Με αφορμή την αναφορά στα “Χ.Ν.”, στη βιβλιοθήκη και το κτήριο του αλησμόνητου Αντώνη Μάλμου, ανέσυρα από το… χαρτομάνι μου τη δημοσιευθείσα την 14-11-1971 στην εφημερίδα “Εθνική Φωνή” Χανίων, συγκινητική επιστολή της εγγονής του Αγγελικής, που παρουσιάζει την ωραία εικόνα του και με την ευγενή άδειά της την αναδημοσιεύω. Σήμερα Η Αγγελική είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός (σχολική σύμβουλος) και διαμένει στον Αποκόρωνα.
Η άρνηση παράγοντα της τότε Δημ. Βιβλιοθήκης, να δεχθεί την προσφορά των βιβλίων του Μάλμου σε αυτήν, αρκεί να στεγασθεί σε αίθουσα με το όνομά του, λογική απαίτηση, στέρησε την Δ.Β. από πολύτιμα, παλαιότατα βιβλία και άλλα σπάνια, όπως θυμάμαι, μικρογραφία του Κορανίου ή της Βίβλου, όσο χωρεί σε σπιρτοκούτι.
«Προσφορά στην μνήμη του γραμμένη από την εγγονή του
Καληνύκτα παππού
Αγγελικής Β. Μάλμου
…Γραφική η παλαιά πόλις των Χανίων, με τα παλαιά της κτίρια, τα ψηλά και σκυθρωπά, γεμάτα αναμνήσεις και ίχνη Βενετσιάνων, Τούρκων και κουρσάρων. Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση του ξένου επισκέπτη όταν βαδίζει, τα στενοσόκακα της παλαιάς πόλεως με τους μιναρέδες. Το μιναρέ έβαζα για σημάδι, ξένη εγώ -αν και Κρητικοπούλα εκ καταγωγής- κι έφτανα έξω από την Μάλμειο Βιβλιοθήκη.
Ανοιγα την πόρτα που με καλημέριζε τρίζοντας διακριτικά κι ανέβαινα την μεγάλη παλαιά σκάλα. Μια δυνατή μυρωδιά υγρασίας με υποδεχόταν. Σκοτεινό, καταθλιπτικό το κτίριο σαν εργαστήριο αλχημιστών του μεσαίωνος, απροσάρμοστο στις νεανικές μου ιδέες. Κι όμως!..
Ανθρωποι με το σφρίγος της νιότης σύχναζαν πολλοί εκεί μέσα!
Κι ανέβαινα στο δεύτερο πάτωμα, της Μαλμείου Βιβλιοθήκης με χίλιες δυο σκέψεις που μου τις δημιουργούσαν τα κάδρα, τα έπιπλα, οι τοίχοι, το μεσαιωνικό, μυστηριακό περιβάλλον. Ξυπνούσα από τον βαθύ στοχασμό όταν συναντούσα το βλέμμα του Διευθυντού της. Ανακούφιση ένιωθα σαν τον αντίκριζα ανάμεσα από τις στοίβες βιβλία και εφημερίδες. Η καλημέρα, το άγγιγμα του χεριού του που ελαφρύ μου χάιδευε τα μαλλιά μου ‘φερναν μεγάλη χαρά. Κάτι με τραβούσε κοντά του σε κείνο το μυστηριακό περιβάλλον! Ισως ήταν το αίμα που κυλούσε στις φλέβες μου ίδιο με το δικό του.
Ελαμπε το γεροντικό του βλέμμα, η φωνή του υψώνετο, η τσακισμένη του μορφή άλλαζε σαν μου μιλούσε για τα βιβλία του το μεγάλο του πάθος. Κι άρχιζε από πολύ μακριά, από τα βάθη των αιώνων η διήγησή του. Περνούσε από μεγάλες περιόδους της τέχνης και του πολιτισμού κι έφτανε επί των ημερών μας. Δεν είχε σκοπό να σταματήσει!.. Το καταλάβαινα κι ανησυχούσα γι’ αυτόν! Ο βαθύς στεναγμός που έβγαινε από τα σωθικά του, συχνά, με τρόμαζε. Η ματιά του κοκαλωμένη καρφωμένη στ’ άπειρο σαν να ‘θελε να ξεπεράσει, να νικήσει τα όρια του χρόνου και να βρεθεί σε μια άλλη εποχή όπως αυτός την φανταζότανε. Τον παρατηρούσα!.. και στοχαζόμουνα!.. πώς μπορεί αυτός, που σε σχολείο δεν πήγε να γνωρίζει τόσα πολλά!.. Πώς μπορεί να μιλά έτσι ωραία! Ολομόναχος, χρόνια ολόκληρα με συντροφιά την μελέτη. Στάθηκε άτυχος στην ζωή. Ουδέποτε δεν ένιωσε την χαρά της γλυκιάς θαλπωρής της οικογένειας. Η μοίρα το θέλησε έτσι! Ετσι το είχε γραμμένο!.. Και τώρα πόση συγκίνηση ένιωθε όταν βρισκόμουνα κοντά του! Δυο μήνες (τους τελευταίους της ζωής του) μαζί!
Αγαπημένε μου παππού!.. Σαν θυμάμαι την χαρά σου όταν στα χέρια σου έφτανε ένα καινούργιο βιβλίο! Ενας μικρός θησαυρός για σένα. Το κοίταζες, το περιεργαζόσουν, το μελετούσες, μη μπορώντας να κρύψεις την απέραντη ευτυχία σου για το απόκτημά σου! Κανείς δεν είχε το χάρισμά σου! Στα πιο ασήμαντα, στα πιο τιποτένια αντικείμενα έδινες αξία! Σ’ έζησα λίγο καιρό, μα ήταν αρκετός για να καταλάβω τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα σου.
Νομίζω πως σε βλέπω, με το μπαστουνάκι σου αργά αργά να βαδίζεις στην αγορά, γυρνώντας από το Ταχυδρομείο, με την πολυπληθή αλληλογραφία σου, χαιρετώντας όλους όσους συναντούσες, πάντοτε με χαμόγελο. Τα λόγια σου θα μου μείνουν αλησμόνητα. Θυμάσαι; Θυμάσαι, τότε δίπλα στο μεγάλο τραπέζι τι μου είπες; “Αλλοι πλουτίζουν υλικώς, εγώ μόνο πνευματικώς! Ο καλύτερος πλούτος είναι ο πνευματικός! Μην επιζητάς λοιπόν ποτέ στη ζωή σου τα υλικά αγαθά”. Την ίδια αγαπημένη φωνή ακούω και τώρα, βραχνή, αποκόσμια, μακρινή να μου επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια.
Και πάντα η συζήτησή μας αφού περνούσε από της τέχνης τα σκαλοπάτια, από τα ευχάριστα και δεινά της ζωής, ως τελειωμό είχε το θάνατο!
Με τρόμαζαν αυτά που μου λεγες… Επιανα ενστικτωδώς το μπράτσο σου φοβισμένη, ζητώντας με το βλέμμα μου το παρακλητικό να δώσεις τελειωμό στην ανεπιθύμητη συζήτηση περί θανάτου.
Κάπως θυμωμένος μα με το γέλιο πάντα μου ‘λεγες “Είσαι νέα! Αγαπάς την ζωή. Μα το να μιλάς για θάνατο φιλοσοφείς”. Μου ‘λεγες ακόμη για τα όνειρά σου! Ηθελες να κάμεις μια έκθεση των χαλκογραφιών πράγμα που κόστιζε πολύ. “Αν το κατορθώσω αυτό, πάει τέλειωσε ο προορισμός μου στην γη”. Δεν το κατόρθωσες! Ο θάνατος, σε πρόλαβε, σε χτύπησε κατάκαρδα.
Ομως,.. όμως όλ’ αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τα βήματα πάψανε πια να κάνουν να τρίζουν τις σκάλες του παλιού σου σπιτιού. Τα βιβλία που τόσο αγαπούσες, δεν θα ξαναδεχτούν το συνηθισμένο χάιδεμα των χεριών σου. Το τσακισμένο σου σώμα δεν θ’ αναπαυθεί στις παλιές πολυθρόνες με τα παράξενα σκαλίσματα.
Το σπίτι που άλλοτε γέμιζε με φωνές νεανικές, σπουδαστών που μελετούσαν, απέμεινε βουβό, σκοτεινό, ερμητικά κλεισμένο. Εμεινε για πάντα, να θυμίζει την μικρή ύπαρξη που χάθηκε, τον αγαπημένο τύπο των Χανίων, που έλειψε!
Τα Χανιά! Η πόλις, που τόσο αγαπούσε, που τόσο είχε συνδεθεί μαζί της!
Το στενοσόκακο λυπημένο, έρημο, θυμίζει εκείνον, και ο ανήξερος επισκέπτης, στέκεται εμπρός από τη θύρα του μεγάλου σπιτιού: “ΜΑΛΜΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ” διαβάζει! Χτυπά! Ανταπόκριση καμιά! Πού είναι εκείνος με την χαρούμενη φωνή, το συμπαθητικό του πρόσωπο, το αστείρευτο χιούμορ, να τον υποδεχτεί; Μια κρύα ταφόπετρα, λίγα λουλούδια, ένας σταυρός. Να τι απόμεινε από σένα, αγαπημένη μου, αλησμόνητη, μορφή.
Λευκή η ταφόπετρα, κόκκινα τα λουλούδια, κι αυτά τα λουλούδια, για σένα, παππού!
Νάναι ελαφρύς και ήρεμος ο αιώνιος ύπνος σου στα χώματα, που τόσο αγαπούσες.
Αντί για βιβλία, συντροφιά έχεις το φτωχό κυπαρίσσι και τα μικρά νυκτοπούλια που κλαψουρίζουν μονότονα, μέσα στης νύχτας την απόκοσμη σιγαλιά. Ομως το πνεύμα σου μένει παντοτινά εκεί που αγάπησες. Δεν θέλω να λυπάσαι για τα δάκρυα που αυλακώνουν το πρόσωπό μου, για σένα παππού!..
Και η φωνή σου, αγαπημένη, ολοζώντανη, πλανιέται βραχνή, παράξενη: “Παιδί μου…” “Καληνύχτα παππού…”
Αγγελική Β. Μάλμου – Μαθήτρια Γ’ τάξεως Γυμνασίου Βόλου». Εφημερίδα Χανίων “Εθνική Φωνή”, 14-11-1971.