Κανένας δεν επιτρεπόταν να ακουμπήσει στο μεσαίο ράφι. Είχε βάλει κι ένα τζάμι, να μη σκονίζονται τα ακριβά του εργαλεία· όλα φερμένα από Βερόνα. Μόνο αυτός τα χρησιμοποιούσε. Ο γυαλιστερός πάγκος, κι αυτός από Ιταλία.
Eκεί, κάτω από τη καινούργια ηλεκτρική πλάνη, εύρισκε καθαρό και κρυφό τόπο να βάνει τα λιγοστά του βιβλία ο Αλέξης. Ρούχα άλλα δεν είχε, ρολόι δεν ήξερε πώς το βάζουν, παπούτσια μόνο μεταχειρισμένα, μα, βιβλία, είχε. Και τα αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο.
―Θέλω να μάθω γράμματα. Να σιάξω τη ζωή μου, έλεγε.
Έντεκα χρονώ, και δούλευε εδώ στου μάστρο Παναγιώτη το ξυλουργείο. Τσιράκι. Για σκούπισμα, να κουβαλάει ξύλα, να φτιάχνει καφέδες, για όλες τις δουλειές.
Καμιά φορά του δίνανε να φάει κάτι. Πολύ σπάνια. Στεναχωριόταν, μα το είχε συνηθίσει να τρώει λίγο και συνήθως αποφάγια. Πιο πολύ πάσκιζε να ξεφύγει από το βλέμμα τους, να κρυφτεί στη μικρή τουαλέτα, και να ανοίξει τα βιβλία του.
Τότε, τον περιπαίζανε, κι αυτός βούρκωνε, γιατί κανένας δεν του ‘δειχνε λίγη αγάπη. Κι ούτε μπορούσε να μιλήσει. Απαγορευόταν. Στ’ αυτιά του συνέχεια βούϊζαν οι φωνές τους.
―Πάψε!
―Μη μιλάς.
―Σκάσε.
―Κοίτα τη δουλειά σου. Τα λόγια είναι για τους μεγάλους.
Μια μέρα, ο κακός μάστρο Γιώργης, του πέταξε τα βιβλία στα σκουπίδια, γιατί λέει, δεν ήταν η θέση τους δίπλα στα εργαλεία, που φέρνανε λεφτά. Έκλαψε, μα δεν το είπε σε κανέναν. Οπλίστηκε όμως με θάρρος, και τη παραπάνω, την ώρα που πήγε καφέ στ’ αφεντικό του, σκέφτηκε λίγο, δε μπόρεσε να τον κοιτάξει κατάματα, έσκυψε το κεφάλι, έδεσε τα χέρια όπως στην εκκλησιά και πήρε φόρα.
―Μάστρο Παναγιώτη. Ναα… Μη θυμώσετε πολύ! Αν θέλετε, μπορείτε να με δείρετε, γιατί κάνω μια κακιά πράξη.
―Τι Αλέξη;.
―Δε θα με διώξετε από τη δουλειά ε; Τα λεφτά που μου δίνετε, τα φυλάω στα εικονίσματα. Μόνο η μαμά τα ξέρει. Τα θέλω για το Σκολειό. Αλλά να. Δίπλα στα ακριβά τα εργαλεία σας, ακουμπώ προσεχτικά και τα βιβλία μου. Δε βρίσκω άλλο καθαρό τόπο! Σας παρακαλώ, μην μου τα σκίσετε;
Γέλασε ο κυρ Παναγιώτης, του είπε πως τα έβλεπε κάθε μέρα και δεν πειράζει, γιατί λέει, κι αυτά εργαλεία είναι, και μάλιστα πιο χρήσιμα.
Ήθελε να τον αγκαλιάσει ο Αλέξης, δεν βρήκε τόσο θάρρος, δάκρυσε μόνο, του φίλησε το χέρι, έκανε μια στροφή, και βάλθηκε με πιότερη όρεξη να καθαρίζει.
Από τότε, συχνά, το βράδυ που έφευγε, έβρισκε κανένα νόμισμα ανάμεσα στα βιβλία του Κι αυτός, ζωγράφιζε με μολύβι μια καρδούλα στο χαρτί με τις παραγγελίες, και δεν έβγαζε άχνα. Το χαμόγελο του αφεντικού του το άλλο πρωί, ήταν η αμοιβή του.
Οι άλλοι δυο μαστόροι όμως, ήταν κακοί και δεν τον αφήνανε να σταθεί λεπτό· ούτε να πει μια λέξη. Ήταν το μεγάλο του παράπονο.
Τη χειμωνιάτικη τούτη μέρα, κόντευε να σκοτεινιάσει κι ακόμα μάζωνε τα τελευταία ροκανίδια. Τινάχτηκε να φύγουν κάμποσες σκόνες και, βιαστικός, πετάχτηκε στο δρόμο. Κρεμασμένα από τον ουρανό τα σύννεφα, μουντά, σβαρνίζανε τις στέγες και φοβερίζανε, μα ο παγερός αγέρας τα αντιμάχονταν, μη ξεσπάσει καταιγίδα. Έπαιρνε ο Αλέξης φούχτες γιομάτες ζεστό αγέρα από τα χνώτα του, και τα έτριβε για να ζεσταίνεται.
Πάντα φόραγε μια παλιά μπλούζα, που άμα λέρωνε, την έπλυνε, και τη ξανάβαζε.
Το πανωφόρι που του είχανε δώσει από την εκκλησία τα περασμένα Χριστούγεννα, το χάρισε στο Δημητράκη· ένα ορφανό παιδάκι που ερχόταν με τρύπιο πουκάμισο στη τάξη του.
Έτσι που έτρεχε να προλάβει ανοιχτή την πόρτα στην τεχνική σχολή, άνοιγε και το βιβλίο να θυμηθεί το θεώρημα του Πυθαγόρα, ή το Νόμο του Νεύτωνα. Μπορεί και να τους έκανε κανένα πρόχειρο διαγώνισμα ο κ. Φεντάκης, ο Καθηγητής τους.
Ήταν πολύ κακός και όλοι τον τρέμανε. Συνέχεια φώναζε, και στο πείσμα του, τα μαθητούδια, καμιά τριανταριά, μιλούσανε πιο δυνατά, για να τον εκνευρίσουν περισσότερο. Τότε κι αυτός, έπαιρνε μια μεγάλη βέργα, τη χτύπαγε με δύναμη στην έδρα, και γινόταν πανδαιμόνιο.
Σώπαναν τα παιδιά προς στιγμή, σταμάταγε κι η βέργα να ανεβοκατεβαίνει. Όλοι σταματούσανε, εκτός από τον Αλέξη.
Το ίδιο και σήμερα. Δεν μίλαγε δυνατά, μα κάτι ψιθύριζε στον Παύλο, το διπλανό του, που δούλευε τη μέρα σε ένα μηχανουργείο κι έπαιρνε καλλίτερο μεροκάματο, για να μάθει αν μπορεί να πάει κι αυτός στην ίδια δουλειά. Τότε βρήκε αφορμή ο Φεντάκης, άρπαξε τη βέργα από ξύλο νεραντζιάς, σίμωσε, και του ‘παιξε δυο ξυλιές τόσο δυνατές, που χώθηκαν οι τσίτες στο μπράτσο του, μάτωσε και δυο σταγόνες ξεπρόβαλαν από η μπλούζα του. Πόνεσε πολύ, δε μίλησε.
Άμα του έβρισε όμως τη μανούλα και τον είπε αλήτη, δεν το άντεξε.
Σηκώθηκε, πήρε τα βιβλία του παραμάσχαλα και χωρίς να βγάλει άχνα, έφυγε.
Τα παιδιά, όλα τον αγαπούσανε πολύ, γιατί τους βοηθούσε στα μαθήματα, και κυρίως γιατί ήταν φτωχός, αλλά τίμιος και φιλότιμος. Αν του βρισκόταν καμιά δραχμή, αν δηλαδή του την έδινε ο αφεντικός του, έπαιρνε ένα κουλούρι και το μοιραζόταν με το Δημητράκη ή άλλο συμμαθητή του.
Γι αυτό, φοβισμένα, πήγανε και μαρτυρήσανε τα συβάντα για να λάμψει η αλήθεια. Σαν τ’ άκουσε ο κύριος Διευθυντής, χτύπησε δυνατά το χέρι του στο γραφείο απάνω, κάτι μουρμούρισε στα δόντια του, και με ευγενικό τρόπο τους είπε να γυρίσουν στο μάθημά τους.
Τρεις μέρες περάσανε και δε φάνηκε ούτε ο Φεντάκης μηδέ ο Αλέξης· και την ώρα των μαθηματικών και φυσικής, κάνανε άλλο μάθημα και σχολούσαν νωρίτερα.
Ο Δημητράκης με τον Παύλο, ένα απόγεμα φανήκανε στο μαραγκούδικο του μάστρο Παναγιώτη και παρακαλέσανε τον Αλέξη να γυρίσει στα μαθήματά του. Αυτός δεν δέχτηκε.
―Δεν με νοιάζει να πεινώ, να δουλεύω σα το σκύλο όλη μέρα, μα να με ταπεινώνουν, δεν μπορώ. Δεν έρχομαι, γιατί, αν και μικρότερος, θα του μιλήσω άσχημα και τότε θα μου βάλουν κακή διαγωγή. Θα πάω σε άλλο Σχολείο!
Είπε ακόμα, πως δεν ήθελε να τον βλέπει, γιατί ήταν σα το Θανάση, τον άντρα της μητέρας του, που κι αυτός έβριζε και ένα βράδυ όταν γύρισε μεθυσμένος σπίτι, τον χτύπησε, επειδή διάβαζε.
―Δεν θέλει να μάθω γράμματα. Με κυνηγάει! είπε ο Αλέξης κι απόμεινε με σμιγμένα τα ματόφρυδα.
Είχανε περάσει δυο βδομάδες από κείνη τη νύχτα, που ζαρωμένος σε μια γωνιά, μόλις είχε γυρίσει από το σκολειό, ξεφύλλιζε τετράδια και βιβλία. Μόνο αυτή την ώρα, μπορούσε να διαβάσει λίγο.
Άξαφνα, ακούστηκε οχλαγωγία στο δρόμο, και με ένα τράνταγμα, άνοιξε η ξώπορτα τόσο δυνατά, που κόντεψε να ξεμασκαλιστεί. Όρμιξε μέσα ο πατριός του τρικλίζοντας, και πίσω του, δυο-τρεις ξένοι να τον κυνηγούν και να φωνάζουν.
―Φέρ’ τα πίσω· κλέφτη! Παλιάνθρωπε!
―Θα φωνάξουμε την Αστυνομία!
―Δε ντρέπεσαι;
Είδανε τη γυναίκα του, να τη παίρνει σβάρνα και να τη ποδοπατάει επειδή τον αποκάλεσε κι αυτή κλέφτη, είδανε τον Αλέξη να προσπαθεί να σώσει τη μάνα του, και τη μικρή Βούλα να κλαίει από το φόβο της, τους λυπηθήκανε, φύγανε.
Την ώρα λέει που αγόραζε τσιγάρα, κάποια στιγμή δεν πρόσεχε ο περιπτεράς, γέμισε γρήγορα τις τσέπες του κι έκανε να φύγει. Όμως, κάποιος περαστικός τον είδε, έβαλε τις φωνές, μαζωχτήκανε κι άλλοι και τον κυνηγήσανε.
Ο πραγματικός πατέρας του, ένας ήσυχος, με καλή δουλειά και τίμιος άθρωπος, έφυγε νέος με τη κατάρα του αιώνα. Νέα γυναίκα η μάνα του, χωρίς δουλειά και σπίτι, πώς να μεγαλώσει τα δυο ανήλικα, της έκανε γλυκά μάτια ο Θανάσης, ο ξάδερφος της γειτόνισσας, της έταξε παλάτια, είχε δουλειά σίγουρη στα ναυπηγεία, την κατάφερε, τον παντρεύτηκε. Λίγα χρόνια όμως περάσανε, κι άρχισε το ποτό και τα ξενύχτια. Το μεροκάματο να εξανεμίζεται, και να περιμένει από το μικρό Αλέξη. Γι αυτό και αφρίζει, όταν βλέπει βιβλία και τεφτέρια.
―Όλα τα λεφτά να τα δίνεις για τα έξοδά μας. Φωνάζει. Τί τα θέλεις τα γράμματα; Κι εγώ που δεν ξέρω; Πειράζει;
Μα ο Αλέξης, με τίποτα δεν υποκύπτει. Πέρασε απ’ το μυαλό του να πάει στο ορφανοτροφείο, όπως ο Δημητράκης, αλλά λυπάται τη μητέρα του που σφουγγαρίζει σκάλες για να ζήσουν.
Και μοχθεί να τελειώσει την τεχνική σχολή, και να συνεχίσει όσο μπορέσει. Όλη τη μέρα δουλειά, και στα πεταχτά διάβασμα. Δε μιλάει σε κανένα· με κανένα. Διαταγές παίρνει, τις εκτελεί, αλλά δεν του επιτρέπεται να απαντά.
Ο κύριος Γιώργος, υπάλληλος στο Υπουργείο, με πολλά πτυχία, θέλησε μόνος του να πάρει την Τρίτη τάξη. Λεφτά, δεν ήθελε. Θα το έκανε για να βοηθήσει τα φτωχά παιδιά, μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης του Φεντάκη, ο οποίος απολύθηκε για κατάχρηση εξουσίας, ή κάτι τέτοιο.
―Μα είναι πολύ ζωηρά παιδιά! Του είπε ο Διευθυντής.
―Δεν με πειράζει. Θα προσπαθήσω. Αποκρίθηκε.
Σούσουρο μεγάλο στο μαθητόκοσμο.
―Ήρθε Καθηγητής μαθηματικών!
―Σπούδαξε λέει στην Αμερική!
―Δύσκολα που θα μας βάζει!
―Είναι πολύ νέος.
―Υπάλληλος στο υπουργείο.
―Πω-πω αυστηρός που θα είναι!
Τούτος ο δάσκαλος όμως, είχε καταφέρει, μέσα σε λίγες μέρες, να μεταμορφώσει τη τάξη, από τη χειρότερη, στην καλλίτερη. Χωρίς φωνές. Με τον καλό τρόπο, και την αγάπη.
Δεν κρατούσε βέργα· ούτε χάρακα. Μόνο ένα μολύβι· ή την κιμωλία. Όταν κάνανε φασαρία τα παιδιά, σταμάταγε, τους κοίταγε έντονα με ένα αμυδρό χαμόγελο, δεν μιλούσε, και θαρρείς τους υπνώτιζε. Νέκρα στη τάξη.
Δεν μιλούσε κανένας. Όχι κανένας.
Ο Αλέξης, που στο μεταξύ είχε γυρίσει, με συγκρατημένα τα σπινθηροβόλα μάτια του, έσκυβε συνέχεια, κι όλο κάτι ψιθύριζε στον Παύλο.
Του έκανε καλοσυνάτα παρατήρηση ο καθηγητής, σταμάταγε πρόσκαιρα, ξανάρχιζε. Οπότε, ένα βράδυ, την ώρα που έκλεινε η Σχολή, τον πλησίασε ο κύριος Γιώργος.
―Αλέξη· μήπως θέλεις να περπατήσουμε μαζί μέχρι τη στάση του λεωφορείου;
Τρόμαξε, αυτός, φοβήθηκε πως κάποια τιμωρία θα έπεφτε, αλλά δέχτηκε με φανερή την αμηχανία και τη ντροπή του.
Ήταν κατηφόρα· εκεί δίπλα στον Ευαγγελισμό. Λιγοστό το φως από τις κολώνες, και πηγαίνανε σιγά, μη γλιστρήσουν στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Είπε διάφορα ο Καθηγητής, άκουγε με προσοχή ο μικρός, κάπου έδινε και καμιά απάντηση με το κεφάλι, πότε πάνω και πότε κάτω.
Άξαφνα, σταμάτησε το βηματισμό του.
Ψιλόβρεχε.
Έτσι που σήκωσε το κεφαλάκι του φοβισμένος να τον δει, μια κιτρινισμένη φέτα του φεγγαριού ξεπρόβαλε κλεφτά ανάμεσα τα σύννεφα σεριάνισε λιγοστές στιγμές, ξανακρύφτηκε.
Στο αχνόφως, ένοιωσε βελούδινο να τον διαπερνά το βλέμμα του και τον άκουσε να τον ρωτάει.
―Δε μου λες Αλέξη, έτσι, για να καταλάβω. Πες μου, γιατί όλη την ώρα στο μάθημα κουβεντιάζεις; Απλά, να μάθω.
Ο μικρός, σίγουρα θα κοκκίνισε, μα δε φάνηκε. Περίμενε ένα λεπτό, έβαλε τον δεξί του αντίχειρα στο στόμα όπως κάνουν τα βρέφη πιπίλα, μπορεί και να τον δάγκωσε, στήθηκε λευτερωμένος σα να ‘τανε σε ξομολόγο μπροστά, τον κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια, ίσως επειδή μοιάζανε θεϊκά απόψε, και του είπε.
―Κύριε Καθηγητά, δεν μπορώ να το κόψω. Στη δουλειά μου, είμαι της σφαλιάρας· δεν έχω δικαίωμα να μιλήσω. Στο σπίτι μου, τις λίγες ώρες εκεί, λείπει η μητέρα μου, πρέπει να διαβάσω, μετά έρχεται κι ο πατέρας, όλο φωνές, απαγορεύεται πάλι να μιλήσω.
Μετά γιόμισε της αγανάκτησης έκρηξη, και συνέχισε πιο δυνατά. Σχεδόν φωναχτά.
―Τι να σας πω. Μόνο στο Σχολείο μπορώ να μιλάω! Αν θέλετε, δώστε μου αποβολή!
Έπεσε νεκρική σιγή. Το παιδικό μόνο αγκομαχητό ακουγόταν που έσβηνε σιγανά, κι ο θόρυβος από μια βροντή πέρα, απ’ της Πεντέλης τις κορφές αρχομένη.
Έσκυψε ο κύριος Γιώργος, τον αγκάλιασε τρυφερά, και με στοργή, του είπε.
―Αφού είναι έτσι, εε, τότε να μιλάς ρε Αλέξη. Να μιλάς. Κι η αποβολή είναι για τα κακά παιδιά.
Την άλλη μέρα, τσιμουδιά δεν έβγαλε ο μικρός Αλέξης!!
Και στην έδρα απάνω ήταν ακουμπισμένα δυο κυκλάμινα.
Τα είχε ζητήσει από τον μαστρο Παναγιώτη.
Για τον Καθηγητή του.
Ξανασμίξανε τα βήματά τους δεκαέξι χρόνια αργότερα.
Ο κ. Γιώργος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο.
Ο μικρός Αλέξης, μεγαλωμένος πια, με απολυτήριο νυχτερινού Γυμνασίου, πτυχίο της Νομικής, Καθηγητής στην Ανώτερη Τεχνική Εκπαίδευση και τώρα τελευταία, Νομάρχης στην Άρτα.
1. Αθήνα 1968. Μια αληθινή ιστορία.
* gkamvysellis@yahoo.gr