Δεν ήταν μεγαλύτερος ο ένας από τον άλλο αδελφό πάνω από ένα ή δύο χρόνια και γύρω στα είκοσι πρέπει να ήταν όταν έτσι ξαφνικά άρχισαν κα καυγαδίζουν εκτοξεύοντας βαριές κουβέντες ο ένας στον άλλο και πολλές φορές έρχονταν στα χέρια, κείνες τις πέτρινες εποχές της δεκαετίας του σαράντα και του πενήντα.
H δόλια η μάνα τους χήρα, χάνοντας τον άνδρα της στην αρχή του πολέμου το σαράντα, τότε που προσπάθησαν να πατήσουν και να βεβηλώσουν τα ιερά χώματα της πολύπαθης πατρίδας μας οι βάρβαροι κατακτητές, οι αιμοχαρής Γερμανοί και Ιταλοί.
Θωρώντας τα παιδιά της να καυγαδίζουν κάθε μέρα, ως μάνα τα συμβούλευε να λύνουν τις διαφορές τους ειρηνικά και με διάλογο κι όχι βρίζοντας και δέρνοντας ο ένας τον άλλο. Οι συμβουλές της όμως δεν έπειθαν τους δύο γιούς της ώστε να σταματήσουν να τρώγονται μεταξύ τους σαν δυο θανάσιμοι εχθροί, φθάνοντας στο θλιβερό τέλος της διαμάχης τους.
Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Απρίλη που σκότωσε ο ένας, ο μεγαλύτερος αδελφός τον μικρότερο, χτυπώντας τον αλύπητα στο κεφάλι με την τσάπα (το σκαλιστήρι) που σκάλιζε τον μικρό κήπο τους, γράφοντας τον πικρό επίλογο των καυγάδων τους, με αποτέλεσμα ο ένας να αποδημήσει στο σκοτεινό του άδη βασίλειο – όπως συνήθως λέμε – και ο άλλος να μπει στη φυλακή και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο σκοτεινό κελί του. Κι έμεινε η μάνα ορφανή σαν καλαμιά στον κάμπο, όπως μας λέει κι ο ποιητής, από κείνη την αποφράδα μέρα. Έλιωνε το κορμί της δόλιας της μάνας σιγά – σιγά σαν το κεράκι της λαμπρής, ώσπου ένα πρωινό τη βρήκανε πάνω στο μνήμα του παιδιού της ασάλευτη και κίτρινη σαν σιδερόπετρα. Όλοι οι χωριανοί την έκλαψαν την μοιρολόγησαν οι γριές του χωριού και τέλος την έθαψαν πλάι στο μνήμα του παιδιού της.
Όμως, έπειτα από λίγες μέρες, συγυρίζοντας το έρημο σπίτι της ο παπάς του χωριού, ο πρόεδρος και ο δάσκαλος έμειναν έκπληκτοι με ότι αντίκρισαν κάτω από το αχυρένιο στρώμα του ενός παιδιού της ανοίγοντας ένα μικρό σακίδιο, καλά, πολύ καλά κλεισμένο, που για να το ανοίξουν λέγανε ότι χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν ένα κοφτερό μαχαίρι. Τώρα τι ήταν καλά κριμένο εκεί μέσα θα το μάθουμε στην συνέχεια της πονεμένης ιστορίας.
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, αυτοί οι αιμοχαρής ‘’άνθρωποι’’ καίγοντας τα χωριά μας, τις εκκλησίες μας, τα σχολεία μας κλπ, άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος, όπως ξέρουμε εμείς οι μεγάλοι σε ηλικία, σκοτώνοντας ο αδελφός τον αδελφό για τα διαφορετικά τους πολιτικά πιστεύω, προς όφελος βέβαια ξένων συμφερόντων. Τότε, οι δύο αδελφοί εκεί που έσκαβαν τον μικρό ζείδωρο κήπο τους, κι αργότερα στον τόπο του εγκλήματος του ενός από τους δύο αδελφούς, το σκαλιστήρι του ενός έπεσε πάνω σε μια πέτρα κοντά στην μικρή πηγή που με το νερό της πότιζαν τα καλούδια του κήπου τους, κι απόρησαν γιατί πρόσεξαν πως η πέτρα ήταν τετραγωνισμένη με εξαιρετική τέχνη. Λέει ο μεγάλος αδελφός στον μικρό:
«Να σκάψουμε να βγάλουμε την πέτρα και να δούμε γιατί την έχουν βάλει εδώ» κι αυτό έκαναν.
Έσκαψαν αρκετά βαθιά γιατί ήταν μεγάλη η πέτρα και όταν με αρκετό κόπο την ανασήκωσαν είδαν κάτι σαν σακίδιο, κάτι σαν παγούρι, κάτι παράξενο τέλος πάντων στην ρίζα της. Έκπληκτοι και οι δύο το πήραν στα χέρια τους προσεκτικά – προσεκτικά, και το λέω αυτό γιατί εκείνη την πέτρινη εποχή υπήρχαν πολλές νάρκες εγκαταλελειμμένες διάσπαρτες σε διάφορα μέρη ή τοποθετημένες πλάι σε πηγές ή βρύσες και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τραυματίστηκαν σοβαρά χάνοντας κάποιο άκρο τους ή έμεινα τυφλοί κλπ. Πολλοί δε σκοτώθηκαν καθώς περιεργάζονταν τέτοιου είδους παράξενα αντικείμενα. Εκτός από τις νάρκες υπήρχαν θαμμένοι και θησαυροί, προίκα βέβαια κι εκείνοι των κατακτητών όπως αναφέρουμε πιο πάνω. Τους θησαυρούς αυτούς τους έκρυβαν οι διάφοροι ληστές ή πλούσιοι αγάδες που για διάφορους λόγους έφευγαν από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και άλλοι προύχοντες για διάφορους λόγους.
Ανοίγοντας τον παράξενο αυτό σάκο αντίκρισαν έκπληκτοι ένα θησαυρό. Είχε χρυσές λίρες στο εσωτερικό του. Όταν συνήλθαν από την ευχάριστη εκείνη έκπληξή τους έκαναν σχέδια τι θα τις κάνουν τις λίρες που βρήκανε κάνοντας διάφορες σκέψεις. Τέλος είπαν και συμφώνησαν να μην το μαρτυρήσουν στη δόλια τη μάνα τους και να το κρατήσουν εφτασφράγιστο μυστικό και χαρούμενοι πήραν το μικρό κλειδοπίνακο που εκεί ήταν κρυμμένες οι λίρες και πήγαν στο χωριό. Επειδή όμως το κλειδοπίνακο ήταν ένα αντικείμενο που δεν είχαν στο σπίτι τους που αν το έβλεπε η μάνα τους θα υποψιαζόταν κι από περιέργεια ίσως το άνοιγε και μάθαινε το μυστικό τους, έφτιαξαν ένα μικρό σακίδιο και τοποθέτησαν εκεί το θησαυρό τους. Συμφώνησαν δε να το κρύβουν κάτω από το κρεβάτι τους τα βράδια, πότε ο ένας και πότε ο άλλος για περισσότερη ασφάλεια, που σημαίνει αυτό ότι δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη ο ένας αδελφός στον άλλο και αυτό το είπαν ξεκάθαρα. Λίρες είναι αυτές. Κι αν ο ένας από τους δυο τους τον τσιγκλήσει ο διάβολος και τις πάρει μια πρωινή και φύγει; Και συμφώνησαν ότι πολλά γίνονται και η αιτία είναι οι πονηροί λογισμοί που μπαίνουν στη σκέψη του κάθε ανθρώπου.
«Θα τις μετράμε κιόλας» πρόσθεσε ο ένας από τους δύο, «γιατί ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει ο διάβολος» και πρόσθεσε ο άλλος:
«Δεν ξέρει κανένας τι μπορεί να γίνει γιατί ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια» κι αυτό έκαναν.
Όμως όσο περνούσαν οι μέρες οι αμφιβολίες για την τιμιότητα του ενός προς τον άλλο μεγάλωναν ώσπου κάποια στιγμή έγιναν ανίκητο θηρίο με αποτέλεσμα τα αδέρφια να χάσουν τον ύπνο τους και την ηρεμία τους. Η μάνα βέβαια αντιλήφθηκε ότι κάτι άσχημο συνέβαινε μεταξύ των δύο παιδιών της και προσπαθούσε να βρει την ρίζα του κακού να την ξεριζώσει, να βρουν και πάλι την ηρεμία τους. Αλήθεια αγαπητοί μου, ποια μάνα, καλή όμως μάνα, δεν αντιλαμβάνεται την αλλαγή όποια κι αν είναι αυτή των παιδιών της; Καμιά. Οι συμβουλές της όμως δεν έβρισκαν καμία απολύτως ανταπόκριση. Έκλαιγε, μοιρολογούσε τον άνδρα της λέγοντας του να δώσει εκείνος την συμβουλή του από εκεί που ήταν ώστε να ηρεμίσουν τα παιδιά τους.
«Αν ήσουνα εσύ άνδρα μου εδώ θα εύρισκες την λύση. Εσύ θα εύρισκες τον τρόπο να μην διαλύσει το σπίτι μας. Έφυγες όμως και δεν ξέρω η άμοιρη μήτε που είσαι μήτε πως πέταξε η ψυχούλα σου στον ουρανό».
Έτσι περνούσαν οι μέρες, με καυγάδες πολλές φορές για ασήμαντες αφορμές. Κι από εκεί που ήταν πολύ αγαπημένα τα αδέλφια έγιναν οι πιο μεγάλοι εχθροί. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έρχονταν στα χέρια ανταλλάσσοντας βαριές κουβέντες μεταξύ τους, χτυπώντας ο ένας τον άλλο με λυσσαλέο μίσος. Τέλος, μια ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη συμφώνησαν να πάνε στον κήπο τους, εκεί που βρήκαν το θησαυρό να συζητήσουν ήρεμα ως αδέλφια και να βρουν πως πρέπει να διαχειριστούν τις λίρες.
«Να τις μοιράσουμε…» έλεγε ο ένας, «να πάρει ο καθένας το μερίδιό του και να το κάνει ότι θέλει».
«Όχι…» έλεγε ο άλλος, «αν τις μοιράσουμε σίγουρα θα χωρίσουμε και θα καταλάβουν οι χωριανοί ότι χωρίσανε για κάποιο σοβαρό λόγο και το λέω αυτό αδελφέ – πρόσθεσε – γιατί αν φύγω εγώ από το σπίτι θα ανοίξω δικό μου καλύβι και με τα χρήματα θα αγοράσω κτήματα και θα δώσουμε στόχο στους χωριανούς. Το ίδιο θα κάνεις κι εσύ αδελφέ. Και τότε θα πουν οι χωριανοί που τα βρήκαν τα λεφτά και αγόρασαν τόσα κτήματα; Κι ένα σωρό άλλα θα πούνε» και πρόσθεσε:
«Και δεν είναι μόνο αυτό. Θα το πούνε στην αστυνομία και θα μας ανακρίνουν που και πως πλουτίσαμε από πάμφτωχοι που είμασταν».
«Τότε τι να κάνουμε;» λέει ο δεύτερος.
«Να φύγουμε από το χωριό και να πάμε στην Αυστραλία ή κάπου αλλού παίρνοντας μαζί μας και τις λίρες μας. Τις μοιραζόμαστε κι ούτε γάτα ούτε ζημιά».
«Ναι, καλά τα λες αδελφέ. Τη μάνα όμως που θα την αφήσουμε; Δεν πρόκειται να ξεκολλήσει η μάνα μας από το χωριό, από τις ρίζες της, γιατί αμέσως θα πεθάνει» και πρόσθεσε:
«Θέλεις να πεθάνει η μάνα μας στην ξενιτιά μακριά από τον αγαπημένο της τόπο; Ε, αυτό δεν θα το ήθελε μήτε και ο διάβολος».
Τέλος, κουβέντα στην κουβέντα, πες ο ένας και πες ο άλλος, πιάστηκαν πάλι στα χέρια και πάνω στα νεύρα τους ο μεγάλος αδελφός παίρνει στα γεροδεμένα χέρια του το σκαλιστήρι και χτυπάει με δύναμη στο κεφάλι τον άλλο αδελφό και τον σκοτώνει. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται με λόγια, ώσπου μια πικραυγή πέθανε και η δόλια η μάνα από τη στεναχώρια της κι έτσι βρήκαν τις λίρες ο δάσκαλος του χωριού, ο παπάς και ο πρόεδρος. Και τότε ο δάσκαλος είπε:
«Τα λεφτά ήταν η αιτία και σταύρωσαν το Χριστό οι Ιουδαίοι».
*Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
είναι συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων