Αγιε μου Γιώργη σε θωρώ πάντοτε καβαλάρη
και προσκυνώ σου τ’ όνομα και τη μεγάλη χάρη
Πολλά είναι τα θαύματα π’ έκανες όσο ζούσες,
με τη βοήθεια του Θεού, που πάντα προσκυνούσες.
Μα ‘κείνο π’ οι παλιοί καιροί το ‘χαν σκοπού σημάδι,
είναι αυτό, π’ αφάνισες το δράκο απ’ το πηγάδι.
Στην πόλη της Αττάλειας ήτανε θρονιασμένος
κι έτρωγ’ ανθρώπους κάθ’ αυγή, για να ‘ναι χορτασμένος.
Κι ήρθ’ η σειρά, να φαγωθεί και η βασιλοπούλα,
-πόνος βαρύς στο βασιλιά, που ‘χε τα πλούτη ούλα.
Πήγε η κόρη κλαίγοντας, ο δράκος να την πάρει,
όμως ευρέθηκε εκεί τ’ Άη Γιωργιού η χάρη,
π’ αφού επαρακάλεσε με όλη του την πίστη,
ο φοβερός ο δράκοντας στο χώμα εκυλίστη
Δεμένο με τη ζώνη της τον έσυρε η κόρη…
Λαός, αρχόντοι, βασιλιάς, εβαφτιστήκαν όλοι
Για τη βοήθεια του Θεού, χτίσανε εκκλησία
κι εκεί, πηγή ως σήμερα, σκορπίζει ευωδία