» Kevin Barry (μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδόσεις Gutenberg)
Το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη εμφανίστηκε στον αναγνωστικό μου ορίζοντα χωρίς ιδιαίτερα λεπτομερή στοιχεία νηολόγησης. Πέρα από τη χώρα ναυπήγησης (Ιρλανδία) και μια περιρρέουσα αχλή θετικών σχολίων, η επιλογή βασίστηκε κυρίως στο ένστικτο. Η θεωρία λέει πως τα λιμάνια ως μυθιστορηματικοί τόποι δεν είναι του γούστου μου, αν και η μπεκετική αναλογία αναπόφευκτα ιντρίγκαρε παρά τις επιφυλάξεις που γεννούσε. Λίγες σελίδες ήταν αρκετές ωστόσο. Το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη είναι με διαφορά το βιβλίο-έκπληξη της χρονιάς ως τώρα.
Βλέπεις κάποιο τέλος στον ορίζοντα, Τσάρλι;
Θα ‘λεγα ότι ήδη, σχεδόν, έχεις μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, Μόρις.
Δύο Ιρλανδοί, που φαίνονται μελαγχολικοί μέσα στο δυσάρεστα υγρό φως του επιβατικού σταθμού, κάνουν χειρονομίες μακροχρόνιας καρτερίας και πόνου – είναι γεννημένοι για τέτοιες χειρονομίες και τις προσφέρουν αβίαστα.
Είναι νύχτα στο παλιό ισπανικό λιμάνι της Αλχεθίρας.
Ο Τσάρλι Ρέντμοντ και ο Μόρις Χερν, ως άλλοι Βλαντιμίρ και Εστραγκόν, αναμένουν την άφιξη του επόμενου πλοίου από την Ταγγέρη, παραφυλάνε στην αίθουσα αναμονής του λιμανιού μήπως και ανάμεσα στους ταξιδευτές διακρίνουν τη Ντίλι, την κόρη του Μόρις που έχει τρία χρόνια να τη δει. Αυτή είναι η υπόθεση του μυθιστορήματος του Κέβιν Μπάρυ· ένας πατέρας, παρέα με τον φίλο του, αναζητά την κόρη του.
Ο Ιρλανδός συγγραφέας με δεξιοτεχνία σχηματίζει τα μονοπάτια που τους οδήγησαν ως εκείνο το ανδαλουσιανό λιμάνι, ξηλώνει τα νήματα του παρελθόντος, ακολουθεί τις λάθος στροφές και τις φρενοβλαβείς κατηφόρες. Μια ιστορία κοινότοπη, ένας πατέρας που απέτυχε ανάμεσα σε άλλα και στη σχέση με την κόρη του, τώρα ζητά εξιλέωση, μια πολλοστή ευκαιρία να υποσχεθεί πως ποτέ ξανά, μια ιστορία που στα χέρια του Μπάρυ γίνεται ένα συγκλονιστικό νέο-νουάρ μυθιστόρημα. Όλα τα συστατικά μιας νουάρ ιστορίας είναι εδώ και κυρίως η ατμόσφαιρα. Η υγρασία του λιμανιού είναι διάχυτη στις σελίδες. Κολλώδης ατμόσφαιρα ακατάλληλη για βαθιές αναπνοές, ακόμα και για έναν συνηθισμένο σ’ αυτά Ιρλανδό. Η αίθουσα αναμονής ενός λιμανιού, αυτός ο μη τόπος, που βρωμάει κουρασμένα σώματα και φόβο, με τις αστυνομικές περιπολίες και τα φώτα που ποτέ δεν χαμηλώνουν, γίνεται το κατάλληλο σκηνικό για να ξεδιπλωθεί το κουβάρι της αφήγησης. Όλες οι αφηγήσεις συγχωνεύονται σ’ ένα σώμα· οι μονόλογοι, οι διάλογοι, οι σκέψεις, οι αναδρομές, οι ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα, οι παρεμβάσεις του παντογνώστη αφηγητή, όλα· γίνονται ένα σύνολο ενιαίο με εμφανείς ωστόσο τις συνδέσεις και τους αρμούς. Μαστοριά στην κατασκευή με περίσσευμα χώρου για την απόθεση συναισθήματος ανάμεσα σε ορόφους όπου συχνάζουν έμποροι ναρκωτικών και σωμάτων, αποτυχημένοι γονείς και εραστές, η ιρλανδική ομίχλη και ο ανδαλουσιανός ήλιος, όλα εκείνα που θα μπορούσαν να έχουν γίνει αλλιώς αλλά δεν έγιναν.
Το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, όμως, δεν εξαντλείται στο στυλιζάρισμα της φόρμας και στις αβάντες του είδους. Ο Μπάρυ γράφει ένα μυθιστόρημα σύγχρονο, που δεν εγκλωβίζεται στην ιρλανδική πραγματικότητα. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή τοποθετεί τη δράση μακριά από την Ιρλανδία, δεν θα αρκούσε κάτι τέτοιο. Οι διαδρομές των ναρκωτικών και των σωμάτων, οι αρχές και οι ενδιάμεσοι κρίκοι της αλυσίδας, οι παράπλευρες απώλειες. Η παγκόσμια σταθερά της αποτυχίας και της θλίψης δεν γνωρίζει σύνορα, είναι τόπος κοινός, παρά την όποια ιρλανδική κλίση στη μελαγχολία. Το κακό επίσης. Η Ταγγέρη ως τόπος λογοτεχνικός συνδέεται με έναν σπουδαίο, τον Πολ Μπόουλς, σ’ εκείνον οφείλει μεγάλο μέρος του μύθου της. Οι βόρειες ακτές της Αφρικής δεν έπαψαν να αποτελούν καταφύγιο φυγής, το πέρασμα στο εξωτικό, σ’ έναν τόπο που ίσως γλίτωσε από τη διάχυτη απομάγευση, έστω σε κάποιες ελάχιστες γωνιές του. Ο Μπάρυ τοποθετεί τη δράση στην απέναντι ακτή, τη μη δράση για την ακρίβεια, την αναμονή. Τίποτε το κοσμοπολίτικο, τίποτε το μαγικό, τίποτε το αρχέγονο εδώ.
Η γλώσσα του Μπάρυ, όπως τη μεταμορφώνει ο Ορφέας Απέργης στα ελληνικά, είναι συγκλονιστική, καθώς συνδυάζει όλη τη βρωμιά και όλη την ομορφιά του κόσμου σε μια διαρκή αντιπαράθεση. Ένας θρήνος αντιηρωικός είναι το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη, μια ιδιότυπη ελεγεία για όσα έχουν χαθεί. Οι αναλήψεις από το παρελθόν έρχονται να ξύσουν πληγές, να θυμίσουν πως δεν ήταν τα πράγματα πάντοτε σε αδιέξοδο, πως πάρθηκαν αποφάσεις κάποιες δεδομένες στιγμές, εκεί υψώθηκαν οι τύμβοι της ήττας. Το τίμημα της μνήμης. Με ελάχιστες γραμμές ο Μπάρυ σκιαγραφεί τους δυο τους και τον κόσμο τους και όμως ο αναγνώστης νιώθεις πως τα γνωρίζει όλα, κάθε μια χαρακιά του προσώπου, κάθε μια πτυχή του. Τα (κυριολεκτικά) λειψά πρόσωπα της πλοκής εγείρουν μια συμπάθεια που δεν την αξίζουν, που δεν τους πρέπει, συμπάθεια που εκπορεύεται από την αύρα της αποτυχίας που φέρουν. Ο Τσάρλι και ο Μόρις δεν τα κατάφεραν, απέτυχαν οικτρά, βρίσκονται εδώ, σε αυτό το μέρος και σε αυτή την κατάσταση, σε μια απόπειρα να κάνουν κάτι που να βγάζει κάποιο νόημα. Γυρεύουν κάποιον, τη Ντίλι συγκεκριμένα, για να απολογηθούν, να δώσουν τη δική τους εκδοχή των γεγονότων, να ζητήσουν επιείκεια, αλλά ταυτόχρονα τη γυρεύουν για να καθησυχαστούν πως δεν πήγαν όλα μάταια, όλα χαμένα, πως κάτι άξιζε σε όλο αυτό.
Ο Μπάρυ, ανάμεσα στις τόσες φωνές που διακρίνονται στο μυθιστόρημα, πετυχαίνει να υψώσει ευδιάκριτη και δυνατή τη δική του. Τα δάνεια, οι προσλαμβάνουσες, οι φόροι τιμής· όλα είναι εδώ, χωνεμένα και λειτουργικά, η συνέχεια μιας παράδοσης ζωντανής, ενός φαινομένου δυναμικού, όπως είναι η λογοτεχνία από τη φύση της. Είναι από τα βιβλία εκείνα που προαναγγέλουν τη λογοτεχνία που έρχεται, που βρίσκεται καθ’ οδόν. Κάτι παρόμοιο ένιωσα για τον Ντυκροζέ, τον περσινό νικητή της κατηγορίας «Έκπληξη της χρονιάς» και το βιβλίο του Η ανακάλυψη των σωμάτων.
Αν ήταν ταινία, σκηνοθέτης θα ήταν ο Νιλ Τζόρνταν και διευθυντής φωτογραφίας ο Κρίστοφερ Ντόιλ, με τον τρόπο που συνεργάστηκαν στο Ondine (2009).