Με γραπτή δήλωσή του ο Περιφερειακός Σύμβουλος της “Λαϊκής Συσπείρωσης” Αλέκος Μαρινάκης εκφτάζει την δυσαρέσκειά του για την εγκατάλειψη του Μνημείου Μάχης της Κρήτης.
Όπως αναφέρει αναλυτικά ο κ. Μαρινάκης «υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες της κυβέρνησης για την εξευτελιστική – προσβλητική για την ιστορική μνήμη κατάσταση του μνημειακού συγκροτήματος για τη Μάχη της Κρήτης, στην περιοχή του Γαλατά Χανίων, δίπλα στον τάφο του Μίκη Θεοδωράκη. Δεν είναι τυχαίο που η κυβέρνηση δηλώνει «αναρμόδια» και μεταθέτει την ευθύνη στο τοπικό κράτος- «αρμόδιους φορείς».
Με τον ίδιο τρόπο, δεν είναι τυχαία τα «ναι μεν αλλά» και οι υπεκφυγές της περιφερειακής αρχής, που εκφράστηκαν στο περιφερειακό συμβούλιο στις 18 Απρίλη, στη συζήτηση της σχετικής επερώτησης της «Λαϊκής Συσπείρωσης», για την ανάγκη απαίτησης κρατικής χρηματοδότησης με σκοπό την ολοκλήρωση του μνημείου.
Υπουργεία – περιφέρεια και δήμοι πετάνε ο ένας στον άλλον το μπαλάκι της ευθύνης για τις αναγκαίες παρεμβάσεις που αφορούν λαϊκές ανάγκες, για να χαθεί η ουσία : ότι αυτές οι ανάγκες δεν είναι στις προτεραιότητές τους.
Φαίνεται ότι μάλλον το μνημείο της Μάχης της Κρήτης στον Γαλατά, όπως και το Ιτζεδίν, δεν αποτελούν brand name, δεν συνεισφέρουν στην προώθηση του «τουριστικού προϊόντος» και γι’ αυτό αφήνονται στην εγκατάλειψη.
Όμως ο λαός των Χανίων δε θα κάνει το χατίρι σε κεντρικό και τοπικό κράτος! Διεκδικεί και θα συνεχίσει να διεκδικεί την ολοκλήρωση του έργου που ξεκίνησε με τα δικά του χρήματα και έμεινε να ρημάζει, αντί να αξιοποιείται από τον λαό και τη νεολαία για την ανάδειξη της ιστορίας της λαϊκής αντίστασης του τόπου.
Η διεκδίκηση αυτή των λαού και των φορέων των Χανίων είναι δεμένη με τον αγώνα ενάντια στην παράδοση στη λήθη του πλούτου της ιστορικής μνήμης της περιοχής, από την ένοπλη λαϊκή εξέγερση στην Κρήτη κατά του ναζισμού, κατά των Γερμανών ιμπεριαλιστών. Μνήμη από τις σκληρές μάχες τον Μάιο του 1941 στον κάμπο της Αγιάς, με την καθολική σχεδόν συμμετοχή και τον άφθαστο ηρωισμό του κρητικού λαού, που πήρε στα χέρια του την ελευθερία του νησιού, τη δική του ελευθερία, με παλικαριά και αυταπάρνηση στη μάχη, την οποία υπονόμευσαν, κυριολεκτικά σαμποτάρισαν αγγλική κυβέρνηση κι ακόμα περισσότερο οι ελληνικές κυβερνήσεις»