Τούτες τις ημέρες βιώνουμε πρωτοφανείς καταστάσεις. Τα προβλήματα στον κόσμο υψώνονται γύρω μας τρομακτικά. Μεγάλα ή μικρά διλήμματα εμφανίζονται μπροστά μας που διχάζουν παρά ενώνουν τους ανθρώπους. Αισθανόμαστε πολλές φορές απαισιοδοξία, έχουμε αμφιβολίες για το εάν θα τα καταφέρουμε να υπερβούμε τα προβλήματα, να αντέξουμε τις στεναχώριες. Μέσα σε τέτοιες καταστάσεις αναζητούμε στήριξη. Πολλές φορές, όμως, οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν είναι αδύναμοι. Έτσι, απογοητευόμαστε…
Υπάρχουν όμως και εκείνοι που αναζητούν έμπνευση για τον αγώνα τους, στους ήρωες της Πίστεώς μας και της Πατρίδας μας. Οι μεγάλες μορφές της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, τόσο της αρχαίας και της βυζαντινής όσο και της νεότερης και σύγχρονης εποχής, πρέπει μέσα μας να είναι και να παραμένουν ζωντανές, για να μας τονώνουν στις κρίσιμες στιγμές του εθνικού και κοινωνικού μας βίου. Μία τέτοια μορφή είναι και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ή «Πατροκοσμάς» που τιμούμε στις 24 Αυγούστου. Στη δύσκολη εποχή της Τουκοκρατίας δεν απογοητεύτηκε. Ως εθναπόστολος «όργωσε» την Ελλάδα και συνέβαλλε στην πνευματική και ηθική αναγέννηση των Ελλήνων. Προετοίμασε το έδαφος για τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση. Η συμβολή του στην εθνική αφύπνιση ήρθε, όταν το Γένος κινδύνευε να αφανιστεί.
Από μικρός είχε έντονη κλίση προς τη μάθηση και μόλις ιδρύθηκε η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιο Όρος ήταν από τους πρώτους σπουδαστές της. Το 1759 έγινε μοναχός στη Μονή του Αγίου Φιλοθέου. Τότε έλαβε το όνομα Κοσμάς. Μετά από λίγο χειροτονήθηκε ιερέας. Η δεινή κατάσταση, όμως, που βρισκόταν ο λαός της Ελλάδος επί τουρκοκρατίας ώθησε τον Άγιο να βγει από το Άγιο Όρος, με σκοπό να διδάξει και να παιδαγωγήσει τον απαίδευτο λαό. Στο διάβα του προέτρεπε τους ακροατές του να ιδρύουν σχολεία, γιατί θεωρούσε το σχολείο θεμέλιο για τη θρησκευτική και ηθική αναγέννηση των Ελλήνων. Αυτό έκανε αδιάλειπτα για είκοσι χρόνια μέχρι το μαρτυρικό του τέλος.
Για τον πόθο του αυτό, να περιοδεύσει, αναφέρει στην πρώτη του διδαχή: «Ἀκούωντας καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου τοῦτον τὸν γλυκύτατον λόγον ὁποὺ λέγει ὁ Χριστός μας, νὰ φροντίζωμεν καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς μας, μ᾿ ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τὴν καρδίαν τόσους χρόνους, ὡσὰν τὸ σκουλήκι ὁποὺ τρώγει τὸ ξύλον, τί νὰ κάμω καὶ ἐγὼ στοχαζόμενος εἰς τὴν ἀμάθειάν μου… ἄφησα τὴν ἰδικήν μου προκοπήν, τὸ ἰδικόν μου καλόν, καὶ ἐβγήκα νὰ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου…»
Διαβάζοντας τις διδαχές του βλέπουμε πως το φλογερό κήρυγμά του είχε κυρίως δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρεφόταν: την αγάπη προς τον Θεό και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Στην πρώτη διδαχή, επίσης, αναφέρεται: «Καὶ καθὼς ἕνα χελιδόνι χρειάζεται δυὸ πτερούγας διὰ νὰ πετᾶ εἰς τὸν ἀέρα, οὕτω καὶ ἡμεῖς χρειαζόμεθα αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, διότι χωρὶς αὐτῶν εἶνε ἀδύνατον νὰ σωθῶμεν».
Ο Άγιος Κοσμάς προέτρεπε τους ανθρώπους να αλληλοσυγχωρούνται, γιατί όπως γράφεται στην τέταρτη διδαχή: «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ὅλος ὁ κόσμος νὰ σὲ συγχωρήσῃ, ἀσυγχώρητος εἶσαι. Ἀμὴ ποῖος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ σὲ συγχωρήσῃ; Ἐκεῖνος ὁποὺ τὸν ἀδίκησες.». Ο Πατροκοσμάς δεν άφηνε περιθώρια για το εάν πρέπει να δείχνουμε την αγάπη μας στον άλλον: «…διατὶ εἶνε φυσικὸν νὰ ἀγαποῦμεν τὸν ἀδελφόν μας, παρὰ φύσιν εἶνε νὰ μὴν τὸν ἀγαπῶμεν» (Διδαχή Α΄). Στην ίδια διδαχή εξηγεί το πώς η αγάπη θα αποδεικνύεται με πράξεις, για να είναι αληθινή και όχι ψεύτικη: «Ἐγὼ ἔχω ψωμὶ νὰ φάγω, ἐσὺ δὲν ἔχεις· ἀνίσως καὶ σοῦ δώσω κομμάτι καὶ σέ, ὁποὺ δὲν ἔχεις, τότε φανερώνω πὼς σὲ ἀγαπῶ. Ἀμὴ ἐγὼ νὰ φάγω ὅλο τὸ ψωμὶ καὶ ἐσὺ νὰ πεινᾶς, τί φανερώνω; Πὼς ἡ ἀγάπη ὁποὺ ἔχω εἰς σὲ εἶνε ψεύτικη.»
Στην εποχή της πανδημίας, των φονικών πυρκαγιών, των φυσικών(;) καταστροφών, της φτώχειας, της προσφυγιάς, ο Άγιος Κοσμάς γίνεται πιο σύγχρονος από ποτέ. Οι διδαχές του γίνονται όλο και πιο επίκαιρες. Εκείνος ορθώθηκε ενάντια στον κίνδυνο και σε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες αγωνίστηκε, για ν΄ αφυπνίσει τον Ελληνισμό, να τον εγκαρδιώσει και να του διδάξει έμπρακτα την αγάπη. Σήμερα η συναναστροφή με τέτοιους ήρωες μας βοηθά να πάρουμε κουράγιο, για να μη λυγίσουμε στις δυσκολίες που μας περιβάλλουν. Τα πρόσωπα αυτά μας ενθαρρύνουν να μην είμαστε απαθείς θεατές στο δράμα των συναθρώπων του τόπου μας, της πατρίδας μας, αλλά να τους βοηθάμε. Πάνω από όλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε να είμαστε αγαπημένοι, όπως ορίζει ο Άγιος. Το παράδειγμά του μας προτρέπει να αγωνιστούμε προς αυτή την κατεύθυνση όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά με τον τρόπο που μπορεί και από τη θέση που κατέχει.