Με τη “βοήθεια”, μεταξύ άλλων, της “Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους” (Εκδοτική Αθηνών), της “Γενικής Ιστορίας” του Φ. Καίσαρη, του βιβλίου του R. Glogg “Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας, 1770 – 2000”, αλλά και του βιβλίου του Γρ. Τζαβάρα “Τα υπουργεία μας”, μπορεί κάθε φιλομαθής και φιλίστωρ να γνωρίσει την ελληνική πολιτική ιστορία του 19ου αιώνα.
Έτσι, βλέπουμε πως οι πρώτες ημέρες του Μαρτίου για την πολιτική ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είναι συνδεδεμένες με έναν φίλο της Κρήτης και ευπατρίδη και σεβαστό άντρα της πολιτικής, τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Συγκεκριμένα, στις 2 Μαρτίου 1865 ο Μανιάτης πολιτικός σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση και στις 3/3/1882, δεκαεπτά χρόνια αργότερα, παραιτήθηκε από την προεδρία της τελευταίας υπ’ αυτόν κυβερνήσεως, ηττηθείς σε βουλευτικές εκλογές.
Η Ελλάδα μετά το 1857
Έπειτα από τον «Κριμαϊκό» πόλεμο (1857 – 1862) η ελληνική οικτρή «αποτυχία» να εκμεταλλευτεί μια ακόμη κρίση του «Ανατολικού Ζητήματος», το έντονα αντιοθωνικό βαρύ -και λόγω της απολυταρχικής διακυβέρνησης του βασιλιά- κλίμα κι οι νέες φιλελεύθερες ιδέες συντελούν στη διαμόρφωση νέων πολιτικών σχηματισμών.
Φορέας των νέων ιδεών προβάλλει ο αντιδυναστικός πολιτευόμενος Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, που θα πρωτοεκλεγεί βουλευτής το 1859. Ο Δεληγιώργης εκπροσωπεί τη φοιτητική νεολαία, τη «Χρυσή Νεολαία», η οποία για πρώτη φορά συμμετέχει στην πολιτική ζωή του τόπου και μάλιστα ενεργά.
Την περίοδο 1857 – 1883 σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες με ήσσονα ή μείζονα προσφορά στον τόπο θεωρούνται οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί Κων/νος Κανάρης, Δημήτριος Βούλγαρης (ή “Τζουμπές”), Μπ. Ρούφος, Ζ.Ζ. Βάλβης και Θρασύβουλος Ζαΐμης, αλλά κι ο Χαρίλαος Τρικούπης στα πρώτα υπουργικά και λίγο μετά πρωθυπουργικά του “βήματα”.
Την ίδια εποχή και ιδιαίτερα τις δυο πρώτες δεκαετίες της βασιλείας του Γεωργίου, εμφανίζεται το “άστρο” του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος γεννιέται το 1814 στην Οίτυλο της Πελοποννήσου με καταγωγή από φημισμένη μανιάτικη οικογένεια. Ακολούθησε νομικές σπουδές στο παν/μιο Αθηνών, διετέλεσε για μικρό χρονικό διάστημα δικαστικός (αντεισαγγελέας στην Καλαμάτα, 1847 – ’50) και αν και πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής επί Όθωνος (1850) και για πρώτη φορά ανέλαβε υπουργικό χαρτοφυλάκιο το 1856, θεωρείται μια από τις διαπρεπέστερες φυσιογνωμίες του ελληνικού πολιτικού κόσμου κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την έξωση του Βαυαρού βασιλιά (1862).
Στο κοινοβούλιο διακρίθηκε για τις αγορεύσεις του σε θέματα με την οικονομία και τη διοίκηση του κράτους. Πολιτικά ανήκε στο φιλορωσικό κόμμα, υπέρ του οποίου πολιτευόταν σε όλη του τη σταδιοδρομία, και αντιτάχτηκε στις αγγλογαλλικές μεθοδεύσεις κατά τον “Κριμαϊκό” πόλεμο, αλλά και στα κατοπινά χρόνια του “Κρητικού Ζητήματος” (1866 – 69) και αργότερα στα διπλωματικά παρασκήνια του Συνεδρίου του Βερολίνου (1877 – 78).
Γίνεται για πρώτη φορά πρωθυπουργός το 1865 και μέχρι το 1883 που πεθαίνει κατέλαβε 10 φορές το πρωθυπουργικό αξίωμα, αλλά διετέλεσε και υπουργός Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Εξωτερικών, Παιδείας και δύο φορές πρόεδρος της Βουλής. Ξεχωρίζει από τους έως τότε πολιτικούς, αφού ευνοήθηκε από την αστικοποίηση της οικονομίας και -κυρίως- το φιλελεύθερο Σύνταγμα του 1864, που περιόριζε σημαντικά κάθε βασιλική ανάμειξη κι εξουσία.
Ως πρωθυπουργός
Ο βασιλιάς Γεώργιος, στις 2 Μαρτίου του 1865, αντικαθιστά τον Κων/νο Κανάρη στην πρωθυπουργία με τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Ο Κουμουνδούρος παραλαμβάνοντας από το Ανώτατο Αρχοντα για πρώτη φορά στην πολιτική του σταδιοδρομία την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης αναλαμβάνει και τη διενέργεια των πρώτων με το νέο Σύνταγμα του 1864 βουλευτικών εκλογών. Το Μάη, πράγματι, της ίδιας χρονιάς, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου διεξάγει τις εκλογές.
Το κόμμα του πρωθυπουργού εξασφαλίζει σχετική πλειοψηφία κι ο Κουμουνδούρος συνεχίζει να κυβερνά με την εμπιστοσύνη της βουλής έως τις 20 Οκτώβρη του 1865 και έκτοτε θα ξαναγίνει πρωθυπουργός άλλες 9 φορές: 6-13/11/1865, 18/12/1866 – 20/12/1867, 3/12/1870 – 28/10/1871, 15/10/1875 – 26/11/1876, 1/12/1876 – 26/2/1877, 19 – 26/5/1877, 11/1 – 21/10/1878, 26/10/1878 – 10/3/1880 και 13/10/1880 – 3/3/1882.
Από το βασιλιά Γεώργιο, ο Μανιάτης πολιτικός ζητά (βλ. http://www.mani.org.gr/fonimanis/2002/06_koum.htm): «Ίση φιλία στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις και στις λοιπές Δυνάμεις, Εφαρμογή των συνταγματικών θεσμών, Τροποποίηση του εκλογικού συστήματος, Ελευθερία – Ευθύνη Υπουργών, Αποκέντρωση».
Κυρίως, όμως, ο Κουμουνδούρος διακρίθηκε, διότι διαμορφώνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα πρόγραμμα εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής, το οποίο είχε σαφείς στόχους που καθορίζονταν από τις ρεαλιστικές τότε ανάγκες του Ελληνισμού. Έτσι, ακολουθεί αγροτική πολιτική και το 1871 προχωρεί σ’ εκποίηση γαιών, ενώ τον Αύγουστο του 1867 θα υπογράψει τη συνθήκη του Φεζλάου με τη Σερβία. Η συνθήκη αυτή, την ώρα που οι Αγγλογάλλοι έριζαν με την τσαρική Ρωσία για το ποιος θα ελέγξει την Ελλάδα ως σφαίρα επιρροής (κυρίως από 1860 – 1880), αποτελεί την πρώτη ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας, πρόδρομο των μελλοντικών συμμαχιών που οδήγησαν στους νικηφόρους για την Ελλάδα βαλκανικούς πολέμους του 1912 – ’13. Πρόκειται, κατά τους ιστορικούς, για στρατιωτική (προ)ετοιμασία σε ενδεχόμενη κήρυξη πολέμου κατά της Τουρκίας και αναγνώριζε την αρχή ότι η Χριστιανική Ανατολή ανήκει στον εαυτό της και πως αυτή θα πρέπει ν’ αποφασίσει για την τύχη της.
Αγροτική πολιτική και Παιδεία
Με τη βάσει του Συντάγματος του 1864 εκποίηση των εθνικών κτημάτων που προωθεί ο Κουμουνδούρος το 1871 (40 στρέμματα ποτιστικά ή 80 ξερικά καλλιεργήσιμης γης έναντι χαμηλού τιμήματος σε κάθε οικογένεια) κάνει το μεγάλο, αναγκαίο για τον τόπο και την εποχή κι αποφασιστικό βήμα στο άλυτο από τα χρόνια του Αγώνα του 1821 πρόβλημα της διανομής κι εκποίησης της εθνικής γης. Παρά τα όποια «κενά» της προσπάθειάς του («παραθυράκια» του νόμου για τσιφλίκια & μοναστηριακή – εκκλησιαστική περιουσία), ο Κουμουνδούρος, μόνο μετά από μια δεκαετία (1881), με την προσάρτηση της Ηπειροθεσσαλίας, θα αντιμετωπίσει πρόβλημα με τους κολίγους.
Στα θετικά, όμως, της πολιτικής του συνυπολογίζεται η συνεπακόλουθη της μερικής εκποίησης γης ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής, ενώ την ίδια εποχή η μονοκαλλιέργεια της σταφίδας κι άλλων γεωργικών ειδών επιφέρουν αξιοσημείωτη αύξηση του εξαγωγικού εμπορίου.
Ας ιδούμε και υπό μια διαφορετική οπτική την αγροτική πολιτική του Κουμουνδούρου. Έτσι, διαβάζουμε στη σχετική ιστοσελίδα του Κ.Κ.Ε. για το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα (http://www.kke.gr/ergattajh/agrotes/kat_agr_kin/agr_kin_4.html) πως «η υποχώρηση της αστικοτσιφλικάδικης μερίδας της άρχουσας τάξης μπροστά στα ανερχόμενα τμήματα του κεφαλαίου, οδήγησε την κυβέρνηση Κουμουνδούρου στην πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση, που ξεκίνησε το 1871 για να ολοκληρωθεί το 1911. (Είχε προηγηθεί η αγροτική μεταρρύθμιση στα Ιόνια νησιά, ώστε να ενταχθεί η προηγούμενη φεουδαρχικού τύπου ιδιοκτησία στο ελληνικό αστικό νομοθετικό πλαίσιο). Η μεταρρύθμιση αυτή επέτρεψε στους καλλιεργητές των εθνικών γαιών να εξαγοράσουν με δόσεις τα κτήματα που καλλιεργούσαν. Η πολιτική του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου αποσκοπούσε εν γένει στην εκβιομηχάνιση της χώρας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια αντιμετώπισε και το αγροτικό ζήτημα. Θεωρώντας τα δημητριακά ως βιομηχανική πρώτη ύλη (αφού από αυτά παράγεται η βασική τροφή του εργατικού δυναμικού) εφάρμοσε μια δασμολογική πολιτική που προστάτευε τα εγχώρια γεωργικά προϊόντα τελικής κατανάλωσης, όπως η σταφίδα, ενώ υποβοηθούσε την εισαγωγή σιταριού. Στα πλαίσια της ίδιας πολιτικής, έθεσε ως στόχο του την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Η προσάρτηση αυτή, που ολοκληρώθηκε το 1881, σηματοδότησε και την πιο ενδιαφέρουσα φάση της εξέλιξης του αγροτικού ζητήματος».
Σχετικά με την εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων Κουμουνδούρου, ας σημειωθεί τούτο, από το άρθρο του Αποστόλη Ανδρέου «Σχέδια Νόμου για την εκπαίδευση 1870 – 1880» (http://www.theseis. com/1-75/theseis/t28/t28f/sxedianomou.htm). Ο Ηλείος πολιτικός Ανδρέας Αυγερινός (από τις 26.10.1878 υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στην κυβέρνηση Α. Κουμουνδούρου) στις 13.2.1880 καταθέτει στη Βουλή πέντε νομοσχέδια (Α’ «Περί στοιχειώδους ή δημοτικής παιδεύσεως», Β’ «Περί επιτόπιου εποπτείας και επιθεωρήσεων των δημοτικών σχολείων», Γ’ «Περί διδασκαλείων», Δ’ «Περί Παρθεναγωγείων», Ε’ «Περί συστάσεως ταμείου της δημοτικής εκπαιδεύσεως»). «Τα νομοσχέδια, γράφει ο Ανδρέου, συνοδεύονται από τη Γενική Αιτιολογική Έκθεση και τις επιμέρους Αιτιολογικές Εκθέσεις. Η σημασία της γενικής αιτιολογικής έκθεσης είναι μεγάλη γιατί γίνονται διαπιστώσεις και διαγράφονται αρχές και κατευθυντήριες γραμμές για αλλαγές και βελτιώσεις στην εκπαίδευση. Κοντολογίς διαγράφεται η «φιλοσοφία» περί εκπαίδευσης των συντακτών τους».
Κουμουνδούρος και Κρήτη
Η επανάσταση του 1866-69 είναι, κατά τους ιστορικούς, η κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητικών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Θυμίζουμε τον παγκόσμιο αντίκτυπο του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου (Νοέμβρης 1866). Το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» εκφράζει σαφέστατα τον υπέρ της συσσωμάτωσης στους κόλπους της μητέρας Ελλάδας αγώνα της Κρήτης, που γρήγορα επηρέασε και την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους μα και την ευρωπαϊκή διπλωματία ως πτυχή από τις σημαντικότερες του Ανατολικού Ζητήματος.
Από τους πολιτικούς αρχηγούς των Αθηνών, ο Δημήτριος Βούλγαρης, που ήταν φίλα προσκείμενος στην Αγγλία, ήταν διστακτικός όταν ξέσπασε η Κρητική επανάσταση, τη στιγμή που ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός, όπως εγράφη ανωτέρω, της ρωσικής πολιτικής και δεδηλωμένος φιλοκρητικός, εμφανιζόταν περισσότερο αποφασιστικός. Ο Κουμουνδούρος, εξάλλου, σε ηλικία 27 ετών, το 1841, είχε, σε συνεννόηση με Κρητικούς που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα, κατεβεί στην Κρήτη ως επικεφαλής νέων Λακώνων εθελοντών. Και πολέμησε, με κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί σε μιαν από τις δοθείσες μάχες, με τους Κρητικούς στην τότε αντιτουρκική επανάστασή τους εξαιτίας της παραχώρησης της μεγαλονήσου στον Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου.
Το Δεκέμβριο του 1866, όταν ορκίστηκε πρωθυπουργός ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος με υπουργό εξωτερικών τον Χαρίλαο Τρικούπη, η κυβέρνησή του έθεσε για πρώτη φορά το «Κρητικό Ζήτημα» στα διεθνή διπλωματικά fora, γεμίζοντας με ελπίδες τους χριστιανούς της Κρήτης. Η «μεγάλη», όπως την είπαν, κυβέρνηση, όμως, πρόλαβε να διαχειριστεί με τόλμη το Κρητικό ζήτημα, πριν να εξαναγκαστεί σε παραίτηση, ένα χρόνο αργότερα, για να ξανακληθεί στην εξουσία παρά μονάχα το 1870, αφού είχε λήξει η επανάσταση στο νησί.