Η διαρροή της απόρρητης συζήτησης μεταξύ ανώτατων κυβερνητικών και στρατιωτικών στελεχών της Τουρκίας σχετικά με το στήσιμο προβοκάτσιας για να δικαιολογήσουν εισβολή στη Συρία, καταδείχνει το πώς η γείτονα χώρα κατασκευάζει άλλοθι προκειμένου να καταστρατηγήσει βασικές αρχές και κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Αυτή η πρακτική της τουρκικής διπλωματίας έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας. Και τούτο, επειδή διανύουμε μια περίοδο, όπου είναι εμφανείς οι προσπάθειες επαναχάραξης του πολιτικού χάρτη της ευρύτερης περιοχής. Ως επίσης είναι προφανείς οι επεκτατικές βλέψεις του κατεστημένου της γείτονος χώρας και ισχυρές οι φυγόκεντρες δυνάμεις που απειλούν την κρατική της υπόσταση. Πέραν τούτων, έχει μάθει να αποκομίζει οφέλη από την παράβαση διεθνών συνθηκών, όπως λ.χ. της Συνθήκης της Λωζάννης, στην περίπτωση της Κύπρου, της Αλεξανδρέττας.
Εν προκειμένω, στην περίπτωση της Συρίας, απέτυχε, γιατί δεν είχε την αγγλοαμερικανική καθοδήγηση και τη στήριξη, που είχε στις προηγούμενες. Όπως είχε λ.χ. στις εγκληματικές ενέργειες εναντίον των ελληνικών συμφερόντων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 και στα γεγονότα του 1964 στην Κύπρο. Σημειωτέον, ότι η προβοκάτσια που πήγε να στήσει στη Συρία είναι εφαρμογή της ίδιας συνταγής που εφαρμόστηκε στα «Σεπτεμβριανά» του 1955, τα οποία σημάδεψαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τότε έβαλε βόμβα στο σπίτι του πατέρα τους Κεμάλ, σήμερα σχεδίαζε να ρίξει ρουκέτες στο σπίτι του πατριάρχη της Οθωμανικής δυναστείας.
Στο σχετικό με τη Συρία ηχητικό ντοκουμέντο ακούγονται ο υπουργός Εξωτερικών Α. Νταβούτογλου, ο αρχηγός της υπηρεσίας πληροφοριών ΜΙΤ Χ. Φιντάν, ο υφυπουργός Εξωτερικών Φ. Σινιρλίογλου και ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Γ. Γκιουρέλ. Το θέμα της συζήτησης είναι ο σχεδιασμός προβοκάτσιας που θα δώσει στην Τουρκία το πρόσχημα εισβολής στη Συρία. Συγκεκριμένα ακούγεται ο αρχηγός της ΜΙΤ να λέει: «Εάν χρειάζεται μια αφορμή για πόλεμο στη Συρία, στέλνω εκεί 4 άτομα, τους βάζω να ρίξουν 8 ρουκέτες και φτιάχνεται έτσι η δικαιολογία». Εννοεί να τις ρίξει κατά του τουρκικού θύλακα εντός της Συρίας, όπου βρίσκεται ο τάφος του πατριάρχη της Οθωμανικής Δυναστείας, Σουλεϊμάν Σάχη. Σημειωτέον, ότι ο τάφος και η γύρω από αυτόν περιοχή, θεωρείται τουρκικό έδαφος, σύμφωνα με τη Γαλλοτουρκική Συνθήκη του 1921. Φυλάσσεται δε, επί μονίμου βάσεως από τουρκική στρατιωτική φρουρά.
Η δε άλλη προβοκάτσια της 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 σχεδιάστηκε στο Λονδίνο, ως προκύπτει, από τη δημοσίευση των αρχείων του Φόρεϊν Όφις. Σύμφωνα με το σχέδιο, στον κήπο του κτίσματος που φέρεται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, τοποθετήθηκε και εξερράγη, στις 5 Σεπτεμβρίου, εκρηκτικός μηχανισμός χωρίς να προκαλέσει σοβαρές ζημιές. Αυτός ο μηχανισμός μεταφέρθηκε από την Τουρκία, από τον Οκτάϊ Εγκίν, Ελληνα υπήκοο, φοιτητή στη Θεσσαλονίκη και μετέπειτα αρχηγό της τουρκικής ασφάλειας. Τοποθετήθηκε δε από τον φύλακα του κτηρίου Χ. Μεχμέτογλου. Τα δύο αυτά πρόσωπα συνελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές και ομολόγησαν την πράξη τους. Το πόρισμα των ελληνικών ερευνών επιβεβαιώθηκε και στη δίκη του Τζελάλ Μπαγιάρ, του Α. Μεντερές και άλλων υπουργών, οι οποίοι το 1961 καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό.
Το στημένο αυτό γεγονός έδωσε το έναυσμα για το σχεδιασμένο πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Πόλης και της Σμύρνης. Η εφημερίδα Ίσταμπουλ Εξπρές, λ.χ., βγήκε με πρωτοσέλιδο: «Οι Έλληνες έβαλαν βόμβα στο σπίτι του Πατέρα μας». Την επόμενη των γεγονότων δήλωσε ο Ισμέτ Ινονού: «Είναι καλό που το κόμμα μας δεν αναμείχθηκε στα γεγονότα, όμως οι εκδηλώσεις αυτές ήταν πολύ καλά οργανωμένη εθνική ενέργεια και ωφέλιμη για να καθαρίσει η χώρα μας από το ρωμέικο στοιχείο, που είναι ένας βραχνάς».
Το όλο εγχείρημα έγινε καθ’ υπόδειξη και με καθοδήγηση των Αγγλων και είχε οργανωθεί από το Γραφείο Ειδικού Πολέμου (Ozel Harp Dairesi), αποτελούσε τον μηχανισμό, που είχε στηθεί από το ΝΑΤΟ για την αποτροπή κομμουνιστικού κινδύνου, σύμφωνα με δημοσίευμα της τούρκικης εφημερίδας Ραντικάλ, της 12.8.2008.
Είναι χρήσιμο για πολλούς λόγους να αναφερθούν τα γεγονότα και το παρασκήνιο που προηγήθηκαν αυτής της προβοκάτσιας, δοθέντος ότι στη χώρα μας ο πολιτικός λόγος στερείται εν πολλοίς ιστορικού ερείσματος.
Η παραμονή της Κύπρου υπό το βρετανικό στέμμα εξυπηρετούσε, την περίοδο εκείνη, τα μέγιστα τα αγγλικά γεωστρατηγικά συμφέροντα, καθότι η Αγγλία είχε αποχωρήσει από τη ζώνη του Σουέζ. Μάλιστα τον Ιούνιο του 1954, ο υπουργός Αποικιακών Υποθέσεων Χένρι Χόπικινσον δήλωσε ότι «η Κύπρος ανήκει στις αποικίες, που λόγω των ιδιαιτέρων περιστάσεών τους, δεν μπορούν να ελπίζουν ότι κάποτε θα ανεξαρτητοποιηθούν». Για τον σκοπό αυτό η βρετανική διπλωματία σχεδίασε και πέτυχε τη μετατροπή του Κυπριακού από αποικιακό ζήτημα σε ελληνοτουρκική διαφορά, αποφεύγοντας τη διεθνή πολιτική πίεση και τη μη αντιμετώπιση της Αγγλίας ως δύναμη κατοχής, αλλά ως εγγυήτριας και διαμεσολαβήτριας ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική πλευρά. Το σχέδιο αυτό άρχισε να εφαρμόζεται από τις 8 Ιουνίου 1949, όταν είχε κριθεί η έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα. Τότε ο αναπληρωτής κυβερνήτης R.E. Turnbull, εξέδωσε εγκύκλιο, σύμφωνα με την οποία απαγόρευε στη βρετανική διοίκηση Κύπρου να χρησιμοποιεί τον όρο «Μουσουλμάνοι της Κύπρου». Αντί αυτού επιβάλλει τον όρο «Τουρκοκύπριοι». Παράλληλα το Λονδίνο παρακινούσε και ασκούσε πιέσεις στις τουρκικές κυβερνήσεις να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για την Κύπρο, μολονότι η Τουρκία είχε ρητά παραιτηθεί με το άρθρο 20 της Συνθήκης της Λωζάννης από κάθε δικαίωμα επί της νήσου. Όμως η τουρκική κυβέρνηση έδινε αρχικά μεγάλη σημασία στη διαφύλαξη των ομαλών σχέσεων με την Ελλάδα. Μάλιστα, ο υπουργός Εξωτερικών της γείτονος χώρας, Αλί Κουπρουλού, δήλωσε, στις 20 Ιουνίου 1950 «για την Τουρκία δεν υφίσταται ζήτημα Κυπριακού».
Παράλληλα, το Λονδίνο απειλούσε, με διπλωματικό τρόπο, την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει τις ενέργειές της για την Ενωση. Συγκεκριμένα ο Βρετανός πρέσβης Sir Charles Peake είχε πει, το φθινόπωρο του 1953, στον υπουργό της κυβέρνησης Παπάγου Σ. Μαρκεζίνη: «Αν τα δημοψηφίσματα, οι διαδηλώσεις και οι παντός είδους εκδηλώσεις του Μακαρίου ή οποιουδήποτε άλλου εξελιχθούν σε πολεμικές αναταραχές, οι Αγγλοι θα βρεθούν σε δύσκολη θέση (…). Ο μόνος αντιπερισπασμός θα ήταν η ανακίνηση του Μακεδονικού, Επειδή όμως τόσον εμοχθήσαμε για να αποσπάσουμε τον Τίτο από τον Στάλιν, μας ενδιαφέρει να τον συνδέσουμε με την Ελλάδα ως σύμμαχο και φίλο. Έτσι δεν μένει παρά να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον των Τούρκων, οι οποίοι από τον περασμένο αιώνα έχουν παραιτηθεί από κάθε διεκδίκηση επί της Κύπρου». (Σ. Μαρκεζίνης, Σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδος, τομ. 3ος, σελ. 51).
Εναν χρόνο όμως πριν από τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955, φτάνει στο Φόρειν Όφις τηλεγράφημα από την αγγλική πρεσβεία στην Αθήνα, το οποίο αναφέρει: «Οι σχέσεις της Τουρκίας και Ελλάδας είναι άριστες. Εάν όμως, γίνει κάτι στην οικία του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, θαυμάσια μπορεί να γίνουν όλα άνω κάτω».
Η Μ. Βρετανία για να προσδώσει νομική ισχύ στην έγερση αξίωσης επί της Κύπρου εκ μέρους της Τουρκίας, συγκάλεσε στο Λονδίνο, για τις 29 Αυγούστου 1955, τριμερή διάσκεψη με το παραπλανητικό θέμα: «Αντιμετώπιση στρατηγικών ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο», στην οποία θα συμμετείχαν η Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία. Αυτό συνέβη σε μια περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση, ήταν ακέφαλη, λόγω της σοβαρής ασθένειας του Α. Παπάγου (απεβίωσε στις 4/10/1955), ο οποίος και προσωπικά χειριζόταν το Κυπριακό, κατά ομολογία του τότε υπουργού Εξωτερικών Σ. Στεφανόπουλου. Δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση έπεσε στην καλοστημένη αγγλική παγίδα, παρά τις έντονες προειδοποιήσεις του Μακαρίου ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στη Διάσκεψη θα σήμαινε αναγνώριση δικαιωμάτων της Τουρκίας επί της Κύπρου.
Στις 29 Αυγούστου 1955 αρχίζει η τριμερής διάσκεψη. Μια μέρα νωρίτερα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Χ. Μακ Μίλαν στέλνει κρυπτογραφημένο μήνυμα στον ομόλογο του Φ. Ζορλού, συμβουλεύοντάς τον πως πρέπει να προχωρήσει σε «εντονώτερη δράση» για να αποδειχθεί η τουρκική αποφασιστικότητα στην περιφρούρηση των συμφερόντων της. Το δε απόγευμα της 5ης Σεπτεμβρίου ο Φ. Ζορλού ανακοινώνει σε συνέντευξη Τύπου: «Η κυβέρνησή μου δηλώνει ότι έπαψε να ενδιαφέρεται για την παρούσα διάσκεψη… Ο λόγος είναι ότι θεωρούμε απαράδεκτο το Ελληνικό αίτημα για αυτοδιάθεση της Κύπρου». Το ίδιο βράδυ εκρήγνυται ο προαναφερθείς μηχανισμός στο κτήριο που φέρεται να γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Και την επόμενη καταφθάνουν με λεωφορεία και άλλα μέσα χιλιάδες Τούρκοι και αρχίζει το πογκρόμ κατά του Ελληνισμού στην Πόλη και τη Σμύρνη.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα είναι προφανές ότι η Τουρκία, πέρα από τη μη τήρηση διεθνών συμβατικών υποχρεώσεων, δεν φαίνεται να είναι ικανή να διαδραματίσει, από μόνη της, σημαντικό ρόλο στη διεθνή σκηνή. Η μια σχετική αποτυχία διαδέχεται την άλλη. Αυτό έδειξε η αποτυχία της να πλασάρει το πολυεθνικό οθωμανικό μοντέλο ως εναλλακτική λύση στο κράτος έθνος, τόσο από τον Οζάλ όσο και από τον Ερντογάν, όσο και να αναδειχθεί περιφερειακή δύναμη στη βάση του νεοοθωμανισμού. Επίσης και η εμπλοκή της στα γεγονότα της Συρίας και στη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη απέτυχε παταγωδώς. Από τους τρεις ηγέτες που ενεπλάκησαν ενεργά σε αυτά τα γεγονότα μόνο ο Ερντογάν παραμένει σήμερα στη εξουσία, αν και άρχισε η αποσταθεροποίησή του, από τις αρχές του Αυγούστου 2013. Οι άλλοι δύο, ο πρόεδρος της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι, ανατράπηκε στις 3 Ιουλίου 2013. Και ο Εμίρης του Κατάρ Χαμάντ μπιν Χαλίφα αναγκάστηκε σε παραίτηση στις 25 Ιουνίου 2013.
Εν κατακλείδι, η εξ Ανατολών γείτονα χώρα είναι απρόβλεπτη και επικίνδυνη, κυρίως λόγω της κρίσιμης φάσης που διέρχεται. Και αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο που η κραυγαλέα αναντιστοιχία ανάμεσα στο μεταπολεμικό de jure και το τωρινό de facto status quo των διεθνών πραγμάτων, κυοφορεί αλλαγές στη διεθνή τάξη πραγμάτων και στον πολιτικό χάρτη.