» Στην ξεχασµένη γυναίκα
Συνήθως κάθεται µπρος στην µπαλκονόπορτα, στο σηµείο που της δίνει την καλύτερη θέα στη γειτονιάς της. Την…καλύτερη τρόπος του λέγειν, αφού στην ουσία πρόκειται για µια στενή λουρίδα ανοιχτού τοπίου, ανάµεσα στους όγκους των αντικρινών πολυκατοικιών. Ειδικά του καινούργιου κτηρίου που ορθώθηκε µπρος της πριν λίγους µήνες και κουτσούρεψε την όµορφη εικόνα που θαυµάζει χρόνια.
Τώρα, της έχει αποµείνει µια γωνιά βουνού, µια ακρούλα θάλασσας κι ο καθηµερινός της επισκέπτης ο…άνεµος, που βρίσκει τη µικρή αυτή δίοδο για να τη φτάσει και να ξεσπάσει την οργή του πάνω της. ∆εν κάθεται πολύ στο µπαλκονάκι εξαιτίας του. Της παγώνει χέρια και πόδια, µε µένος αντιµάχεται τον ήλιο που διεκδικεί κι αυτός το δικό του κοµµάτι, και µόνο τη…παγωνιά µιας ζωής που της άφησε ελάχιστα, της θυµίζει! ‘Έτσι τις περισσότερες φορές στήνει την καρέκλα πίσω απ’ τα τζάµια, κοιτά ολόγυρα και πέφτει σε βαθιές σκέψεις, που τώρα τελευταία τις εκφράζει και…µεγαλόφωνα µε λόγια µπερδεµένα! Συχνά-πυκνά µάλιστα, πιάνει τον εαυτό της να στήνει ολόκληρη κουβέντα µε κάποιον φανταστικό συνοµιλητή. Με ερωτήσεις κι απαντήσεις εκατέρωθεν… Κουβέντα που κρατά ώρα. Σε αναζήτηση του παρόντος, του παρελθόντος, του µέλλοντος ίσως;
Όταν το παρακάνει τα βάζει µε τον εαυτό της για τη πολυλογία του.
∆εν τα καταφέρνει ωστόσο να τον σταµατήσει και λέει, λέει, λέει…
Λέξεις -και πάλι λέξεις- που µόνο ο άνεµος γνωρίζει!
Γιατί σ’ αυτόν απευθύνονται! Που αλλού εξάλλου, που αυτός είναι ο πιο συχνός της επισκέπτης;
«Με πάγωσες πάλι!» τον µαλώνει. Κι άλλες φορές πάλι τον υποδέχεται µ’ ένα «Καλωστόνε!»
Ειρωνεία θα έλεγε κανείς…
Όµως, τα κάποια λίγα -όπως η µακροζωία και η συνήθειά της να φιλοσοφεί- που της έχουν αποµείνει, της δίνουν που και που, µια διέξοδο στη µοναξιά της. Χωρίς σύντροφο πια, τα παιδιά µακριά, πόδια-χέρια αδύναµα, κάθεται στο σηµείο κι αναλογίζεται πως έφυγαν οι δυνάµεις τόσο γρήγορα, πως γλίστρησε η ζωή απ’ τα χέρια της, πόσα έκανε ή δεν κατάφερε να κάνει στα 88 της χρόνια…
Χίλια-µύρια λοιπόν, παιδεύουν το µυαλό της τις ώρες της ατέλειωτης µοναξιάς, καθώς στηλώνει το βλέµµα στο πλαϊνό τοίχο του καινούργιου κτηρίου, που καλύπτει την µια πλευρά της µικρής της θέας.
Τίποτα δεν της αποκαλύπτει το λευκό αυτό προκάλυµµα, για όσους κι όσα κρύβει µέσα του!
Κι όµως! Στο ογκώδες αυτό µεγαθήριο που έχει µπρος της…βράζει η ζωή!
Ολοήµερής, άγνωστοί της άνθρωποι πάνε κι έρχονται στους ορόφους του…
Αδιάφορος κόσµος µπαίνει, αδιάφορα βγαίνει! Και φεύγει τρέχοντας στις δουλειές του….
Φορές-φορές προσπαθεί να θυµηθεί ποια ήταν η τελευταία φορά που βγήκε απ’ το σπίτι, κι αναρωτιέται πως έφθασε αλήθεια, να ζει ολοµόναχη, αυτή που ήταν καταδεκτική, κοινωνική, παντού καλοδεχούµενη; Και γιατί η πόρτα της χτυπά τώρα, µόνο απ’ το παιδί που φέρνει τα ψώνια; Μια φορά τον µήνα κι από την γυναίκα που έρχεται για την καθαριότητα του σπιτιού. Που πήγαν όλ’ αυτοί οι άνθρωποι που ήξερε παλιά;
Ή µάλλον ξέρει!
Κι έχει πάρει από φόβο τις σελίδες της εφηµερίδας µε τις κηδείες και τα µνηµόσυνα, όπου συχνά-πυκνά φιγουράρουν παλιοί γνωστοί, συγγενείς και φίλοι…
Έφυγαν κάποιοι, ωστόσο άνθρωποι όλων των ηλικιών -µερικοί απ’ αυτούς παλιοί γνώριµοι- δεν έπαψαν να περνούν κάτω απ’ τα µπαλκόνια της!
Κανείς, µα…κανείς, να µην σηκώνει το κεφάλι να της πει µια «καληµέρα»;
Γιατί συµβαίνουν όλ’ αυτά;
Στις καλές στιγµές της προσπαθεί να δικαιολογήσει τ’ αδικαιολόγητα, δίνοντας µπόλικες απαντήσεις στο ερώτηµα της αποξένωσης των ανθρώπων: Σίγουρα θα φταίει η σύγχρονη ζωή, οι µηχανές που διαφεντεύουν τα πάντα, η ερήµωση των χωριών και των µικρών κοινωνιών του άλλοτε, πολλά και διάφορα που τώρα της διαφεύγουν, και βέβαια κι η…ηλικία της…
Αποξεχνιέται ξανά, αφαιρείται, κοιτάζει ολόγυρα, κοιτά κάτω και µετρά τα πλακάκια του δαπέδου, σηκώνει το βλέµµα ψηλά για να φτάσει τους δικούς της, γονείς, αδέλφια, σύζυγο, που λες και το έκαναν…επίτηδες να φύγουν…
Και ναι! Συχνά-πυκνά νιώθει ένα…εγκαταλελειµµένο παιδί!»
Άλλες φορές πάλι, όταν οι δείκτες του ρολογιού της κάµαράς γίνονται παραπάνω απ’ το κανονικό αργοκίνητοι, δεν λεν ν’ αλλάξουν νούµερο κι ο χρόνος κυλά αργά, ανοίγει τα τζάµια, αποκρεµιέται στο κάγκελο, γυρίζει το βλέµµα στον δρόµο κάτω, παρατηρεί ώρα τους διαβάτες και που και που ψιθυρίζει: «Τόσοι άνθρωποι…Και όλοι νέοι… Νέοι βέβαια! Που δεν πρέπει κι αυτοί να…ζήσουν;»
Η διαπίστωση αυτή την παρηγορεί…
Μην τα θέλει όλα δικά της!! Έφθασε αισίως µέχρι εδώ και πρέπει να το εκτιµά! Πρέπει επίσης να παλέψει µ’ όσες δυνάµεις της αποµείναν την αποµόνωση, την ερηµιά των γηρατειών, τη µοναξιά και την ανηµποριά της! Κρατώντας τον κόσµο του νου της πλούσιο και καθαρό από δυσάρεστες σκέψεις! Γυρίζοντας που και που και στα παλιά…Στα ευχάριστα και τα όµορφα που έζησε…
Σήµερα στέκει πάλι στο σηµείο κι ανιχνεύει ένα πυκνό, κινούµενο σύννεφο στο κενό της µικρής της θέας.
Κάτι πλησιάζει…
Και να που ο δυνατός άνεµος που το διαπερνά, έφερε ξαφνικά µαζί του ένα σµήνος πουλιά που ήλθαν κατά πάνω της µ’ ένα δυνατό πλατάγιασµα φτερών, ύστερα ανυψώθηκαν όλα µαζί, κι εξαφανίστηκαν πάνω απ’ την τέντα του µπαλκονιού…
Να ήταν άραγε κάποιο σηµάδι; Να ήθελαν κατιτί να της διαµηνύσουν τα πετούµενα;
«Αυτά έχει η ζωή!» µονολόγησε ξαφνικά. «Έρχεσαι και φεύγεις…Σαν τον άνεµο, σαν τα πουλιά…»
Ύστερα χαµογέλασε και βάλθηκε να µιλά για πολλά και διάφορα µε φωνή δυνατή, µέχρι που ο άνεµος δυνάµωσε, της την πήρε µακριά και δεν άκουγε πια…ούτε τον εαυτό της!
Ξαναχαµογέλασε ωστόσο…
Ατένισε τον γαλανό ουρανό του βάθους -που ευτυχώς κανείς δεν θα καταφέρει να της κρύψει!- κι είπε στον εαυτό της αποφασιστικά: «Αύριο µε το καλό θα σηκωθείς πρωί-πρωί! Θα ντυθείς, θα πάρεις το µπαστουνάκι και θα βγεις στον…άγνωστό σου, τον…τροµακτικό στα µάτια σου κόσµο! Για να τον ξαναγνωρίσεις και να τον χαρείς όπως παλιά…Κι όσο για τον άνεµο, άσε τον να κάνει τα δικά του! Περαστικός είναι κι αυτός…»