ΜΕΡΟΣ Α’
Τη δεκαετία του 1970 ο Αϊ – Γιάννης έσφυζε από ζωή, καθώς είχε πολλές γειτονιές γεμάτες από παιδιά. Μόνο στην οδό Πιμπλή η παιδική γεωγραφία προσδιόριζε την περιοχή γύρω από το Πρεβαντόριο ως «Πάνω γειτονιά» και την περιοχή στη μεσότητα του δρόμου ως «Κάτω γειτονιά». Ομηρικοί παιδικοί καυγάδες γινόταν μεταξύ των δυο γειτονιών και διαρκής ανταγωνισμός, καθώς υπήρχαν δυο ποδοσφαιρικές ομάδες. Οι αγώνες διεξάγονταν στο Πρεβαντόριο που είχε μεγάλες πευκόφυτες εκτάσεις. Στο ίδιο μέρος παιζόταν αγώνες καλαθοσφαίρισης, όπου στεφάνια ποδηλάτων καρφωμένα σε δυο δέντρα είχαν το ρόλο αυτοσχέδιων καλαθιών. Υπήρχε, επίσης, ένας τσιμεντένιος επιδαπέδιος στρογγυλός χώρος που ονομαζόταν πιγκ-πογκ, όπου διεξαγόταν ουσιαστικά αγώνες πετοσφαίρισης μ’ ένα αόρατο δίχτυ και οι πόντοι μετρούσαν όπως στην πετοσφαίριση. Ο «πόλεμος», το «κυνηγητό», το «κρυφτό», τα «μήλα», η «μακριά γαϊδούρα» και φυσικά ο «πετροπόλεμος» ήταν επίσης συνηθισμένα παιχνίδια. Έτσι, συχνά υπήρχαν και σπασμένα κεφάλια, ενίοτε και χέρια, αλλά αυτά ήταν συνηθισμένα γεγονότα άνευ μεγάλης σημασίας. Όλα αυτά διεξάγονταν στο δημόσιο δρόμο, καθώς τότε υπήρχαν ελάχιστα αυτοκίνητα.
Το καφενείο του Μπολάνη και το ψιλικατζίδικο του Κουργιαντέ ήταν το πέρασμα για τις «ιδιόκτητες αθλητικές εγκαταστάσεις» του Πρεβαντορίου. Στο καφενείο θείοι, γονείς και συγγενείς των παιδιών έπαιζαν πρέφα και τάβλι έχοντας το κεφάλι τους ήσυχο, καθώς το παιδομάνι περνούσε από μπροστά τους και στη συνέχεια μαζευόταν στο γνωστό χώρο.
Οι νοικοκυρές αποσπέριζαν στις αυλές πίνοντας τον καφέ τους, ενώ ταυτόχρονα κεντούσαν με το βελονάκι. Γελούσαν, αλληλοπειράζονταν και μοιράζονταν με πολλή χαρά τα κοινωνικά σχόλια της γειτονιάς, της πόλης και της Ελλάδας, καθώς τότε υπήρχε και η τηλεόραση. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι, όταν γυρνούσαν οι σύζυγοι από το καφενείο στο σπίτι αντάλλαζαν τις πληροφορίες που είχαν μάθει και οι κυρίες με μεγάλη απογοήτευση ανακάλυπταν ότι οι σύζυγοι γνώριζαν περισσότερα κουτσομπολιά από αυτές!
Αργότερα, στην εφηβεία, ανακαλύφθηκε ένα νέο παιχνίδι με τη συμμετοχή και των δύο φύλων, ξενόφερτο από κάποιο σχολείο, όπου ο πρώτος διδάξας στη γειτονιά, αφού έκανε πολλή προπόνηση, το σύστησε με κάθε επισημότητα στην παρέα. Ήταν η «μπουκάλα» και τα φιλιά έδιναν κι έπαιρναν, όχι όμως πάντα «αναίμακτα», καθώς κάποια κορίτσια κόλλησαν λοιμώδη μονοπυρήνωση («νόσος του φιλιού») και κάποια αγόρια μετρούσαν τον αριθμό των δακτύλων που είχε αποτυπωθεί στα κατακόκκινα μάγουλά τους από τα χαστούκια των γονέων. Πονοκέφαλοι, ζάλη ή λιποθυμίες δεν αναφέρθηκαν ποτέ. Μόνο μεγάλη χαρά, καμάρι και… πλατωνικοί έρωτες.
Εκτός από το ασταμάτητο παιχνίδι του Σαββατοκύριακου, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα είχαν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τα παιδιά, λόγω των γλεντιών της ευρύτερης οικογένειας. Οι οικογένειες τότε ήταν μεγάλες, γι’ αυτό το σόι καθόταν σε δυο ξεχωριστά τραπέζιαˑ στο μεγάλο οι ενήλικες και στο μικρό, σε άλλο χώρο, τα παιδιά, τα οποία ήταν πολλά και ζωηρά. Με αυτό τον τρόπο, εκτός από την εξοικονόμηση χώρου, ησύχαζαν και τα…κεφάλια των γονέων.
Συνεχίζεται