Περήφανα κοιτούσε από ψηλά τη γη ο χρυσαετός. Σπάθιζε τον αγέρα κα βουτούσε, ανέβαινε ψηλά, πολύ ψηλά, κουκκίδα σκοτεινή στ’ατέλειωτο τ’ απείρου.
Kαι πάλι βούταγε κ’ ένοιωθε να κυριαρχεί στο σύμπαν καθώς, λεύτερος, δυνατός μα κι αυτοδύναμος, μπορούσε ν’ανεβαίνει και ν’αγναντεύει από ψηλά, πολύ ψηλά την πλάση. Το’νοιωθε να κυριαρχεί στ’αλήθεια, καθώς, τ’άλλα πουλιά παραμερίζανε να μη βρεθούν εμπόδιο στο πέρασμά του, μα και σαν το’βλεπε, πως όλα τ’άλλα πλάσματα καμάρωναν τη λεβεντιά, το πέταγμα, τη δύναμή του. `Εχτιζε πάντα τη φωλιά ψηλά, σ’απόκρημνες πλαγιές, σε κορυφές νεφελοσκέπαστες, δυσπρόσιτες, που γι’άλλο πλάσμα θα’τανε αποκοτιά τρελή και μόνο η σκέψη να τις πλησιάσει…
…Κάτω στη γη, στα χαμηλά, βρισκόταν το κοτέτσι. Οι ένοικοί του διάφορες κότες κόκκινες, άσπρες, μαύρες, παρδαλές, μα κότες! Ξεχώριζε μια απ’όλες: Ναζιάρα, παρδαλή, ώριμη στην ηλικία με μαδημένη την ουρά και το λοφίο από τα γηρατειά, κοκέτα όσο επέτρεπε το είδος και η ηλικία της, ψηλοπετούσα όσο επέτρεπε η νόηση αν όχι τα φτερά. Οι άλλες κότες, με εμβέλεια νοητική μικρότερη -ως γνωστόν- από το μπόι τους, έβλεπαν και καμάρωναν τη γριά κότα την παρδαλή, την αεράτη. Πες-πες, έγινε αρχηγός εις το κοτέτσι, μιας και ο κόκορας παραγκωνίστηκε σαν είχε πλέον γεράσει και δεν μπορούσε να διαφεντεύει την “κοτίσια κοινωνία” του…
…Κι έτσι περνούσε ο καιρός, όμορφα και ήσυχα. Και οι ένοικοι εις το κοτέτσι, δεν κοίταζαν ψηλότερα από το φράχτη, ποτέ δεν πέταξαν πέρα απ’αυτόν, τους είχε πάρει –βλέπετε- το νου, η γηραιά η κότα, η βιτσιόζα. Ένα κακάρισμα εκείνης έφτανε για να σταματήσουν όλα στο κοτέτσι, και πηγαδάκια στήνανε να αναλύσουν και να σχολιάσουν την ηχώ, τον ήχο, τον απόηχο, το μήνυμα. Κι εκείνη, ευτυχής, τα είχε όλα, ακόμη και την παρα-κότα (μια συνομήλική της γριά κότα) να την ψειρίζει, να της ισιώνει τα πούπουλα, να της γυαλίζει το μαδημένο της λειρί ως και τ’ακράνυχα, μα και να δίνει πρόσταγμα για χειροκρότημα στην κάθε “ατάκα” της αρχηγού. `Ετσι περνούσε ο καιρός…
…`Επιασε η ματιά του χρυσαετού σε μια χαμηλή πτήση του, εκείνη την “ορνιθο-γειτονιά”. Χαμήλωσε, πλησίασε, και προσγειώθηκε μέσα εις την ευρύχωρη αυλή της. Οι κότες, αλαφιασμένες στη θέα του γιγάντιου –για τα μετράδια τους- πουλιού, άρχισαν ένα αλλόφρον όσο και άτακτο τρέξιμο-φτεροκόπημα σε κάθε κατεύθυνση, για να γλυτώσουν απ’ τα νύχια του. Μα σαν εκόπασε λιγάκι ο πανικός, ο αετός τις πλησίασε και άρχισε να τους μιλεί αργά, σοφά και μετρημένα, λέγοντας πως είναι απλά και μόνο επισκέπτης, κι ακόμη, πως το επιθυμούσε να μείνει λίγο καιρό μαζί τους στο κοτέτσι, κοντολογίς, να γίνουν φίλοι, μα και να τις προστατεύει απ’ τις επιδρομές της αλεπούς, του κουναβιού, μα και του γερακιού, που ήτανε συχνές, και σε κάθε επιδρομή τους λιγόστευε ο πληθυσμός τους.
Το λόγο πήρε η κότα η “αρχηγός”, και με τρεμάμενη φωνή τον καλωσόρισε, πιότερο για την υπόσχεσή του να τις προστατεύει από κάθε λογής αρπακτικό, παρά για την παρουσία του που σαφώς την…επισκίαζε, φοβούμενη μήπως της πάρει και την… αρχηγία στο κοτέτσι.
…Κι έτσι περνούσε ο καιρός ήσυχα στην “ορνιθογειτονιά”, με την παρουσία του αετού να απομακρύνει κάθε επίδοξο εισβολέα. Υπήρχαν και κάποιες γαλοπούλες που προσέγγισαν τον αετό με κριτήριο το σωματικό μέγεθος, και πες-πες έγιναν ακόλουθοί του….
Ήρθε όμως η εποχή που θα έπρεπε να εκλέξουν νέο αρχηγό εις το κοτέτσι, μιας και ο γέρο-κόκορας είχε προ πολλού παραγκωνιστεί από την γηραιά εκείνη όρνιθα με μαδημένη την ουρά και το λοφίο. Αυτοπροτάθηκε και ο αετός, σίγουρος για την εκλογή του, μιας και παρείχε προστασία αδιαμφισβήτητη στην ορνιθογειτονιά. Έκανε λάθος! Άρχισαν οι ίντριγκες και τα ψιθυρίσματα, και εκλέχτηκε αρχηγός η γηραιά εκείνη κότα.
Πικράθηκε ο αετός. “Τόση αχαριστία!” ψιθύρισε. Έδωσε τίναγμα στο φτέρωμά του, έφτασε ψηλά, πολύ ψηλά, κουκκίδα στο απέραντο γαλάζιο του ουρανίσιου θόλου. Σαν έφτασε εις την απόκρημνη φωλιά του, κάθισε αποσταμένος. Ένοιωθε ταπεινωμένος, νικημένος… Σαν κάτι λες και ήθελε να τον αποτελειώσει, του ήρθε εις τη θύμηση η κουβέντα που του είχε πει κάποια βραδιά εκείνο το σοφό πουλί, η κουκουβάγια: «Άρχοντα μου ένας σοφός άνθρωπος1 έχει πει πως: “Αν θες να πετάς ψηλά σαν αετός, απόφευγε να συναναστρέφεσαι με κότες και γαλοπούλες”»
* γεωπόνος – συγγραφέας
μέλος της “Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων”