρυστά, κρυστάλλινα νερά και πιο κοντινές, λουσμένες στη δροσιά της καλοκαιριάτικης νύχτας. Κάπου κάπου μια φωνή, μια κουβέντα κι ύστερα πάλι ησυχία, γαλήνη. Αργά αργά κουνιέται το σχοινί της καμπάνας του Αη-Γιώργη και η εκκλησιά του φαντάζει τρανή μητρόπολη καθώς την κατασκεπάζει το ασημένιο αχνοφώς της σελήνης. Μοσκοβολιές απλώνονται τριγύρω. Πλατύφυλλα και σγουρά βασιλικάκια, βάσαρμοι και ντροπαλά γιασεμιά ριγούνε στο απαλό χάδι της νύχτας, προσφέροντας απλόχερα το άρωμά τους μεθυστικό, στις ολοδρόσερες, φρεσκοασπρισμένες αυλές.
Μαγεμένη μένω ασάλευτη, πετρωμένη, εκστατική, κομμάτι κι εγώ της μαγεμένης τούτης βραδιάς, θαυμάζοντας την ασύγκριτη ομορφιά στο γαληνεμένο τόπο.
Θαμπωμένη απ΄ το χρυσορόδινο ξύπνημα της μέρας, σαν ανατέλλει αργά και μεγαλόπρεπα ο καυτερός βασιλιάς του ουρανού, γυρίζω στο μικρό σπιτάκι, το σκεπασμένο απ΄ τους στοργικούς βλαστούς της κληματαριάς. Καθώς μπαίνω μέσα, ρίχνω μια τελευταία ματιά στα σκοτεινά ακόμη σοκάκια, στα χαλασμένα αρχοντόσπιτα, στις μαυρισμένες καμινάδες και στα δροσερά χαγιάτια, στα καταπράσινα δροσοσταλαγμένα στολίδια της κρεβατίνας που τα χρυσίζουν οι πρώτες ηλιαχτίνες.
Και καθώς κράζει μέσα στο πρώτο φως της αυγής ο πετεινός, συλλογιέμαι πόσοι από μας τους κουρασμένους ανθρώπους της πόλης έχουν περάσει μια τέτοια νύχτα. Πόσοι ξόδεψαν μια νύχτα απ΄ τη ζωή τους και παραμέλησαν τον ύπνο τον τόσο αναγκαίο, για να μείνουν σε κάποια νοτισμένη, χορταριασμένη πεζούλα περιμένοντας τον ήλιο. Και πόσοι ξέφυγαν έστω για μια βραδιά απ΄ το άγχος, το καυσαέριο, τα κάθε είδους προβλήματα, τα μικρά και μεγάλα, την πανδημία, τη βιασύνη και την αγωνία, για να νοιώσουν μικρότατα κομματάκια μιας “νύχτας γεμάτης θάματα, μιας νύχτας σπαρμένης μάγια”……….