Πάντα αισθανόμουνα την ανάγκη, να κάνω αναφορά για τον Γεράσιμο, τον άγιο σερβιτόρο του εστιατορίου, που με σερβίριζε περίπου για δυό μήνες το καλοκαίρι του 1969.
Πιστεύω ότι έστω και καθυστερημένα ήρθε τώρα η ώρα να κάνω μια δημόσια αναφορά σε αυτόν τον καλό άνθρωπο, στην έκταση που επιτρέπει αυτό το φύλλο.
Είμαι δεκατεσσάρων ετών και δουλεύω με βιβλιάριο ανηλίκων σε ένα κατάστημα ειδών οικιακής χρήσης, στην οδό Αιόλου στο κέντρο της Αθήνας. Το πρωί δουλειά και το βράδυ νυκτερινό Γυμνάσιο γιατί δεν πρέπει να αφήσω και τις σπουδές μου, μετά επιστροφή στο σπίτι, στην Πετρούπολη. Μισή ώρα ταξίδι με το λεωφορείο, πάντα όρθιος γιατί και να έβρισκες θέση, οι κανόνες καλής συμπεριφοράς όριζε να δίνουμε την θέση μας στους μεγαλύτερους. Υπήρχε και μια μικρή ταμπελίτσα τότε στα λεωφορεία που έλεγε. Η ορθοστασία διά τους νέους είναι άσκησις, διά τους γέροντας δοκιμασία. Επιστροφή στο σπίτι λοιπόν κρεμασμένος στην χειρολαβή και ο ύπνος να παραμονεύει να με ρίξει κάτω από τη νύστα. Με το bussinak όμως να βογγάει στις ανηφόρες, να τρίζει στις στροφές και να ουρλιάζει το κλαπέτο του στις κατηφόρες, που να κοιμηθείς. Παρ όλα αυτά, μπορώ με βεβαιότητα να πώ οτι κάποιες στιγμές είχα δεί και σύντομο όνειρο. Τι να πείς, δύσκολα, πέτρινα χρόνια του μόχθου για την επιβίωση. Μέσα στο μυαλό τριγυρνούσαν οι πελάτες, οι πελάτισσες γυναίκες πάντα ίδιες, ποτέ ευχαριστημένες, η κίνηση της αγοράς και όλα αυτά μπερδεμένα με την γραμματική του Τζαρτζάνου και του Ξενοφώντος ελληνικά. Αλγεβρικές πράξεις μαζί με την μυρωδιά της φέτας από το ψωμοτύρι όταν υπήρχε, να μυρίζει ακόμα στα ρούχα μας από τις τσέπες που το είχαμε μέχρι το κολατσιό. Ιδρώτας τίμιος, καθαρή ψυχή, κούραση αλλά η ζωή μπροστά.
Το πρωί πάλι στη δουλειά με το λεωφορείο. Τα εμπορικά μαγαζιά είχαν όλα ανεξαιρέτως τότε σπαστό ωράριο. Το μεσημέρι έκλειναν στις δύο και άνοιγαν πάλι στις πεντέμισι. Δεν υπήρχε χρόνος για το σπίτι και περνούσα τρεισήμισι ώρες γυρνώντας την Αθήνα. Αν βρισκόταν και κανένας άλλος πιτσιρικάς κάναμε παρέα, αν όχι μόνος στην Αθήνα, που πραγματικά με το κλείσιμο των καταστημάτων ερήμωνε. Το βασικότερο όμως ήταν η εξασφάλιση του μεσημεριανού φαγητού και εδώ τα οικονομικά ήταν περιορισμένα, έντεκα δραχμές με το ζόρι διαθέσιμες. Οι τιμές των μαγειρείων τότε ήταν ίδιες και τις καθόριζε αγορανομική διάταξη. Με έντεκα δραχμές έτρωγες δυο λαδερά φαγητά δυο φέτες ψωμί και άφθονο νερό για να χορτάσεις. Εμένα μου άρεσαν οι πατάτες φούρνου και τα χόρτα. Κάθε μέρα λοιπόν το ίδιο γεύμα και η μόνη πολυτέλεια ήταν η εναλλαγή των μαγειρείων, από τα ατέλειωτα τότε στην Αθήνα, μια στο ένα και μια άλλο για να διασκεδάζω το λειψό γεύμα.
Μια μέρα από τις πολλές που έμενα μόνος μου στη μεσημεριανή διακοπή, βρέθηκα από την Αιόλου στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ κοντά στη πλατεία Βάθη, σε ένα μαγειρείο με λίγα τραπεζάκια εξω, στο οικόπεδο μιας γκρεμισμένης παλιάς κατοικίας. Η παραγγελία μου στον σερβιτόρο συγκεκριμένη, πατάτες φούρνου και χόρτα. Μου άρεσε εκεί και το επανέλαβα και την επόμενη. Όταν με άκουσε ο σερβιτόρος να παραγγέλνω τα ίδια με κοίταξε παράξενα και χαμογέλασε. Όταν την Τρίτη μέρα έδωσα την ίδια παραγγελία, ο σερβιτόρος μου είπε. Όλο πατάτες τρως θα ριζώσουν και θα βγάλεις πατάτες. Φάε ένα σκέτο από γιουβέτσι με μπόλικη σάλτσα και τυρί να στανιάρεις.
– Οχι, οχι του απαντάω τρομαγμένος έχω μόνο 11 δραχμές.
– Ρε μικρέ μην με πρήζεις, πάλι 11 δραχμές θα πληρώσεις, ολα τα λαδερά και τα σκέτα ζυμαρικά τις ιδιες τιμές έχουν, φαε λοιπόν μια μακαρονάδα να συνέλθεις είσαι και μεγαλόσωμος και σου φέρνω και τα χόρτα, δεν θα μαλώσουμε γι’αυτά.
– Εντάξει συμφώνησα.
Ήρθε η μακαρονάδα, ήρθαν και τα χόρτα και νόμισα οτι είχα μπροστά μου το ωραιότερο γεύμα του κόσμου. Η μακαρονάδα ήταν σε ένα βαθύ πιάτο με μπόλικη σάλτσα από κοκκινιστό μοσχάρι, ίσως και με κάποια αόρατα ίχνη κρέατος. Το τριμμένο τυρί από πάνω, είχε αρχίζει να ποτίζει από την σάλτσα του κοκκινιστού και βρισκόμουνα μπροστά σε μια πανδαισία από μυρωδιές και εικόνες!!
Αλλά οι εκπλήξεις δεν τελείωναν εδώ. Όταν βύθισα το πιρούνι μου στην μακαρονάδα για την πρώτη μπουκιά, το πιρούνι βρήκε σε κάτι σκληρό, κάνω στην άκρη τα μακαρόνια και τι να δω. Ένα μικρό κομμάτι κρέας (κρυμμένο) μέσα στα μακαρόνια.
Πάγωσα. Το πρώτο που σκέφτηκα, ήταν οτι ο σερβιτόρος έκανε λάθος και μου παρήγγειλε κρέας με μακαρόνια και τα λεφτά δεν θα μου έφταναν να τα πληρώσω. Μήπως είχα παραγγείλει ξανά κρέας με μακαρόνια, για να ξέρω πόσο κρέας βάζουνε; Ήμουν και ταραγμένος. Άφησα κάτω το πιρούνι και περίμενα το σερβιτόρο. Περνώντας δίπλα μου τον φωνάζω και αυτός μου απαντάει. Τρώγε μικρέ. Τον ξαναφωνάζω λέγοντας εεε.. ξέρετε… και μου απαντάει επιτακτικά. Τρώγε ρε μικρέ θα βρούμε κανένα μπελά μαζί σου.
Και τότε κατάλαβα οτι το κρυμμένο κομμάτι κρέας ήταν ενέργεια του σερβιτόρου, τώρα ή σε συνεργασία με τον μάγειρα, ή από μόνος του, πάντως δεν ήταν λάθος, ήταν πράξη προσφοράς. Έφαγα το ωραιότερο μεσημεριανό σε εστιατόριο, γεύμα μεγιστάνα, ήπια και μια κανάτα νερό, έφαγα και όλο το ψωμί και όσον αφορά το πιάτο, το είχα σκουπίσει τόσο καλά, που δεν θα ήθελε ούτε πλύσιμο. Πλήρωσα τις 11 δραχμές και έφυγα πάλι για την δουλειά. Επέλεξα αυτό το εστιατόριο και πήγαινα για αρκετό καιρό εκεί για φαγητό. Ο σερβιτόρος πάντα κάτι μου έκρυβε κάτω από τα μακαρόνια ή το σκέτο από γιουβέτσι και άρχισα να παίρνω τ’απάνω μου, δυνάμωσα και αισθανόμουν ότι εκεί στην μεγαλούπολη στην Αθήνα, είχα έναν καλό φίλο.
Έναν Άνθρωπο που καταλάβαινε το μόχθο του μεροκάματου, το τι σημαίνει ένα παιδί 14 χρονών να εργάζεται με ίσους όρους με τούς μεγάλους και δεν αισθανόμουνα πια χαμένος και μόνος στο πλήθος. Μου έδειχνε μια διακριτική εύνοια αυτός ο άνθρωπος και μια διακριτική φιλική διάθεση, χωρίς να συζητάει ενοχλητικά μαζί μου ή να πολυλογεί. Κρατούσε μια στάση, που μπροστά της θα ωχριούσαν όλες οι σύγχρονες τακτικές των παιδαγωγών. Παρ’οτι με αποκαλούσε (μικρέ), η στάση του απέναντί μου ήταν ίσος προς ίσο και δεν με απαξίωνε, αντίθετα με θεωρούσε έναν ισότιμο συναγωνιστή, στο μετερίζι της ζωής και της βιοπάλης. Κατά το διάστημα που έτρωγα εκεί, αυτός πηγαινοερχόμενος τις παραγγελίες στους πελάτες, μου πέταγε και καμιά συμβουλή, που αισθανόταν σαν υποχρέωσή του ως μεγαλύτερος. Μικρέ, να δουλεύεις τίμια και να διεκδικείς την αμοιβή του τίμιου ιδρώτα σου. Να μην γίνεις ποτέ και για κανένα λόγο ψεύτης, κλέφτης και ρουφιάνος. Την γυναίκα που θα πάρεις να την τιμάς, να την αγαπάς και να της το λες.
Κάποια μέρα που πήγα για φαγητό, ο σερβιτόρος δεν ήταν εκεί. Είχε φύγει από το μαγαζί. Στεναχωρήθηκα για τον φίλο που έχασα και δεν ξαναπήγα για φαγητό σ’αυτό το μαγειρείο. Όχι για τους κρυμμένους μποναμάδες που έχασα, αλλά γιατί δεν μπορούσα να πηγαίνω και να μην βλέπω τον φίλο μου. Έτσι βγήκαμε από την κρίση τότε, με τέτοιους ανθρώπους και τέτοια αλληλεγγύη μεταξύ μας.
Γεράσιμε αν ζεις καλή σου ώρα και εύχομαι η ζωή να ήταν απλόχερη σαν τους μποναμάδες που μου έκρυβες στο πιάτο. Αν σε έχει καλέσει ο Θεός κοντά του, το κάθε κεράκι που ανάβω για΄σένα να το παίρνεις εκεί ψηλά σαν μποναμά. Οι συμβουλές σου αποτέλεσαν κατάρτιση για την ζωή μου. Σε σκέφτομαι πάντα και ας μην σε συνάντησα ποτέ ξανά, αν και θα το ήθελα πολύ. Γειά σου Γεράσιμε, γειά σου Φίλε.
…δεν έχω λόγια… με συγκινείς τόσο μερικές φορές…. εσύ; ο Γεράσιμος; η ζωή που πάντα μέσα στην μαυρίλα κρύβει έναν μποναμά;; όλα μαζί;;
Όλα μαζί συνθέτουν την αληθινή ζωή χωρίς ελλείψεις