Η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου είναι μια πολιτική πράξη για την εξυπηρέτηση των πολιτικών του σχεδίων. Κάθε τέτοια ενέργεια έχει στόχο πολιτικές επιδιώξεις και αξιολογείται με το αποτέλεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ θά ’πρεπε να γνωρίζει ότι δύσκολα θα συντελούσε στην πτώση της κυβέρνησης, αντιθέτως θα διευκόλυνε τη συσπείρωση των βουλευτών γύρω της. Εγινε με αφορμή τα γεγονότα της ΕΡΤ σε μια στιγμή, που η κατακραυγή εκορυφώνετο και επετείνετο το βαρύ κλίμα, στο οποίο Σαμαράς και Βενιζέλος ήσαν “παγιδευμένοι” απ’ την αγανάκτηση της κοινής γνώμης για τα επώδυνα μέτρα, που πήραν και πρόκειται να πάρουν.
Είναι γνωστό, ότι απ’ την μεταπολίτευση κι ύστερα καμία πρόταση μομφής δεν ευδοκίμησε και καμία κυβέρνηση δεν κλονίστηκε. Αντιθέτως υπήρξε συσπείρωση και ενδυνάμωση των κυβερνώντων. Η πρόταση ήταν θέμα εντυπώσεων, να συμμαζευτούν οι συνιστώσες μετά από μια περίοδο αμφισβητήσεων και γκρίνιας, όσον αφορά τη διαφοροποίηση του αρχηγού με τις φιλοευρωπαϊκές δηλώσεις του στο Οστιν του Τέξας. Ο κ. Τσίπρας πήγε στην Αμερική, να αυτοαναιρεθεί, να πει ότι συμφωνεί, να μείνει η Ελλάδα στο ευρωσύστημα, τη στιγμή που η εκλογική βάση ήξερε τα περί “σχισίματος” του μνημονίου και άλλα τερπνά. Αλλαξε τακτική, επειδή κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να το κάνει και για να καταπραΰνει κάπως τις αντιδράσεις της αριστεράς πτέρυγος στο κόμμα. Επί πλέον ήθελε να δείξει στους ψηφοφόρους του, ότι μπορεί να συγκρουσθεί μετωπικά με τη ΝΔ.
Ηταν βέβαιο, ότι θα αποτύγχανε η πρόταση μομφής, διότι δεν θα βρισκόντουσαν 151 βουλευτές, να την υπερψηφίσουν. Αρα ήταν θέμα εντυπώσεων, να υπερτονιστούν οι αποτυχημένες ενέργειες της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια των τριήμερων σφυροκοπημάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θυσίασε την κοινοβουλευτική διαδικασία της πρότασης, σε άκαιρο χρόνο για επικοινωνιακούς λόγους. Το μόνο ότι επανελήφθησαν με αγορεύσεις τα αντικοινωνικά μέτρα της κυβέρνησης, που είναι γνωστά στον πολίτη και του τελευταίου ελληνικού χωριού. Επί πλέον εξαναγκάστηκε ο πρωθυπουργός, να παραστεί στη βουλή.
Η κυβέρνηση ανέλαβε τις ευθύνες για τα αντιλαϊκά μέρα, αναγκαία να σωθεί ο τόπος και άφησε να εννοηθεί, ότι θα βελτιώσει κάπως τις αδικίες. Ομως η αξ/κή αντιπολίτευση δεν φαίνεται να έλυσε τα ενδοκομματικά της προβλήματα.
Η υπευθυνότητά της μετά από αυτή την κορυφαία αντιπολιτευτική διαδικασία είναι να υψώνει τη φωνή της, να επαναφέρει την κυβέρνηση στη νομιμότητα και να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Εδώ έχασε και τούτο δείχνει ότι δεν έχει πλήρη συνείδηση του θεσμικού της ρόλου. Είναι ακόμη άπειρη στους κανόνες του παιχνιδιού. Η άποψή της, ότι μ’ αυτό τον τρόπο αναγκάζει την κυβέρνηση να απολογηθεί για την οικονομική πολιτική της είναι εσφαλμένη. Μπορούσε να είχε γίνει είτε με επίκαιρη ερώτηση, είτε με γενικευμένη συζήτηση προ ημερησίας διάταξης.
Επακόλουθο της πρότασης ήταν ο πλατειασμός κάθε “πικραμένου” βουλευτή στα της εκλογικής του περιφέρειας και εναντίον των αντιπάλων του. Οι βουλευτές της ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αν και έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, απέτρεψαν με την ψήφο τους το αναπάντεχο, στηρίζοντας την κυβερνητική πολιτική για το καλό της σταθερότητος και του εθνικού συμφέροντος, αλλά δεν έπεισαν για τη συνοχή της κυβερνοσυμβίωσης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ κάτι που πρέπει να ανησυχήσει Σαμαρά και Βενιζέλο, όσον αφορά το μέλλον.
Η ικανότητα ενός πολιτικού αρχηγού είναι στο να διακρίνει, πότε είναι η κατάλληλη στιγμή, να εκμεταλλευθεί κάθε ευκαιρία, που παρουσιάζεται. Αυτή την ικανότητα αποδείχθηκε, πως δεν την έχει ο κ. Τσίπρας. Αντιθέτως οι πολίτες διαισθάνονται, τι θα ακολουθηθεί μετά την απόρριψη της πρότασης μομφής: Η εξουσία θα γίνει σκληρότερη, χωρίς αναστολές.
Πάντως αν ρωτήσετε κάποιον σήμερα Δευτέρα, δεν θα θυμάται τίποτα, απ’ όσα ειπώθηκαν το τριήμερο!