Εγώ πάντως προτιμώ τη Γλασκώβη, αν με ρωτάς, και ας έχω περάσει μόλις δυο μέρες εκεί και άλλες τόσες στο αντίπαλο δέος, το Εδιμβούργο, που αντικειμενικά θεωρείται πιο όμορφη πόλη. Η ομορφιά είναι υποκειμενική. Η Γλασκώβη θα αποτελούσε σκηνικό ταιριαστό για ένα μυθιστόρημα νουάρ, έτσι σκοτεινή και βιομηχανική όπως τη θυμάμαι. Ο τόπος με κάλεσε (και) αυτή τη φορά. Ο τόπος πρώτα, και ύστερα ο επιθετικός προσδιορισμός μπροστά στον θάνατο: αναγκαίος. Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ, λοιπόν. Όλα αρχίζουν με ένα τηλεφώνημα. Ανέμελο, οικείο, φιλικό, τίποτα επαγγελματικό. Κανονίζετε να βρεθείτε σε ουδέτερο μέρος, κατά προτίμηση σε δημόσιο χώρο. Πρέπει να είσαι προσεκτικός, ανεξάρτητα από το ποιος σου τηλεφώνησε, ανεξάρτητα από το σημείο συνάντησης. Να είσαι προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο, να μη θεωρείς τίποτα δεδομένο. Είναι δελεαστικό να αρχίσεις να εμπιστεύεσαι· δελεαστικό, αλλά λάθος. Μπορεί κάποιος να είναι έμπιστος φίλος σου για είκοσι χρόνια και μετά να σου γυρίσει την πλάτη απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Συμβαίνει. Oποιος έχει μυαλό, θυμάται αυτή την πικρή πραγματικότητα· όποιος δεν έχει, θα τη μάθει. Σάββατο απόγευμα, στο βάθος ακούγεται ο ποδοσφαιρικός αγώνας από το ραδιόφωνο, κάθεται στον καναπέ με ένα βιβλίο. Το βαμμένο πέπλο του Ουίλιαμ Σόμερσετ Μωμ, αν θες να ξέρεις, και τον έχει συναρπάσει. Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση του αφηγητή εμπλέκει εξαρχής τον αναγνώστη στην ιστορία, τον κάνει συνένοχο, καθώς του απαριθμεί τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και τον προειδοποιεί για τις πιθανές παγίδες, και ας μην αναφέρεται ξεκάθαρα, αρχικώς τουλάχιστον, σε μια πράξη έκνομη. Είναι δελεαστικό, σου λέει, να αρχίσεις να εμπιστεύεσαι, δελεαστικό αλλά λάθος· κάποιος μπορεί να είναι φίλος σου έμπιστος για είκοσι χρόνια και να σου γυρίσει την πλάτη. Μοιάζει με μια γενικότερη στάση ζωής, όχι; Άμεσα, όμως, εμφανίζει επί σκηνής τον Κάλουμ Μακλίν, έναν εικοσιεννιάχρονο πληρωμένο δολοφόνο, που ζει στη Γλασκώβη και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, αναλαμβάνοντας τόσες δουλειές ώστε να μπορεί να ζει λιτά, αποφεύγοντας να ενταχθεί σε κάποια από τις υπάρχουσες συμμορίες της πόλης. Το συμβόλαιο θανάτου αφορά τον Λιουίς Γουίντερ, χρόνια στο κουρμπέτι, μα ακόμα πολύ χαμηλά στην πυραμίδα. Το τελευταίο καιρό κάνει ανοίγματα όμως, μοιάζει να έχει αποκτήσει γερές πλάτες. Οι εντολοδόχοι του Μακλίν ακριβώς αυτό φοβούνται, αυτό θέλουν να προλάβουν. Η δουλειά μοιάζει απλή. Είναι εύκολο να σκοτώσεις έναν άνθρωπο, όμως είναι δύσκολο να σκοτώσεις έναν άνθρωπο καλά. Τόσο απλά. Τον δολοφόνο τον ξέρουμε, άλλο είναι το διακύβευμα του μυθιστορήματος. Παραμερίζοντας το προφανές της αναμενόμενης αστυνομικής έρευνας, ο Μακέι επικεντρώνεται στην ανάγκη του Μακλίν για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, να δουλεύει αυτόνομα, ορίζοντας εκείνος τις συνθήκες, να είναι αφεντικό του εαυτού του. Ξεπερνώντας τα (συχνά στενά) όρια της αστυνομικής ιστορίας, ο συγγραφέας εντοπίζει και εντάσσει ένα έξυπνο σημείο ταύτισης ανάμεσα στον ήρωά του και τον αναγνώστη, πρωταρχικό ζητούμενο σε ένα μυθιστόρημα νουάρ. Ενταγμένο σε αυτόν τον συλλογισμό, το μετρημένο βάθος των χαρακτήρων μοιάζει απόφαση συνειδητή εκ μέρους του. Η αφήγηση φανερώνει έναν συγγραφέα που έχει εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του -και στη σκληρή δουλειά από μεριάς του, το ταλέντο δεν φτάνει. Ο επιβλητικός τόνος του αφηγητή παντογνώστη, η ριψοκίνδυνη απόφαση της διαρκούς απεύθυνσης στον αναγνώστη και ο στακάτος ρυθμός είναι κάποια από τα στοιχεία που το φανερώνουν, δίνοντας στο τελικό αποτέλεσμα ένα στίγμα ιδιαιτέρως προσωπικό -και μελλοντικά αναγνωρίσιμο. Και αν ξεχωρίζει για την αφήγηση, αυτό δεν σημαίνει πως από το μυθιστόρημα του Μακέι λείπουν τα απαραίτητα εκείνα συστατικά της νουάρ λογοτεχνίας· κάθε άλλο μάλιστα. info: Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ αποτελεί το πρώτο μέρος της Τριλογίας της Γλασκώβης.