Oψάργας ήθελα να πάω όθεν τα Λουριά απού είχα δουλειά. Όντεν επέρνουνε απ’ όξψ απού τση Στελιανούδαινας, άκουσα τραβάγια κι εκοντοστάθηκα για να καταλάβω ίντα γίνεται. Γροικώ το λοιπός τη Στελιανούδαινα κι επνιγούριαζε τα κοπέλια τζη, την Αθηνιά, τη Μαργωτό και το Μιχελιό κι έλεγέντωνε: «Άλλη βολά απου θα πάτε στον Αμμουτσόσπηλιο να παίξετε, θα σας σε δείρω, ματσαείς και δε θα θυμάστε, όξω την πρώτη ραβδέ και την ύστερη. Εκεδά επαίζανε τα κοπέλια τση Αντρουλίνας και την ώρα απού επαίζανε έπεσενε μια ντάπα, σα χίλιες οκάδες και εμισερώσενε το Νικολιό τζη. Εβουήθηξενε η Παναγία (προσκυνούμενε τη Χάρη τζη) και δεν έπεσενε η τάπα απάνω στα κοπέλια.
Γλωσσάρι
Οψάργας = Σύνθετη λέξη αψές (χθες) + αργά (βράδυ) = Χθες βράδυ
Όθεν = Προς
Όντεν = Όταν
Στελιανούδαινα = Σύζυγος του Στελιανού
Τραβάγια = Φασαρία
Γροικώ = Ακούω
Πνιγουριάζω = Μαλώνω αυστηρά
Αμμουτσόσπηλιος = Από την εξόρυξη άμμου σε επικλινές σημείο δημιουργείται σπήλιος.
Αθηνιά = Συχνά στη συλλαβή να βάζουμε πριν από το “α” ένα γιώτα, Αθηνιά, φωνιάζω, κ.ά.
Μαργωτό = Μαριώ
Βολά = Φορά
Βουήθηξε = Βοήθησε. Η λέξη αυτή εχρησιμοποιείτο επί των ημερών μου, απεβλήθη, και δεν χρησιμοποιείται πια. Την έλεγε και η μητέρα μουσαφίρης
Ματσαείς = Σύνθετη λέξη, όρκος με τους Αγίους.
Ραβδέ = Ξυλιά. Έτσι λέμε, καρυδέ, απηδέ, μουρνέ, κ.α.
Κοπέλια = Δεν εννοούμε αγόρια, εννοούμε παιδιά. Μάλιστα προς το Ηράκλειο μπορεί να ακούσεις “θηλυκό κοπέλι” αντί κορίτσι.
Μισερώνω = Τραυματίζω. Μισερή δουλειά = πολύ απέχει από το να είναι τέλεια.
Πολύ όμορφο για την ντοπιολαλιά μας