Στις αρχές του προηγουµένου αιώνα ως γνωστό, τα χωριά µας έσφυζαν από ζωή. Σε όλα σχεδόν υπήρχαν καταστήµατα ρούχων, µπακάλικα, υποδηµατοποιεία, κουρεία, σαµαράδικα, πεταλωτάδικα, βαρελάδικα, ραφεία, φάµπρικες, αλευρόµυλοι, σχολεία, καφενεία, αστυνοµικοί σταθµοί κ.λ.π.
Η ζωή αν και ήταν δύσκολη, είχε όµως χρώµα και λαϊκή οµορφιά. Οι άνθρωποι, πτωχοί γενικά, διασκέδαζαν είτε µε καθηµερινά γλέντια και ξεφαντώµατα, είτε µε αστεία και όµορφα πειράγµατα τα οποία έκαναν µεταξύ τους. Αν και πολλοί ήταν αγράµµατοι, έβρισκαν τρόπο να επικοινωνούν και να συναλλάσσονται. Οι γνωριµίες, οι φιλίες, και κοινωνικές σχέσεις που είχαν µε τα γύρω αλλά και µε τα µακρινά χωριά, ήταν στοιχείο πολιτισµού Οµηρικής εποχής. Όλα τα παραπάνω είχαν σαν συνέπεια να ανθίζει το εµπόριο, και κυρίως το ανταλλακτικό.
Ένα από αυτά τα χωριά ήταν και το χωριό ∆ελιανά του ∆ήµου Πλατανιά.
Στο χωριό αυτό λειτουργούσε ένα κατάστηµα µισό µπακάλικο και µισό καφενείο, ιδιοκτησίας Ζερβουδάκη Ανδρέα (κοινώς Ζερβουδαντρουλή). Ένα απόγευµα λοιπόν κάποιας ηµέρας του 1930 εισέρχεται στο καφενείο αυτό ένας νέος δάσκαλος που ονοµαζόταν Μαυροµατάκης Μανώλης, ανιψιός του παραπάνω καφετζή. Σύζυγός του αργότερα έγινε η Ειρήνη Κατάκη, κόρη του Κατάκη Μιχάλη, από το Χωριό Ζυµβραγού. «Γειά σου µπάρµπα Αντρέα, τι κάνεις? Τι κάνει η οικογένεια? Είστε όλοι καλά?» « Καλά είµαστε. Εσύ καλά είσαι? Τέλειωσες το σχολαρχείο? Πήρες το πτυχίο σου?» «Ναι το πήρα». «Μπράβο! Συγχαρητήρια! Κάτσε να σε κεράσω. Ήντα θα πιείς». «Φτειάξε µου ένα καφέ».
Όση ώρα ο δάσκαλος περίµενε τον καφέ, ξεφύλλιζε και παρατηρούσε ένα δεφτέρι, το οποίο βρισκόταν στο τραπέζι του καφενείου. Παρατηρούσε µόνο δυάδες από κεφαλαία γράµµατα του Ελληνικού αλφαβήτου, και στην συνέχεια µονοψήφια γράµµατα, πλαισιωµένα δεξιά και αριστερά από αυτά µε µονοψήφιους αριθµούς όπως, ΑΜ2Ρ3, ΙΖ4Ρ2, ΜΓ1Ρ4, ΑΓ3Φ2, ΝΜ3Φ3 και στη συνέχεια διάφορα άλλα παρόµοια συνθηµατικά.
Όταν λοιπόν σέρβιρε ο καφετζής στον δάσκαλο τον καφέ, αυτός µε απορία τον ρώτησε: «Μπάρµπα, τι γράφεις εδώ στο δεφτέρι και δεν καταλαβαίνω». Ο καφετζής απόρησε. Πώς δάσκαλος αυτός, να µη καταλαβαίνει εµένα του αγράµµατου τη σκέψη! Και αµέσως του απαντάει. «Μπουνταλάς και άνογος είσαι µωρέ δάσκαλε!!!» «Τουτανά που θωρείς είναι χρέη! Ο Αντώνης Μαυροµατάκης ( ΑΜ2Ρ) επήρε βερεσέ δυο κιλά ρύζι, ο Γιάννης Ζερβουδόκης (ΙΖ) τέσσερα κιλά ροβίθια, (σύµφωνα µε τα παραπάνω ΄(ΑΜ2Ρ3, ΙΖ4Ρ2, ΜΓ1Ρ4, ΑΓ3Φ2, ΝΜ3Φ3), ο Μανώλης Γαλιάτσος (ΜΓ) ένα κιλό ρέγκες, ο Ανδρέας Γιωγιακάκης (ΑΓ), τρία κιλά φασόλες, ο Νίκος Μινωτάκης (ΝΜ), τρία κιλά φακές»…..(Φανταστικά ονόµατα του γράφοντα). «Καλά» του απαντάει ο δάσκαλος, «Και πώς ξεχωρίζεις τις ρέγκες, το ρύζι, και τα ρεβίθια, και τις φασόλες από τις φακές? Αγριεµένος ο Ζερβουδαντρουλής του βροντοφώναξε: «Κουρέµατά του απου σου τα µάθαινε τα γράµµατα! Από την τιµή!!!!» (2, 3, 4, 2, 3 αντίστοιχα)…(.Μαθηµατικοί δείκτες)!!! Ο δάσκαλος έµεινε έκπληκτος και άφωνος µε ανοικτό το στόµα από την έµφυτη εξυπνάδα του αγράµµατου καφετζή.
Άνογος = δίχως νόηση