Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Νυχτωδία της Χιλής

» Roberto Bolaño

(μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδόσεις Άγρα)Η ετήσια σταθερά: ένα ακόμα βιβλίο του τεράστιου Ρομπέρτο Μπολάνιο στα ελληνικά σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου από τις εκδόσεις Άγρα. Αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να απολογηθούμε ως ταγμένοι άπαξ και δια παντός στο πλευρό των Μαξ Μπροντ αυτού του κόσμου· η Νυχτωδία της Χιλής κυκλοφόρησε όσο εκείνος ζούσε και δεν ανασύρθηκε από κάποιο μπαούλο ή ψηφιακό σύννεφο. Η πρώτη πρόταση ανασύρει έναν λυγμό:
Πεθαίνω τώρα, αλλά έχω πολλά ακόμα να πω.
Η Νυχτωδία της Χιλής κυκλοφορεί τρία χρόνια πριν ο Μπολάνιο πεθάνει, η αρρώστια βρίσκεται ήδη στο κορμί του, πεθαίνει αλλά έχει ακόμα πολλά να πει. Τι απάτητες κορυφές έμελλε ακόμα να κατακτήσει, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Κυκλοφορεί ένα χρόνο μετά από το Φυλαχτό. Τα δύο αυτά σύντομα μυθιστορήματα, νουβέλες αν προτιμάτε και όχι λόγω μεγέθους, συνθέτουν ένα δίπολο. Από τη μία στέκεται η Αξούλιο Λακουτύρ, μητέρα της μεξικανικής ποίησης, παγιδευμένη στην τουαλέτα την ώρα που οι δυνάμεις καταστολής μακελεύουν όποιον συναντούν κατά την εισβολή τους στο πανεπιστήμιο. Από την άλλη ο Σεμπαστιάν Ουρούτια Λακρουά, ιερέας και κριτικός λογοτεχνίας, κατάκοιτος στο κρεβάτι προσμένοντας πια τον θάνατο.
Η παρουσία ενός άγνωστου νεαρού στον χώρο πυροδοτεί την ανάγκη στον Λακρουά να απολογηθεί/εξομολογηθεί/υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του, τη στιγμή που ο νεαρός τον δείχνει με το δάκτυλο, ο ρυτιδιασμένος νεαρός ευθύνεται για τη διασάλευση της ηρεμίας του, την κατάρριψη της πίστης του πως εκείνος καλώς έπραξε όσα έπραξε, το βρώμισμα της συνείδησής του. Πότε με περιόδους μακριές και πότε κοφτές, ο Λακρούα, αμφιβόλου αξιοπιστίας αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο και με μια μνήμη που ούτε ο ίδιος δεν εμπιστεύεται απόλυτα, ανασύρει και ξεδιπλώνει το κουβάρι της ζωής του, από τα μικράτα του, όταν και εισήχθη στην ιερατική σχολή, για να γίνει μέλος της Opus Dei λίγο αργότερα. Περπατώντας παράλληλα με την ιστορία της Χιλής, θα αναφερθεί σε κάθε καθοριστικό συναπάντημα μαζί της.
Ο Μπολάνιο επινοεί έναν ακόμα αμφίσημο αφηγητή. Δεν είναι εύκολο να κατατάξει κανείς τον Λακρουά ιδεολογικά με απόλυτους όρους, παρότι φαινομενικά αποτελείται από ψηφίδες συντηρητικές. Στέκεται στον αντίποδα της σιωπηλής πλειοψηφίας που ανέχεται τον ζόφο και που εκ των υστέρων περιαυτολογεί για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στην ανατροπή και την επόμενη μέρα, πλειοψηφία της οποίας οι δυνάμεις της προόδου χαϊδεύουν τα αυτιά, ο λαός που πάντα δικαιώνεται, που ποτέ δεν φταίει. Ανήκει σε μια συντηρητική σιωπηλή πλειοψηφία διαποτισμένη από τον φόβο και την ανασφάλεια, στα προαύλια των ναών, στην πρώτη σειρά των παρελάσεων, στα προπύργια του μίσους, στο προσωπικό συμφέρον, παρότι στο άκουσμα του προσδιορισμού εθνικιστής θα διαρρήξει των ιματίων του αρνούμενος την κατηγορία. Ο Μπολάνιο δεν αρκείται ωστόσο σε αυτό. Θέτει ευθύς εξαρχής το ζήτημα της ειλικρίνειας, της παρρησίας με την οποία κάποιος αποδέχεται όσα είναι, όσα ο ίδιος, τέλος πάντων, έχει συνείδηση πως είναι. Από τις πρώτες σελίδες αντιγυρίζει στον ρυτιδιασμένο νεαρό που τον κατηγορεί πως υπήρξε μέλος της Opus Dei, ποτέ δεν το έκρυψα ωστόσο, ποτέ δεν το αρνήθηκα. Εδώ βρίσκεται ένα από τα κλειδιά της πρόσληψης του έργου αυτού, στο γεγονός πως τουλάχιστον αυτό αναγνωρίζεται στον αφηγητή, έστω και την ύστατη στιγμή, έστω και έχοντας κατά νου ένα συγχωροχάρτι σε περίπτωση που του φανεί χρήσιμο περνώντας στην απέναντι πλευρά.
Η αμφισημία του προκύπτει και από το σύντομο βιογραφικό του, ιερέας, κριτικός και ποιητής. Εδώ, περισσότερο από αλλού, είναι ξεκάθαρο πως η πλειοψηφία των προσώπων για τα οποία η αναζήτηση του αναγνώστη δεν θα κομίσει αποτελέσματα, αντιστοιχούν σε πραγματικά πρόσωπα, παρότι η απόσταση που μας χωρίζει από τη Χιλή είναι τεράστια. Ο Λακρουά, υπό άλλο όνομα, υπήρξε. Ο αφηγητής, ακριβώς λόγω της ταυτότητάς του, κινείται σε διάφορα επίπεδα της καθημερινότητας, επιτρέποντας έτσι στον Μπολάνιο να ασχοληθεί με την ίδια τη λογοτεχνία, όπως αγαπά να κάνει, να αναφερθεί με τρόπο σχετικά ευθύ στον ρόλο των μελών της την ώρα που έγραφαν ποίηση ή πρόζα και έξω από την κάμαρά τους ο κόσμος άλλαζε και εκείνοι ήταν πάντοτε τρομακτικά έτοιμοι να σωπάσουν και να αρνηθούν, να πανηγυρίσουν πάντοτε από τους πρώτους σε κάθε αλλαγή σελίδας, είτε επιλέγοντας να παραμείνουν είτε έχοντας τη δυνατότητα να διαφύγουν μακριά από την κάθε Χιλή.
Σε ένα σύμπαν πολιτικής και λογοτεχνικής μυθιστορίας, η Νυχτωδία της Χιλής κατέχει ξεχωριστή θέση. Σε μόλις εκατόν εβδομήντα σελίδες, ο Μπολάνιο διατρέχει την ταραχώδη ιστορία της Χιλής κατά τον εικοστό αιώνα. Διόλου τυχαία και συμπτωματικά, η περίοδος του Αλιέντε καταλαμβάνει μόνο τρεις εξ αυτών, όταν ο αφηγητής μας, γεμάτος από φόβο, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, κρυμμένος στο σπίτι του διαβάζει ξανά την αρχαία ελληνική γραμματεία. Όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια τυπικά στρατευμένη λογοτεχνία, όχι μόνο γιατί ο Μπολάνιο δεν διστάζει να κακοκαρδίσει όσους προτείνουν μια ασπρόμαυρη ανάγνωση ιδεολογικής καθαρότητας, υπερθεματίζοντας στην απόλυτη διάκριση καλού και κακού, αλλά γιατί μας υπενθυμίζει διαρκώς πως η ανθρώπινη φύση και τα παράγωγά της είναι μια ιδιαιτέρως σύνθετη συνθήκη, πως και εμείς φέρουμε τον ζόφο και αρκούν οι συνθήκες για να τον ξεράσουμε με την πρώτη ευκαιρία. Σε όσους έχουν πρότερη επαφή με το έργο του η συνύπαρξη σκληρού ρεαλισμού και ποιητικού λόγου δεν θα κάνει εντύπωση, στους νεοεισελθόντες ναι, και αυτό είτε θα τους μαγέψει καθηλώνοντάς τους, είτε θα τους μπερδέψει. Αυτό το κράμα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η λογοτεχνική παρακαταθήκη του Μπολάνιο, ένας ποιητής που αναγνωρίστηκε για την πρόζα του.
Επίσης, οι ιστορίες μέσα σε ιστορίες, αυτό το συνεχές γαϊτανάκι, γνώριμο, ακόμα και στη μικρή φόρμα και όχι μόνο στην απλωσιά των Ντετέκτιβ ή του 2666, ιστορίες που επίσης δεν είναι πλήρως επινοημένες αλλά έχουν τις ρίζες τους στην πραγματικότητα, ρίζες βαθιές που δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να θαυμάσει τη φαντασία αλλά απλώς και μόνο –λες και είναι κάτι μικρό ή εύκολο– τη συγγραφική ικανότητα του Μπολάνιο να τις διαμορφώνει και να τις εντάσσει με τρόπο φαινομενικά και μόνο απλό στο κυρίως σώμα μιας τρεμώδους αφήγησης ενός αμφίβολης αξιοπιστίας προσώπου. Το αυτό και με το χιούμορ, που κινείται στην επικράτεια του παράλογου αλλά και οι δικές του ρίζες δεν επιτρέπουν στο χαμόγελο να σχηματιστεί σε πλήρη ανάπτυξη, αλλά να σημάνει άμεση οπισθοχώρηση στους μύες του προσώπου, φρίκη και βλοσυρότητα ξανά. Σ’ ένα χαρακτηριστικό έργο του ευρύτερου μπολανικού σύμπαντος δεν θα μπορούσε να λείπει η εμφάνιση ενός μυστηριώδους διδύμου, εδώ με αναγραμματισμό των λέξεων φόβος και μίσος, που θα υπηρετήσει τον δικό του ρόλο πυροδότησης και προώθησης της πλοκής, για να εξαφανιστεί αναπάντεχα, με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε αρχικά.
Ο Μπολάνιο ποτέ δεν έγραψε λογοτεχνία που αφορούσε ένα μικρό και εκλεκτό κοινό, αυτό τον καθιστά ακόμα πιο σπουδαίο στα μάτια μου, ίσως και επειδή με πρώτη ύλη την ανθρώπινη φρίκη, υλικό που εντοπίζεται σε μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας, κατάφερε να παραδώσει κάτι το τόσο ιδιαίτερα προσωπικό και ακολούθως καθοριστικής επιρροής. Και διαχειρίστηκε την φρίκη καταφεύγοντας στην ίδια τη λογοτεχνία, αναζητώντας τα σημάδια της εκεί, στο ίδιο μέρος που γύρευε και την αποσύνδεση ή την απόλαυση, αντέχοντας να μην αναζητήσει πλήρη κάλυψη στο χιούμορ ή την παραίτηση, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, ούτε καλοπιάνοντας τον ίδιο του τον εαυτό πρώτα, και ύστερα τους αναγνώστες, πως πάνε αυτά, πέρασαν, ήταν μόνο κάποια τέρατα που εμφανίστηκαν, κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις στο γενετικό υλικό, γυρίστε τώρα πλευρό ήσυχοι. Και το έκανε με τρόπο τέτοιο που να μην αφήνει το βλέμμα να αποστραφεί μπροστά στη φρίκη, θυμηθείτε μόνο το κεφάλαιο με τις γυναικοκτονίες στο 2666, αλλά μαγνητίζοντάς το χωρίς ποτέ να καταπέφτει στον αναχωρητισμό, στην τέχνη για την τέχνη, χωρίς να εγκαταλείπει στιγμή τη φρίκη, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να το σκεφτεί τουλάχιστον μια δεύτερη φορά πριν περιπέσει στην κλισέ χρήση ενός μου γενικού και αόριστου μου άρεσε, αλήθεια, τι σου άρεσε ακριβώς;
Η περιήγηση στο μπολανικό σύμπαν, η επιστροφή, ξανά και ξανά, στα πλέον φλογοβόλα αστέρια του, αναπόφευκτα θέτει ένα ενδοσυμπαντικό μέτρο σύγκρισης. Έτσι, επειδή ο αναγνώστης σε πολλά ομοιάζει με τον εξαρτημένο χρήστη, που στην ανάμνηση της πρώτης εμπειρίας επιστρέφει και δοκιμάζει,  μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, ελπίζοντας πως θα νιώσει όπως τότε, εκεί γεννάται η αμφιβολία, άραγε, αναρωτιέται ο αναγνώστης, θα είναι αυτό το βιβλίο του ισάξιας έντασης με εκείνα τα πιο σπουδαία, θα σταθεί αντάξιο των προσδοκιών του για πλήρη φυγή από το πραγματικό, όπως τότε που χωρίς να το περιμένει βρέθηκε ανάμεσα στις σελίδες του και ύστερα όλα άλλαξαν και τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Η Νυχτωδία της Χιλής είναι, σε συνδυασμό με το Φυλαχτό, μια τέτοια εμπειρία, που την καθιστά κατάλληλη πύλη εισόδου στο έργο του Μπολάνιο και που μόνο η συντομία της απογοητεύει καθώς περιορίζει χρονικά την επίδραση της περιήγησης σε κορυφές ψηλές, εκεί που η αναλογία του οξυγόνου δεν είναι εκείνη των ομοιόμορφων πεδινών και των χαμηλών λόφων.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα