Αυτό το βιβλίο με βρήκε απροετοίμαστο· και με διέλυσε.
Ο λαμπρός δυνατός νοτιοδυτικός ήλιος λούζει όλα τα άσπρα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ. Τα καπό καίνε διπλά από την εσωτερική καύση και την ηλιακή ζέστη. Ένα εστιατόριο της αλυσίδας Denny’s ακριβώς στις παρυφές του Γκραντς, στο Νέο Μεξικό, στριμωγμένο ανάμεσα στη Δυτική Εθνική 40 και σ’ ένα βενζινάδικο Shell. Ξερά αγριόχορτα, κάτι μαύρο και πλαστικό είναι κολλημένο πάνω τους, προσπαθεί να ελευθερωθεί με τον άνεμο. Ετοιμόρροποι φράχτες από συρματόπλεγμα περιβάλλουν όλα αυτά. Τι πιθανότητα υπάρχει να μπει εκεί μέσα η ομορφιά;
Η σχέση πατέρα-γιου, ο πατέρας-μινιατούρα, ο πατέρας-εραστής, ο πατέρας-νεκρός. Η σχέση με τις γυναίκες, η ερωμένη του πατέρα του, η τριάντα χρόνια γυναίκα του, η νεαρή με το μαγνητόφωνο που τον εκβιάζει. Τα δωμάτια, ξένα και απρόσωπα. Το ξημέρωμα στην έρημο.
Δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστό τίτλο για το βιβλίο αυτό. Η ικανότητα του Σέπαρντ να ενσωματώνεται και να αντικρίζει τον εαυτό του απ’ έξω αποδεικνύεται μοναδική, ικανότητα η οποία προφανώς εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε με τα χρόνια, δίνοντας ζωή σε χαρακτήρες, τόσο στο χαρτί όσο και στην οθόνη, μετατρέποντας τη γραφή αλλά και την υποκριτική σε κρυψώνες του προσωπικού, το βίωμα σε έμπνευση, την αλήθεια σε μύθο. Κάπως έτσι, αποτέλεσμα της διαδρομής αυτής, προέκυψε και το βιβλίο αυτό, ένα μεταμοντέρνο memoir. Η ανάμνηση δεν μπορεί να είναι γραμμική στην πηγή της παρά μόνο ύστερα από επεξεργασία, το παρελθόν δεν μας επισκέπτεται ποτέ συντεταγμένα και έπειτα από πρόσκληση, αλλά επιχειρεί άναρχα να εισβάλει στο παρόν, να βρει τις άμυνες σε νάρκη, τη νοσταλγία εύκαιρη. Και όταν το επισκεπτόμαστε εμείς εκείνο φαντάζει πάντα έτοιμο ν’ απαντήσει, όπως εκείνο κρίνει, στο αίτημα μνήμης. Ο Σέπαρντ αυτό το γνωρίζει και το αποδέχεται.
Ο άλλος μέσα του ανήκει στην ευρύτερη και ολοένα δημοφιλέστερη κατηγορία του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, κατηγορία στην οποία συναντιούνται δύο πολυπληθείς ομάδες αναγνωστών: εκείνοι που αναζητούν το κουτσομπολιό, την πιπεράτη αποκάλυψη και οι άλλοι που αδιαφορούν για την αλήθεια, που νιώθουν την ανάγκη για μια ακόμα ιστορία, άσχετα αν είναι αληθινή ή μερικώς επινοημένη -σπέρματα αλήθειας άλλωστε υπάρχουν σχεδόν πάντοτε. Η πραγματικότητα είναι υπερτιμημένη, γράφει η Πάτι Σμιθ στον πρόλογο του βιβλίου, και εγώ δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον αφορισμό αυτό, και να συμπληρώσω πως μετά από τόσες ιστορίες εκείνο που μπορεί να εντυπωσιάσει, να καθηλώσει, να συναρπάσει, να συγκινήσει, να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας κοιτάζει τα πράγματα, ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να πει την ιστορία του, άλλωστε ο τρόπος είναι εκείνος που καθορίζει τη λογοτεχνικότητα ενός έργου και όχι το περιεχόμενο. Η λογοτεχνική αξία του εκάστοτε έργου καταρρίπτει και τον αντίλογο απέναντι στον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της σύγχρονης λογοτεχνίας, την κατηγορία πως πρόκειται για έλλειψη έμπνευσης, για την εύκολη λύση στην οποία καταφεύγουν ευκαιριακά οι συγγραφείς -πραγματικοί ή φαντάσματα- και προμοτάρουν οι εκδότες.
Η καθαρότητα της αφηγηματικής φωνής και η ειλικρίνεια που αυτή εκπέμπει, η απουσία οποιασδήποτε μορφής συναισθηματικής χειραγώγησης και η ικανότητα του Σέπαρντ στην αφήγηση -κάτι που αναδεικνύεται ιδιαίτερα στα διαλογικά μέρη- μετατρέπουν την ατομική ιστορία σε μυθιστόρημα και το ξένο βίωμα σε προσωπική υπόθεση. Ο πρόλογος της Πάτι Σμιθ, εκτός του ότι συμπληρώνει ιδανικά την ανάγνωση και δεν συνοδεύει απλώς την έκδοση, αναδεικνύει και την έννοια του ιδανικού αναγνώστη, που τόσο απαραίτητος είναι για τη λογοτεχνία εν γένει.