Από τη χώρα του γορά κινά
να πάει σ’ Ανατολή, Νοτιά και Δύση
τα δώρα να μοιράσει στα παιδιά
π’ από καιρό του τα ‘χουνε ζητήσει.
Του ‘χανε πέψει γράμματα πολλά
προθυμερά που τα ‘χει όλα διαβάσει
μ’ όση πολλή μπορούσε προσοχή
κανένα τους μην τύχει να ξεχάσει…
Κεφάτος, όπως πάντα συνηθά,
από τη μια στην άλλη χώρα πάει
κι αράδα παίρνει πόλεις και χωριά
τα δώρα να μοιράσει που κρατάει.
Η εικόνα των χαρούμενων παιδιών
ως βλέπουνε τα δώρα που τους πάει,
του δίνουν δύναμη κι υπομονή
και την πολλή του κούραση ξεχνάει…
Μα ως έφτασε στη Μέση Ανατολή,
με ταραχή ολόγυρα κοιτάζει…
Ω Θε μου, τι τα μάτια του θωρούν,
πως άρχισε η καρδιά του να σπαράζει!
Που ’ν’ οι παλιές, γνωστές του γειτονιές;
Που ’ν’ τα παιδιά που γράμματα τους δεν πήρε;
– Άγιε Βασίλη, φύγανε μακριά..
Της προσφυγιάς τη στράτα ο κόσμος πήρε…
Με ραγισμένη αφήσανε καρδιά
τον τόπο που τους είχεν αναστήσει
γιατ’ έχει γίνει κόλαση σωστή
και το Κακό δε λέει να σταματήσει!
…Κι ως με βαριά ξεκίνησε καρδιά
στη μακρινή του χώρα να γυρίσει,
θερμά παρακαλούσε το Θεό
τους Δυνατούς της Γης να συνετίσει…