» Ιδρυτής του πρώτου Εργατικού Συνδικάτου των Ανθρακωρύχων στο Κολοράντο
» Δολοφονήθηκε στις 20 Απριλίου του 1914
Είκοσι Απριλίου 2014. 100 χρόνια από τον θάνατο ενός άγνωστου επαναστάτη.
Ενας ανήσυχος νέος ο Ηλίας Σπαντιδάκης στα είκοσί του χρόνια εγκαταλείπει τον τόπο του (το χωριό Λούτρα στο Ρέθυμνο Κρήτης) για να πάει μετανάστης στην Αμερική και να δουλέψει ως ανθρακωρύχος. Δεν φεύγει για βιοποριστικούς λόγους. Εχει κτήματα για να τον θρέψουν. Δεν τον χωρά όμως ο τόπος του. Εργάζεται στα ανθρακωρυχεία του Κολοράντο ανάμεσα σε μετανάστες 26 εθνικοτήτων. Είναι έξυπνος και εύστροφος. Μαθαίνει γρήγορα τη γλώσσα και με το επιβλητικό παρουσιαστικό του τον χρησιμοποιούν για τις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες. Οι συνθήκες δουλειάς είναι σκληρές και απάνθρωπες. Τα ατυχήματα καθημερινά όπως και οι νεκροί. Οι εργάτες δουλεύουν χωρίς ωράριο από την ανατολή μέχρι τη δύση. Το μεροκάματο ελάχιστο -δύο έως τρία δολάρια- που εξανεμίζεται από τα έξοδα διαμονής και διατροφής που πληρώνουν στους εργοδότες. Ο Λούης Τίκας, όπως τον πολιτογράφησαν, γρήγορα συλλαμβάνει το νόημα: μόνο αν ενωθούν οι εργάτες, μπορούν να διεκδικήσουν δικαιώματα, αυξήσεις και ωράριο. Ιδρύει το πρώτο εργατικό Συνδικάτο των Ανθρακωρύχων στο Κολοράντο. Καταφέρνει να ενώσει όλους τους μετανάστες που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα… να τους εμψυχώσει και να τον ακολουθήσουν στον αγώνα του. Στη μεγαλύτερη απεργία. Αρχισε στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 και θα διαρκέσει επτά μήνες. Συμμετείχαν έντεκα χιλιάδες ανθρακωρύχοι μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες ενός χειμώνα με πολλά χιόνια, χωρίς χρήματα και τρόφιμα. Αλλά οι απεργοί άντεξαν. Οι εταιρείες βλέποντας την παραγωγή να πέφτει και την οικονομική ζημιά να μεγαλώνει έπρεπε να δώσουν ένα τέλος στην απεργία. Το τέλος το έδωσε η Εθνοφρουρά, η οποία κύκλωσε καταυλισμό των ανθρακωρύχων την ημέρα του Πάσχα 20 Απριλίου 1914 και το σούρουπο τον γάζωσαν με τα μυδράλια, σκοτώνοντας πολλούς απεργούς και γυναικόπαιδα. Οι απεργοί αμύνθηκαν ηρωικά με τα λιγοστά όπλα και πολεμοφόδια που, όμως, γρήγορα εξαντλήθηκαν. Η Εθνοφρουρά έκαψε με πετρέλαιο τα πτώματα για να τα εξαφανίσει. Ανεξιχνίαστος ο αριθμός των νεκρών. Αναγνωρίσθηκαν πάνω από πενήντα νεκροί εκ των οποίων δεκαεπτά ήταν Ελληνες. Τον Λούη Τίκα τον σκότωσε ο επικεφαλής της Εθνοφρουράς. Υπομοίραρχος Λίντερφελτ, αφού τον κτύπησε στο πρόσωπο με τον υποκόπανο του όπλου του και τον αποτελείωσαν πισώπλατα οι στρατιώτες του. Η κοινή γνώμη και ο Τύπος εξεγέρθηκαν έναντιον των εταιρειών άνθρακα. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη και ο φόβος για αντεκδίκηση ορατός. Τριακόσιοι εθελοντές οπλισμένοι εργάτες, στην πλειοψηφία Ελληνες, ήταν έτοιμοι να πάρουν εκδίκηση. Ο κυβερνήτης του Κολοράντο αντέδρασε άμεσα παίρνοντας μέτρα για τους εργάτες, αφού αναγνώρισε το δίκιο τους και σύστησε εξεταστική επιτροπή για τους ενόχους. Τη σορό του Λούη Τίκα συνόδευσαν χιλιάδες μετανάστες από 26 εθνικότητες σε μια πομπή που ξεπερνούσε το ένα μίλι… Ο μεγάλος αγώνας του άγνωστου στην Ελλάδα επαναστάτη και ηγέτη του εργατικού κινήματος στην Αμερική Λούη Τίκα δικαιώθηκε μετά τον θάνατό του. Ηρθε αντιμέτωπος με τις εταιρείες μεταλλίων στην εποχή της σύγκρουσης των αξιών με τον βιομηχανικό κόσμο. Για τους εργάτες ήρθαν καλύτερες μέρες και συνθήκες δουλειάς, ωράριο και μεροκάματο. Ο θάνατός του στις 20 Απριλίου 1914 είναι η συνεισφορά του ανάμεσα στο χάσμα του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου. Ο χαρακτηρισμός του ως Λέων ο Κρητικός του αποδόθηκε για τον αναλλοίωτο χαρακτήρα του στην απόπειρα να τον δωροδοκήσουν προκειμένου να σταματήσει την απεργία. Η φράση του θα μείνω μέχρι το τέλος είναι επική. Εκφράζει το μεγαλείο της ψυχής του και την αξία ότι ο αγώνας του δεν εξαγοράστηκε έναντι κανενός τιμήματος. Απέδειξε ότι ήταν αποφασισμένος να θυσιάσει τη ζωή του στον αγώνα που ξεκίνησε και πίστεψε μαζί με τους συντρόφους του. Η θυσία του ήταν αγώνας για περισσότερη δικαιοσύνη. Η ξενιτιά έμελλε να τον κάνει ήρωά της.
*οικονομολόγος
Κρήτες Ανθρακωρύχοι 1892 – 1928
Τη μνήμη θέλω των Κρητών απόψε να ξεθάψω,
μες τις στοές του κάρβουνου τον πόνο τους να κλάψω.
Ο Λούης Τίκας μου μιλά στου Κολοράντο τα βουνά,
«Είμαστε Κρήτες ρε παιδιά, κανένας δεν μας κυβερνά».
Με τα όπλα δεν τρομάζουμε κι ούτε τα λογαριάζουμε.
Ο Λούης εδώ κρατά γερά, δεν του λυγίζουν την καρδιά.
Και πες τους μη σιμώσουν γιατί αίμα θα χυθεί πολύ.
Στάζει ο ιδρώτας μας χολή του κόσμου θα ματώσουν.
Και αν κείνοι είναι δυνατοί κι έχουν στα χέρια τους τον νόμο.
Μεις όμως έχουμε ψυχή και μέσα μας μεγάλο πόνο.
Το δίκαιο μας θα κυβερνά κι αυτό ναι φυλακτό μας.
Τη δύναμη την ξεπερνά αυτό είναι το ριζικό μας.
Και όσοι ζουν στο κάρβουνο μουντζούρα δεν τους πιάνει,
υψώνουμε το φλάμπουρο και πάνε όπου τους βγάνει.
Μα ο Λούης Τίκας κι αν χαθεί τίποτα δεν αλλάζει
Χιλιάδες άλλους “Τίκηδες” αυτή η γη θα βγάζει.
N. Λαλούσης (μαθηματικός)