» Djuna Barnes (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδόσεις Gutenberg)
Το νυχτοδάσος είναι ίσως ο πλέον ανοίκειος τόπος για το κάθε ον, συνυφασμένος με τον τρόμο από την αρχή του χρόνου μέχρι και σήμερα, παρότι απομακρυνόμαστε από τα δάση που έτσι και αλλιώς ολοένα και συρρικνώνονται, η μνήμη αυτή, γονιδιακά αποτυπωμένη πια, με μια ελάχιστη υπόνοια ξυπνά. Οι ήχοι μεγεθύνονται στη σιωπή, οι σκιές πυκνώνουν στο σκοτάδι. Οι λέξεις πάντοτε κρύβουν κάτι, κάτι που φωλιάζει σε αυτές, λίγο να ξύσει κανείς την επιφάνεια θα διαπιστώσει πως δεν σχημάτισε τυχαία εκείνη και όχι την άλλη λέξη, πως η τυχαιότητα είναι μόνο φαινομενική, μια εξήγηση βιαστική, μια δικαιολογία συχνά απαραίτητη, για τους άλλους, για εμάς, πιο συχνά για εμάς. Όταν η Μπαρνς συνειδητοποίησε πως ο τίτλος που διάλεξε για το μυθιστόρημά της αυτό, εμπεριείχε το όνομα της παλιάς της ερωμένης Nigh T.Wood, βεβαιώθηκε πως ανάμεσα στους τίτλους αυτός ήταν ο εκλεκτός. Και η αποκάλυψη αυτή άλλο δεν δείχνει παρά πως, ακόμα και αν πετύχεις να σε πείσεις πως η ιστορία που επιθυμείς να διηγηθείς είναι τέκνο της ένωσης της φαντασίας με την έμπνευση, ακόμα ακόμα και αν σκοπός σου ήταν να ενσταλάξεις το προσωπικό προσεκτικά και με έλεγχο στην ιστορία αυτή, κρατώντας μακριά τα αδιάκριτα βλέμματα, θα έχεις αποτύχει οικτρά. Και κάθε ανάγνωση θα το δείχνει αυτό. Σημαίνει κάτι τέτοιο πως το Νυχτοδάσος διαβάζεται ως ένα μυθιστόρημα αυτοβιογραφικό; Ναι, όπως το κάθε μυθιστόρημα διαβάζεται ως αυτοβιογραφικό, και εκείνο που μένει να απαντηθεί είναι ποιου η αυτοβιογραφία είναι.
“Η Ρόμπιν μπορεί να πάει οπουδήποτε, να κάνει οτιδήποτε”, συνέχισε η Νόρα, “επειδή μπορεί και ξεχνά. Κι εγώ δεν μπορώ να πάω πουθενά, επειδή θυμάμαι”. Πλησίασε προς το μέρος του. “Μάθιου”, είπε, “μη νομίζεις πως ήμουν πάντοτε έτσι. Κάποτε ήμουν αδίσταχτη, αλλά αυτή είναι μια αγάπη διαφορετική… με ακολουθεί παντού, δεν σταματάει πουθενά… με κατατρώει. Πώς θα μπορούσε να μου μιλήσει, τη στιγμή που δεν υπάρχει τίποτα να πει που να μην αποτελεί αποδεικτική μαρτυρία εναντίον της;”.
Ο Φέλιξ απέκτησε με τη Ρόμπιν έναν γιο, τον Γκουίντο, εκείνη τον παράτησε όταν γνώρισε τη Νόρα, η οποία εγκαταλείφθηκε όταν η Ρόμπιν ερωτεύτηκε τη Τζένη και έφυγαν μαζί για την Αμερική. Ο Φέλιξ και η Νόρα, χωριστά ο καθένας, καταφεύγουν στα ευήκοα ώτα του γιατρού Μάθιου-Μέγας-κόκκος-άλατος-Δάντης Ο’ Κόνορ, να του μιλήσουν για εκείνη, την πηγή της δυστυχίας τους, που συνεχίζουν να την ποθούν. Αυτή είναι η υπόθεση του μυθιστορήματος αυτού σε αδρές γραμμές. Ένα ρομάντζο, μια ιστορία αγάπης είναι το Νυχτόδασος, μια ιστορία για τον πόνο της αγάπης ή για το αδύνατο της αγάπης, καθένας μπορεί να διαλέξει. Και δεν προκαλεί εντύπωση πως όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα αυτό, παρότι εγκωμιάστηκε από ιερά τέρατα της λογοτεχνίας, δεν βρήκε το κοινό του, όπως δεν προκαλεί εντύπωση πως ακόμα και σήμερα, πάνω από ογδόντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, και παρότι προσέλκυσε ξανά το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, εξακολουθεί να δυσκολεύεται να γίνει αποδεκτό από το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Έργα όπως αυτό δημιουργούν μια αμηχανία στους αναγνώστες, επαγγελματίες ή μη, με τις ευτελείς πρώτες ύλες να ευθύνονται ως ένα βαθμό γι’ αυτό, μια αμηχανία μήπως πρόκειται για κάποια απάτη, η άμυνα που αναπτύσσουμε μην τύχει και πιαστούμε κορόιδα, θυσιάζοντας έτσι καχύποπτα κάθε πιθανή απόλαυση.
Στον πρόλογό της η -σπουδαία και παραγνωρισμένη στα καθ’ ημάς- Γουίντερσον εντοπίζει την ιδιαιτερότητα του μυθιστορήματος αυτού -που ισχύει και για αρκετά ακόμα-, ιδιαιτερότητα που έχει να κάνει με τον χρόνο που καλείται να διαθέσει -και όχι να θυσιάσει- ο αναγνώστης, και που έρχεται σε αντίθεση με τις πρώτες ύλες που η συγγραφέας χρησιμοποιεί. Σε μια εποχή γρήγορης απόλαυσης η λογοτεχνία της Μπαρνς μοιάζει παρωχημένη. Η πρώτη ανάγνωση με άφησε με την υποψία πως αυτό που διάβασα είχε πάστα καλής λογοτεχνίας και μάλιστα σε υψηλή περιεκτικότητα. Υποψία όμως και όχι βεβαιότητα για την οποία χρειάστηκε μια δεύτερη ανάγνωση, που παρότι πιο γρήγορη, καθώς πλέον τα μονοπάτια του νυχτοδάσους τα είχα κιόλας μια φορά διαβεί, αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Η ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος θα μπορούσε να εξελιχθεί σ’ ένα παιχνίδι ρόλων, σκέφτομαι, μετά την πρώτη ανάγνωση, κάθε αναγνώστης θα διάλεγε ένα πρόσωπο, για τους δικούς του λόγους ο καθένας, άλλος τη Ρόμπιν, και άλλος τον γιατρό, άλλος τη Νόρα και άλλος τον Φέλιξ, ίσως κάποιος τη Τζένη. Ύστερα, γύρω από το τραπέζι, κάθε πρόσωπο θα έλεγε την ιστορία του. Η Ρόμπιν θα έπρεπε να παραμείνει σιωπηλή ακούγοντας αυτές τις ιστορίες στις οποίες εκείνη πρωταγωνιστεί, και που μαζί με τον γιατρό συνθέτουν ένα ιδιοφυώς δοσμένο ζευγάρι χαρακτήρων. Η Ρόμπιν που κυριαρχεί από άκρη σε άκρη στην ιστορία αυτή και όμως δεν εμφανίζεται ποτέ, ό,τι μαθαίνουμε για εκείνη είναι από τις διηγήσεις του Φέλιξ, της Νόρα, της Τζένη και του Μάθιου, εκείνη δεν παίρνει τον λόγο, δεν της δίνεται το δικαίωμα να δικαιολογηθεί, να δώσει τη δική της εκδοχή, αν υποθέσουμε πως θα της ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Απέναντί της ο Μάθιου, εκείνος που ακούει, ένας εξομολογητής που δεν το επέλεξε να φορτώνεται την πίκρα των ανθρώπων και όμως αυτός μοιάζει να είναι ο προορισμός του επί γης.
Η Γουίντερσον επισημαίνει την αλήθεια των χαρακτήρων της Μπαρνς, αληθινοί και καθόλου στερεοτυπικοί, παρότι ανήκουν σε μιαν άλλη εποχή, μακρινή της δικής μας, φέρουν την ανθρώπινη αλήθεια, τη σκοτεινή πλευρά του ερωτικού πόνου, τα πάθη και τις αδυναμίες τους, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζονται με ευκολία από τον αναγνώστη, που με έκπληξη διακρίνει το ενδεχόμενο της ταύτισης με κάποιο από αυτά να ξεπροβάλλει. Η γλώσσα της Μπαρνς κινείται οριακά -στα μάτια του σημερινού αναγνώστη- κοντά στην επιτήδευση, στοχαστική και βαρυφορτωμένη όπως είναι, και όμως όχι μόνο δεν ξεπερνά το όριο, αλλά επιπλέον πετυχαίνει να σαγηνεύσει τον αναγνώστη σελίδα τη σελίδα. Η πλοκή χωρίζεται σε οκτώ κεφάλαια χαλαρής σύνδεσης, που θα μπορούσαν να σταθούν και ανεξάρτητα, και που όμως λειτουργούν σε πλήρη αρμονία ως σύνολο. Η πρόζα της Μπαρνς στηρίζεται κυρίως στους διαλόγους, που αποτελούνται από παράλληλους, μεγάλους σε έκταση μονολόγους, με την αφηγήτρια να επεμβαίνει ελάχιστα, αφήνοντας τα ηνία στους ήρωες.
Είναι φοβερό πώς ένα κείμενο ογδόντα ετών αναβλύζει τέτοια φρεσκάδα διατηρώντας ταυτόχρονα την αίσθηση του παλιού, και είναι αυτό ένα χαρακτηριστικό του μοντερνισμού που αγαπώ ιδιαίτερα. Στη δεύτερη ανάγνωση είχα διαρκώς στην άκρη του μυαλού μου το Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ.