Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Ο Αγιος Γεώργιος των Παλαιών Ρουμάτων

Μία κρύα ημέρα του χειμώνα ξεκινήσαμε μερικοί φίλοι από τα Χανιά να πάμε για πολλοστή φορά στα Παλαιά Ρούματα.
Νομίζαμε εγώ και οι φίλοι μου ότι είχαμε γνωρίσει το χωριό από τις προηγούμενες επισκέψεις μας.
Η αίσθηση αυτή αποδείχθηκε λανθασμένη. Γιατί με τη νέα μας επίσκεψη μάς δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε μία νέα όψη του χωριού, μιας ανείπωτης ομορφιάς και ενός μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος.
Η πρoτελευταία επίσκεψή μας στο χωριό είχε σκοπό την έρευνα, τη φωτογράφιση και τη μελέτη των Μνημείων της Ενετοκρατίας στην περιοχή. Η φιλοξενία και η αρχοντιά των κατοίκων του μας άλλαξε τον σκοπό της επίσκεψης. Και έτσι από ιστορική – περιβαντολογική έγινε ηθογραφική.
Η πατροπαράδοτη κρητική φιλοξενία, σε συνδυασμό με την αρχοντιά και την περηφάνια των κατοίκων του χωριού, μετατράπηκε σε λίγο χρόνο σε εκλεκτούς μεζέδες, γλυκόπιοτο κρασί, μυρωδάτη τσικουδιά και ριζίτικο τραγούδι. Και έτσι με γεμάτο στομάχι και το μυαλό να στριφογυρίζει στη δίνη της ευθυμίας και του πιοτού πήρε αναβολή η ιστορία «για την επόμενη φορά».
Και δόθηκε η προτεραιότητα στο να ξαναζήσουμε και να θυμηθούμε τα ήθη και τα έθιμά μας. Που στις μέρες μας τείνουν να ξεχαστούν στα αστικά κέντρα που ζούμε.
Η «επόμενη φορά έφτασε μετά από έναν περίπου μήνα».
Ο ένας από τους δύο Ρουμαθιανούς φίλους μας ο Μάρκος Παναγιωτάκης, ιδιοκτήτης μιας μικρής μεταποιητικής εταιρείας γεωργικών προϊόντων. Δυστυχώς λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων έλειπε από το χωριό.
Μας περίμενε όμως γεμάτος καλοσύνη και φιλοξενία ο άλλος φίλος μας ο Δημήτρης Δημητριάδης, ιδιοκτήτης του ελαιουργείου που στεγάζεται στην περίφημη βίλα Ρενιέρη.
Ξεκινήσαμε με ένα επιβατικό χαμηλό αυτοκίνητο τους κακοτράχαλους και σκαμμένους από τα νερά αγροτικούς δρόμους του χωριού προς μια κατεύθυνση περίπου νότια των Παλαιών Ρουμάτων.
Το χτύπημα του αυτοκινήτου πάνω στις πέτρες έκανε να υποφέρουν τόσο το αυτοκίνητο όσο και εμείς.
Καθώς ανεβαίναμε σε υψόμετρο το βουνό άλλαζε διαρκώς το τοπίο.
Τα καλλιεργημένα χωράφια από ελιές διαδέχονταν γυμνά και ξερά αποφλοιωμένα δέντρα δείγματα μιας υπερβόσκησης.
Ακολουθούσαν φαλακρά βοσκοτόπια με πράσινο χρώμα και φαγωμένο μέχρι το έδαφος χορτάρι και μοναδική χλωρίδα που ξεχώριζε από το χώμα να είναι οι αγριοκρεμμύδες (οι ασφεντιλιές) αυτές μόνο που δεν τρώνε τα ζώα.
Σε λίγο άρχισαν να ξεπροβάλουν στην αρχή διάσπαρτα μεγάλα αιωνόβια κυπαρίσσια. Μετά άρχισαν να γίνονται πιο πυκνά και στο τέλος ένα αδιαπέραστο δάσος.
Εκεί σταμάτησε με το αυτοκίνητο, γιατί η πορεία θα συνεχιζόταν με τα πόδια.
Το τοπίο ήταν μαγευτικό μπροστά και δεξιά μας που απλωνόταν ένα παρθένο δάσος από αιωνόβια κυπαρίσσια, αριστερά μας ήταν ένα βαθύ ρέμα σκεπασμένο από καστανιές και πλατάνια που από την κοίτη του ακούγονταν οι παφλασμοί του νερού που με ορμή περνούσε σπάζοντας τη σιγαλιά του τοπίου.
Μπροστά μας ξεχώριζε ανάμεσα στα κυπαρίσσια ένα μικρό λευκό εκκλησάκι, ενώ αριστερά χτισμένο με τσιμεντόλιθους είναι ένα μαντρί, μία φιλόξενη αγκαλιά στις δεκάδες κατσίκες που αναπαύονταν κάτω από τα κυπαρίσσια έχοντας δίπλα τους από έναν ή δύο μικρά ωραιότατα κατσικάκια.
Με το που κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο οι κατσίκες χάθηκαν τρομαγμένες τρέχοντας μέσα στο δάσος ακολουθώντας πίσω τους και τα μικρά κατσικάκια τους. Εμείς τραβήξαμε ευθεία για τη μικρή άσπρη Εκκλησούλα που βρισκόταν μπροστά μας.
Με την πρώτη ματιά στο μικρό παράθυρο του ιερού καθώς και στην είσοδό του που ήταν διακοσμημένα με λαξευτές πέτρες και πιάτα μαρτυρούσε την ηλικία του, ότι ήταν εκκλησάκι του δέκατου έκτου ή δέκατου έβδομου αιώνα εποχής της Ενετοκρατίας.
Ο φίλος μας και οδηγός μας Δημήτρης μας είπε ότι ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου.
Η εκκλησούλα ήταν αρχιτεκτονικού τύπου μονόχωρης βασιλικής περισσότερο πιθανόν δεν υπήρχαν μέσα σε αυτή τοιχογραφίες.
Ήταν ασβεστωμένη μέσα κι έξω. Από την αφιέρωσή της στον Άγιο Γεώργιο περισσότερο πιθανόν να είχε χτιστεί από κτηνοτρόφους ή φεουδάρχες που είχαν κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην περιοχή.
Η ομορφιά του τοπίου που κάνει τον επισκέπτη εκστατικό. Καθώς κι η συνήθεια της περιόδου της Ενετοκρατίας, εκεί που συνδυαζόταν το νερό, η ομορφιά της φύσης και μια υπερκόσμια γαλήνη, να κτίζουν ένα μοναστήρι ή ένα ερημοκκλήσι μαρτυρούν τη βαθιά πίστη στον Θεό των ανθρώπων της περιόδου αυτής.
Ο τεράστιος αριθμός διάσπαρτων ερημικών εκκλησιών στην ύπαιθρο και τα βουνά της Κρήτης πιστοποιεί μια οικονομική ευμάρεια και μια σχετική ελευθερία στη λατρεία της χριστιανικής πίστης και της Ορθοδοξίας από τους Ενετούς.
Προχωρήσαμε με κατεύθυνση να συναντήσουμε τους εγκαταλελειμμένους οικισμούς που βρίσκονταν σε απόσταση περί τα δύο έως τρία χιλιόμετρα από την Εκκλησία.
Παρ’ότι χειμώνας η ομορφιά του τοπίου είναι πράγματι ανείπωτη. Βαδίζαμε κατά μήκος της αριστερής όχθης του μικρού ποταμού, ο ήχος της ροής του νερού ήταν μια υπερκόσμια μουσική που μας συνόδευε σε όλη μας την πεζοπορία.
Κατά μήκος της όχθης του μικρού ποταμού πλατάνια και καστανιές με τα γυμνά κλαδιά τους έκαναν σχεδόν αδιαπέραστο στο φως τούνελ. Πού και πού ακουγόταν το κουδούνι κάποιας κατσίκας που τρομαγμένη έτρεχε να γλυτώσει μαζί με το κατσικάκι της μακριά από τους απρόσκλητους επισκέπτες.
Καθώς περπατούσαμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας έμοιαζε σαν να ήταν ένα ακριβό περσικό μαλακό χαλί.
Και αυτό γιατί όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος και σκεπασμένος από ένα παχύ στρώμα από πεσμένα ξερά φύλλα και κουβάρια από τα πλατάνια και τις καστανιές.
Τα κάστανα ήταν πάρα πολλά και σάπια. Αυτό μας έκανε να προβληματιστούμε γιατί δεν τα μαζεύουν την ώρα που μερικοί πεινασμένοι άνθρωποι στις πόλεις ψάχνουν για τροφή στα σκουπίδια.
Ισως να φταίει ο κακός προγραμματισμός της αγροτικής μας οικονομίας τα τελευταία χρόνια, που έκανε να σαπίζουν στα χωράφια το χρυσάφι της κρητικής γης, τα πορτοκάλια, τα κάστανα, τα σταφύλια και τόσα άλλα πολύτιμα προϊόντα.
Προχωρήσαμε περί τα δύο χιλιόμετρα ανηφορικού δρόμου. Τελικά ο οδηγός μας είπε ότι για να δούμε τους εγκαταλελειμμένους οικισμούς έπρεπε να πάμε δεξιά στην κορυφή ενός κακοτράχαλου και επικινδύνου βουνού.
Η τελική επιλογή μας ήταν να γυρίσουμε πίσω λόγω ελλείψεως χρόνου και δυσκολίας στην αναρρίχηση του βουνού.
Το αφήσαμε για άλλη μας επίσκεψη και ιδιαίτερα την περίοδο του καλοκαιριού που το τοπίο θα ήταν ακόμα ωραιότερο.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής κρατώντας τη μνήμη μας την ανεξάντλητη ομορφιά της κρητικής ρουμαθιανής φύσης και με την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να έρθουμε ξανά σε αυτό τον τόπο όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Διαλέξαμε τον δρόμο της επιστροφής μας μέσω ενός αγροτικού δρόμου που ήταν σε χειρότερη κατάσταση από αυτόν που ήρθαμε. Με άγχος και φόβο να μην πάθουμε ζημιά στο ακατάλληλο για τους δρόμους αυτούς αυτοκίνητο. Τελικά φτάσαμε ανέπαφοι στον οικισμό του Βαβουλέδο και καταλήξαμε σε ένα πλούσιο γεύμα στη φιλόξενη και γνωστή ταβέρνα του Μπομπολάκη στα Παλαιά Ρούματα. Και μετά κάτω από συνεχή βροχή και με κρύα καρδιά φτάσανε στα βροχερά Χανιά έχοντας μια ωραία ανάμνηση και μια νέα εμπειρία από τον μαγική φύση των παλαιών Ρουμάτων.

* μαθηματικός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα