Ηχος αργόσυρτος από ‘’κανονάκι’’. Κι ο άνεμος να παίρνει τον ρυθμό και να τον τσακίζει στις χαραμάδες της ετοιμόρροπης πόρτας της ψυχής. Κι ένας αμανές να ανατριχιάζει το σεληνόφως και να κάνει το κύμα να φουσκώνει ριγώντας. Ένας αμανές που μιλά για κάστρα που τα στοίχειωσαν ανεκπλήρωτοι πόθοι και αγάπες, που έγιναν πετροχελίδονα. Και ύστερα κάποιος θέλει να πιεί τη σιωπή μονορούφι, μεθώντας με το δάκρυ. Το βουβό ουρλιαχτό μιας νύχτας χαμένης στις εποχές που μπερδεύτηκαν. Και η κραυγή του τροβαδούρου να ρωτά ‘’ τι θέλεις να σου τραγουδήσω σκέψη ; ‘’. Κι ένα καλοκαίρι που μοιάζει φθινόπωρο. Σαν ένα γελαστό πρόσωπο, που έχει το γέλιο για να κρύβει το δάκρυ. Μια σιωπή που ανάβει τσιγάρο και ο καπνός πνίγει τον λυγμό σου. Κι έπειτα, χρώματα. Κάτι ξεχασμένα φαντάσματα στους λαβυρίνθους του νου , φεύγουν. Ηρθε επιτέλους η ώρα τους. Ξαφνικά, ως δομινικοθεοτοκοπουλική έκρηξη, η ανάβαση. Ίπτασαι πάνω από το πέπλο του καπνού της σιωπής. Μια εκρηκτικά βουβή κραυγή. Ένα ξέσπασμα του φεγγαριού, που μένει αναποφάσιστο, για το αν θα πρέπει να δύσει. Και να σ’ αφήσει, με τη σιωπή και τη γυμνή σου σκέψη. Ο αμανές του φεγγαριού.